Η σημερινή κατάσταση και οι μεγάλες πτωτικές φάσεις, στην ιστορία του Χρηματιστηρίου της Αθήνας

05 Ιουλίου 2010, 21:18 | Ιστορία Χρηματιστηρίου

Είναι η παρούσα πτώση της χρηματιστηριακής αγοράς, η χειρότερη που έχει συμβεί στην ιστορία του Χρηματιστηρίου της Αθήνας;
Από στατιστικής απόψεως, θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε ότι είναι. Όμως, εάν συμπεριλάβουμε και τον παράγοντα του πληθωρισμού στην έρευνά μας, θα διαπιστώσουμε ότι δεν είναι. Αν και, με βάση την πρόσφατη πορεία του Γενικού Δείκτη, η πτώση μεταξύ των ετών 1999 και 2010, δεν απέχει πολύ από το να χαρακτηρισθεί ως η μεγαλύτερη στην ιστορία των 134 χρόνων του Χρηματιστηρίου της Αθήνας.

Λόγω της απουσίας ενός διαχρονικού Γενικού Δείκτη, στην έρευνά μας, αναγκαζόμαστε να χρησιμοποιήσουμε δύο μεγέθη, τα οποία μας βοηθούν στο να δημιουργηθεί μία σχετικά αξιόπιστη εικόνα για την εξέλιξη των χρηματιστηριακών μεγεθών κατά τη διάρκεια της μεγάλης χρονικής περιόδου που εξετάζουμε. Τα μεγέθη αυτά είναι η μετοχή της Εθνικής Τράπεζας και η χρυσή λίρα Αγγλίας.

Η μετοχή της Εθνικής Τράπεζας είναι η μόνη που διαπραγματεύεται συνεχώς στο ελληνικό Χρηματιστήριο από την ίδρυσή του (1876) και την έναρξη των διαπραγματεύσεων (1880) έως και σήμερα. Παράλληλα, λόγω του ότι η συγκεκριμένη εταιρία είχε σταθερό αριθμό μετοχών, από την ίδρυσή της (1841) έως και την περίοδο της Κατοχής (καθ’ όλο αυτό το διάστημα, ο αριθμός των μετοχών της Εθνικής Τράπεζας παρέμενε σταθερός στις 20.000 μετοχές), μπορούμε να εξάγουμε συμπεράσματα για την εξέλιξη των τιμών στο σύνολο της χρηματιστηριακής αγοράς.

Η χρυσή λίρα Αγγλίας είναι επίσης μία σχετικά σταθερή αξία, υπό την έννοια ότι παραμένει το “ίδιο αντικείμενο” μέσα στο χρόνο, δεν αλλοιώνεται και θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι -σε μακροχρόνιο επίπεδο- η μεταβολή της τιμής της εκφράζει την επίδραση του πληθωρισμού στις οικονομικές αξίες.
Γενικά, η χρήση της τιμής της χρυσής λίρας Αγγλίας σε μελέτες που εξετάζουν μεγάλα χρονικά διαστήματα, σε οικονομίες με πληθωριστική παράδοση, θεωρείται ως αρκετά δόκιμη μέθοδος και βοηθά στη διατύπωση έγκυρων συμπερασμάτων.

Η ιστορικά υψηλότερη τιμή του Γενικού Δείκτη του Χρηματιστηρίου της Αθήνας σημειώθηκε στις 17/9/1999, στις 6.484,38 μονάδες. Από την τιμή εκείνη, έως και σήμερα, ο Γενικός Δείκτης έχει σημειώσει απώλειες της τάξης του 77,6%.
Όμως, για να μη χρησιμοποιούμε ακραίες τιμές, λαμβάνουμε υπ’ όψη μας την τιμή του Γενικού Δείκτη στις 30/12/1999, στις 5.535,09 μονάδες. Από την τιμή εκείνη έως και σήμερα, ο Γενικός Δείκτης σημειώνει απώλειες της τάξης του 73,80%.

Κατά το ίδιο διάστημα, η τιμή της χρυσής λίρας Αγγλίας, έχει αυξηθεί από τα € 61,30 στα € 264,16. Δηλαδή, έχει σημειώσει μία αύξηση της τάξης του 330,92%. (Σημείωση: Βεβαίως, θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι το ποσοστό αυτό αποτελεί και τον πληθωρισμό αυτής της περιόδου. Θα πρέπει να λάβουμε υπ’ όψη μας ότι, στη διαμόρφωση της τιμής της χρυσής λίρας, παίζει ρόλο η ισοτιμία ευρώ - δολαρίου, αλλά και η τιμή του χρυσού. Η αύξηση της τιμής της λίρας στο τελευταίο 18μηνο (περίποιυ 58%), οφείλεται σε άλλους λόγους, οι οποίοι δεν εξετάζονται στην παρούσα μελέτη. Όμως, διατηρούμε την άποψη ότι, σε πολύ μεγάλες χρονικές περιόδους, η εξέλιξη της τιμής της χρυσής λίρας, μας δίνει μία εικόνα του επιπέδου του πληθωρισμού.)

Με άλλα λόγια, η απόδοση του Χρηματιστηρίου της Αθήνας, σε “όρους” χρυσής λίρας κατά το διάστημα από το τέλος του 1999 έως και σήμερα είναι -92,08% (αυτό προκύπτει εάν την απώλεια της τιμής του Γενικού Δείκτη (-73,80%) πολλαπλασιάσουμε με την ανατίμηση της λίρας (+330,92%).

Η απώλεια αυτή, για διάστημα 11,5 ετών είναι ιδιαίτερα μεγάλη! Όμως, όπως θα δούμε παρακάτω, δεν είναι η μεγαλύτερη.


Η περίοδος 1973 - 1984:

Η περισσότερο ζημιογόνος περίοδος του ελληνικού Χρηματιστηρίου θεωρείται η περίοδος από το φθινόπωρο του 1973 έως το Φεβρουάριο του 1984.

Μετά από μία εξαιρετική άνοδο διάρκειας περίπου 7,5 ετών (από τις αρχές του 1967 έως τα μέσα του 1973), κατά τη διάρκεια της οποίας ο (τότε χρησιμοποιούμενος) Γενικός Δείκτης κέρδισε περίπου 1.540%, η πετρελαϊκή κρίση (φθινόπωρο 1973) υπήρξε η αφορμή για το παγκόσμιο “ξεφούσκωμα” των τιμών των μετοχών.

Η πτώση των οικονομιών που ακολούθησε (η οποία παράλληλα συνοδευόταν από υψηλότατο πληθωρισμό) προκάλεσε μία μακρά περίοδο πτώσης των χρηματιστηριακών δεικτών, η οποία στις περισσότερες αγορές ολοκληρώθηκε προς τα τέλη του 1982, ενώ στην Ελλάδα, ο “πυθμένας” στην πορεία του Γενικού Δείκτη υπήρξε στο πρώτο δεκαπενθήμερο του Φεβρουαρίου του 1984.
Στις 31/12/1973, ο Γενικός Δείκτης είχε τιμή 1.659,79. Στις 7 Φεβρουαρίου 1984, όταν σημείωσε τη χαμηλότερη τιμή της περιόδου, η τιμή του Γενικού Δείκτη είχε υποχωρήσει στις 700,66 μονάδες (-57,8%). Στα τέλη του 1984, η τιμή είχε αυξηθεί στις 760,28 μονάδες.

Τα συγκριτικά στατιστικά στοιχεία της περιόδου 1973 - 1984, εμφανίζονται στον παρακάτω πίνακα και αναλύονται παρακάτω:


Μεταξύ των ετών 1973 και 1984, η τιμή του Γενικού Δείκτη μειώθηκε κατά 54,2%. Οι απώλειες του Τραπεζικού Δείκτη έφθασαν στο -43,6% και του Εμποροβιομηχανικού Δείκτη στο -64,9%.

Η αξία των συναλλαγών για το σύνολο του έτους 1973 είχε φθάσει στα 7.162 εκατ. δραχμές. Κατά το 1984 (για το σύνολο του έτους) έφθασαν στα 1.314 εκατ. δραχμές.

Η χρηματιστηριακή αξία του συνόλου των εισηγμένων εταιριών στο τέλος του 1973 έφθανε στα 138.837 εκατ. δραχμές. Μετά από πάρα πολλές εισαγωγές νέων εταιριών (κατά το διάστημα 1973-1984 εισήχθησαν 44 νέες εταιρίες), στα τέλη του 1984 η συνολική χρηματιστηριακή αξία υποχώρησε στα 98.360 εκατομμύρια.
Η συνολική ονομαστική αξία (το άθροισμα των γινομένων του αριθμού των μετοχών επί την ονομαστική αξία κάθε μετοχής) στα τέλη του 1973 έφθανε στα 11.849 εκατομμύρια και η σχέση Χρηματιστηριακή Αξία / Ονομαστική Αξία έφθανε στο 11,72.
Στα τέλη του 1984, η συνολική ονομαστική αξία έφθασε στα 100.491 εκατομμύρια (πέρα από τις εισαγωγές, είχαν γίνει και πολλές αναπροσαρμογές παγίων, γεγονός που αύξησε την ονομαστική αξία των μετοχών) και η σχέση Χρηματιστηριακή Αξία / Ονομαστική Αξία υποχώρησε στο 0,98. Δηλαδή, η υποτίμηση ήταν τόσο μεγάλη, ώστε η μέση τιμή των εισηγμένων μετοχών, έφθασε να είναι χαμηλότερη της ονομαστικής αξίας!

Από τον ίδιο πίνακα, βλέπουμε ότι η σχέση Χρηματιστηριακή Αξία / Ονομαστική Αξία του κλάδου των Τραπεζών, το 1973 ήταν στο 20,34, ενώ είχε υποχωρήσει στο 1,16 στα τέλη του 1984.

Ο ίδιος πίνακας μας δείχνει επίσης ότι, η χρηματιστηριακή αξία της Εθνικής Τράπεζας, το 1973 ήταν στα 50,5 δισεκ. δραχμές (και αποτελούσε το 36,37% της χρηματιστηριακής αξίας του συνόλου της αγοράς) και στα τέλη του 1984 ήταν στα 24 δισεκ. δραχμές αποτελώντας το 24,4% της συνολικής χρηματιστηριακής αξίας της αγοράς. (Σημειώνουμε ότι για το σύνολο του 1973, οι συναλλαγές επί της μετοχής της ΕΤΕ έφθασαν στις 111.900 μετοχές, ενώ το 1984 έφθασαν στις 64.005 μετοχές (στο μεταξύ είχαν υπάρξει split της μετοχής)).

Η τιμή της χρυσής λίρας, από 889,31 δραχμές στο τέλος του 1973, έφθασε στις 9.711,94 δραχμές στα τέλη του 1984, δηλαδή αυξήθηκε κατά 992,1%.

Με βάση την τιμή της χρυσής λίρας και τις απώλειες που εμφανίζει ο παραπάνω πίνακας, οι απώλειες της περιόδου αυτής υπολογίζονται σε -95,39%!

Η περίοδος 1928 - 1932:

Όμως, πώς συγκρίνονται οι απώλειες των περιόδων 1999 - 2010 και 1973 - 1984, με τις απώλειες της περιόδου του παγκόσμιου οικονομικού και χρηματιστηριακού “κραχ” της περιόδου 1929 - 1932;

Σε παλαιότερο άρθρο μας (“1928 - 1933: Η πορεία του τραπεζικού κλάδου στο Χρηματιστήριο Αθηνών”) είχαμε αναφερθεί στην πορεία του τραπεζικού κλάδου και του (τότε) Γενικού Δείκτη του Χρηματιστηρίου Αθηνών.

Από τον πίνακα του άρθρου αυτού, διαπιστώνουμε ότι, από τα τέλη του 1928 έως τα τέλη του 1932, οι απώλειες του Γενικού Δείκτη φθάνουν στο -67,35%. Κατά το ίδιο διάστημα, η τιμή της χρυσής λίρας, από τις 375 δραχμές (31/12/1928) φθάνει στις 897 δραχμές (στις 31/12/1932), δηλαδή αυξήθηκε κατά 139,2%.
Με βάση το συνδυασμό των απωλειών του Γενικού Δείκτη και τα κέρδη της τιμής της χρυσής λίρας, τότε οι συνολικές απώλειες της αγοράς φθάνουν στο 77,27%.

Δυστυχώς, δεν είναι διαθέσιμες οι τιμές του (τότε) Γενικού Δείκτη έως το τέλος της δεκαετίας του 1930 (σταμάτησε να υπολογίζεται γύρω στα 1936).
Όμως, διαθέτουμε στα αρχεία μας, τις τιμές της μετοχής της Εθνικής Τράπεζας, η οποία καθ’ όλο αυτό το διάστημα διατηρεί σταθερό τον αριθμό των μετοχών της, στις 20.000 μετοχές.

Έτσι, στις 31/12/1928, βλέπουμε ότι η τιμή της μετοχής της ΕΤΕ ήταν 60.000 δραχμές. Στις 31/12/1932, η μετοχή είχε υποχωρήσει στις 41.200 δραχμές (παραδοσιακά η μετοχή της Εθνικής Τράπεζας είχε καλύτερη πορεία από το σύνολο της αγοράς). Στις 31/12/1939 (δηλαδή, 11 χρόνια μετά το 1928), η τιμή της μετοχής βρισκόταν στις 54.300 δραχμές, έχοντας σημειώσει απώλειες κατά 9,5% σε σχέση με την κορύφωση που είχε συμβεί περί τα τέλη του 1928 (προκύπτει, ότι μετά τον "πυθμένα" του 1932, οι τιμές των μετοχών αυξήθηκαν στο υπόλοιπο της δεκαετίας του 1930.
Η τιμή της χρυσής λίρας, στις 31/12/1939 είχε φθάσει στις 1087 δραχμές, έχοντας σημειώσει άνοδο κατά 189,9% σε σχέση με το τέλος του 1928.

Εάν χρησιμοποιήσουμε ως “δείκτη” την τιμή της μετοχής της Εθνικής Τράπεζας, τότε, με βάση και την εξέλιξη της τιμής της χρυσής λίρας, διαπιστώνουμε ότι, για την 11ετία 1928 - 1939, οι απώλειες της χρηματιστηριακής αγοράς έφθασαν περίπου στο -52,35%.

Ποιά είναι τα συμπεράσματα από την παραπάνω μελέτη; Είναι αρκετά και εκτιμώ ότι είναι χρήσιμα:

1) Η πτώση της χρηματιστηριακής αγοράς στα τελευταία 11,5 χρόνια είναι εντυπωσιακά μεγάλη. Όμως, εξακολουθεί να μην είναι η μεγαλύτερη στην ιστορία του Χρηματιστηρίου της Αθήνας. Βεβαίως, πλησιάζει τα όρια της πτώσης της περιόδου 1973-1984. Όμως, σε κάθε περίπτωση, το μεγάλο μέρος της πτώσης έχει ήδη εξαντληθεί. Με την ελπίδα ότι τελικά θα υπάρξει λύση και διέξοδος στο πρόβλημα του χρέους της Ελλάδας, υπάρχουν αρκετές πιθανότητες ότι η αγορά πλησιάζει ή βρίσκεται στα όρια του πτωτικού της κύκλου.

2) Ας μη μας παραξενεύει η πτώση των συναλλαγών. Αποτελεί ένα απόλυτα φυσιολογικό φαινόμενο, το οποίο παρατηρείται σε κάθε πτωτική φάση της αγοράς.

3) Η σχέση Χρηματιστηριακή Αξία / Ονομαστική Αξία για μεν τον τραπεζικό κλάδο ανέρχεται στο 1,40 και για το σύνολο της χρηματιστηριακής αγοράς στο 2,28. Οι σχέσεις αυτές δεν είναι ιστορικά χαμηλές (μάλιστα απέχουν αρκετά από το να χαρακτηρισθούν ως τέτοιες), αλλά εν τούτοις χαρακτηρίζονται ως χαμηλές, ιδίως δεν αυτές των τραπεζών.

4)
Εκτιμούμε ότι, αφ’ ενός μεν η αγορά απέχει αρκετά, κυρίως σε επίπεδο χρόνου, από το να βρεθεί στον “πυθμένα” της πτωτικής φάσης και αφ’ ετέρου, λόγω της γενικής μεταβολής της μακροχρόνιας ψυχολογίας των επενδυτών σε όλο το κόσμο, η αντίδραση που θα έχει (όταν κάποια στιγμή βρεθεί στον “πυθμένα” της φάσης), δε θα μπορούσε να είναι τόσο έντονη, όσο αυτή που ακολούθησε τον “πυθμένα” του 1984.