Το τραγικό δεν είναι η επιστροφή στη δραχμή, αλλά η εμμονή σε μια αποτυχία και ένα λάθος

09 Ιουλίου 2015, 19:54 | Άποψη (Γιάννης Σιάτρας)

Η δυσπιστία του Έλληνα στο κρατικό νόμισμα, είναι πιο παλιά και από το ίδιο το Ελληνικό κράτος. Οι αλλεπάλληλες νομισματικές υποτιμήσεις του νομίσματος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας μετά τα μέσα του 18ου αιώνα, έστρεφαν την προτίμηση των χριστιανών υπηκόων της -της ανερχόμενης κοινωνικής τάξης εκείνης της περιόδου- προς τα χρυσά και αργυρά νομίσματα άλλων κρατών που επίσης κυκλοφορούσαν νόμιμα μέσα στην αυτοκρατορία. Η νομισματική αναρχία διατηρήθηκε και στις πρώτες δεκαετίες του Ελληνικού κράτους. Το διμεταλλικό σύστημα (χρυσά και αργυρά νομίσματα) διαταράχθηκε από το καθεστώς της αναγκαστικής κυκλοφορίας χαρτονομισμάτων (πρώτη φορά στο 1868). Αυτά, εκδίδονταν από την Εθνική Τράπεζα, όμως το “κάλυμμά” τους σε πολύτιμο μέταλλο δεν επαρκούσε για την ποσότητα των χαρτονομισμάτων που κυκλοφορούσε. Το κοινό απεχθάνονταν το χαρτονόμισμα και προσπαθούσε να το διώξει από τα χέρια του, μέσω των συναλλαγών και της πληρωμής υποχρεώσεων. Παράλληλα, αποθησαύριζε όσα αργυρά ελληνικά νομίσματα κυκλοφορούσαν όπως επίσης και τα αργυρά και χρυσά νομίσματα των άλλων κρατών της Λατινικής νομισματικής ένωσης.

Μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, άρχισε να μπαίνει στη ζωή των Ελλήνων η χρυσή λίρα Αγγλίας. Οι τεράστιες ποσότητες τις οποίες έφεραν στην Ελλάδα οι Βρετανοί για να χρηματοδοτήσουν την ελληνική αντίσταση κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, έδωσαν ένα -επαρκές σε ποσότητα- σταθερό μέσο συναλλαγών κατά τη διάρκεια της κατοχής, αλλά και ένα μέσο αποθησαυρισμού. Η χρυσοφιλία διατηρήθηκε και μετά τον πόλεμο, λόγω της νομισματικής αστάθειας της περιόδου 1944-1952. Διατηρήθηκε, σε φθίνοντα βαθμό και μετά τη νομισματική μεταρρύθμιση του Μαρκεζίνη (1953) που κατέστησε τη δραχμή ως αρκετά αξιόπιστο νόμισμα. Η χρυσή λίρα ήταν το κύριο μέσο αποθησαυρισμού, αλλά και “μεγάλων” συναλλαγών (κυρίως σε ακίνητα) έως και τα τέλη της δεκαετίας του 1960, ενώ κατά το ίδιο διάστημα άρχισε να αναπτύσσεται και η προτίμηση προς το αμερικανικό δολάριο. Και τα δύο, αποτέλεσαν το “καταφύγιο” διασφάλισης της ρευστότητας κατά τις κρίσεις, στις δεκαετίες που ακολούθησαν.

 

Το ευρώ έτυχε μίας λαμπρής υποδοχής και ευρύτατης αποδοχής από τον ελληνικό λαό. Αυτό συνέβη ακριβώς επειδή έδινε -επιτέλους- ένα “σκληρό” νόμισμα, σε έναν λαό που ποτέ δεν αγάπησε και δεν εμπιστεύτηκε το δικό του. Γι' αυτό και το ευρώ έγινε από την αρχή -και παραμένει- ένα ισχυρότατο πολιτικό σύνθημα και ένα κοινωνικό ταμπού. Και ως τέτοιο, συχνά απομακρύνθηκε από την οικονομική λογική και παρασύρθηκε μέσα από τον κοινωνικό παραλογισμό.

 

Γιατί όμως οι Έλληνες, παραδοσιακά, δείχνουν αυτή τη δυσπιστία στο νόμισμά τους και σταθερά αναπτύσσουν σχέσεις “μανίας” με άλλα νομίσματα;

Η απάντηση είναι απλή. Οι Έλληνες παραδοσιακά δεν εμπιστεύονται την οικονομία τους. Και αυτό συνδυάζεται με τη δυσπιστία που δείχνουν στο πολιτικό τους σύστημα. Και τελικά, στο ίδιο τους το Κράτος. Και βέβαια, αποδεικνύεται ότι δεν έχουν άδικο. Όμως, η λύση που τελικά επιλέγουν (σχέσεις “πάθους” με άλλα νομίσματα) καταλήγουν να δημιουργούν έναν φαύλο κύκλο ο οποίος έχει ως αποτέλεσμα τη σοβαρή επιδείνωση των συνθηκών της οικονομίας και τελικά και του ιδίου του εθνικού νομίσματος.
 

Δεν αποτελεί μυστικό το ότι η Ελλάδα εισήλθε στην Ευρωζώνη χωρίς να είναι έτοιμη. Το “θαύμα” του Σημίτη, αποδείχθηκε ότι ήταν αποτέλεσμα οικονομικών τεχνασμάτων και ταχυδακτυλουργιών, ενώ χρειάστηκε και μεγάλη ανοχή από τους εταίρους, οι οποίοι και σαφώς επιθυμούσαν έναν όσο το δυνατό μεγαλύτερο αριθμό κρατών στο ξεκίνημα του εγχειρήματος του κοινού νομίσματος. Τελικά, η απόφαση για την είσοδο της Ελλάδας στο ευρώ, ήταν μία πολιτική απόφαση, συνοδευόμενη και από εξαιρετικά μεγάλες δόσεις υποκρισίας και στρουθοκαμηλισμού.

Ήδη αρκετά χρόνια πριν από την είσοδό της, όταν άρχισε να ακολουθείται η πολιτική της “σκληρής δραχμής” (μειωμένη ή καθόλου διολίσθηση σε σχέση με τα άλλα νομίσματα), τα προβλήματα της μείωσης της ανταγωνιστικότητας είχαν αρχίσει. Και μαζί της άρχισε και η αποβιομηχάνιση του τόπου. Υπάρχουν δεκάδες στατιστικοί δείκτες που το αποδεικνύουν. Περισσότερο όμως το αποδεικνύει η εμπειρία των ίδιων των πολιτών και των απολυμένων από τις επιχειρήσεις που έκλειναν ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1990. Όμως, οι κραυγές αγωνίας των ανθρώπων αυτών καλύπτονταν από τους ιαχές θριάμβου που -επιτέλους- η Ελλάδα θα αποκτούσε “σκληρό νόμισμα”.

Στα χρόνια που ακολούθησαν την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, η κατάρρευση της ελληνικής οικονομίας συνεχίστηκε. Όμως, αυτό δε φάνηκε άμεσα στην κοινωνία, αφού τα ίδια χρόνια γιγαντώθηκε ο δανεισμός του δημοσίου και των ιδιωτών. Το ελληνικό ΑΕΠ αυξάνονταν, όχι μέσω της αυτόνομης παραγωγικής διαδικασίας, αλλά κυρίως μέσω της ανάπτυξης μέσω του δανεισμού. Παράλληλα, ένα μεγάλο μέρος της ανάπτυξης βασίστηκε στο δανεισμό.

Από την άλλη πλευρά, όλα τα χρόνια από την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, δεν έγινε κάτι προς την κατεύθυνση του εκσυγχρονισμού του Κράτους, της οικονομίας και του ασφαλιστικού συστήματος, έτσι ώστε να μπορέσει η χώρα να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητά της, η οποία κατέρρεε καθημερινά μέσα από τη χρήση ενός πολύ “σκληρού” νομίσματος. Ούτε βεβαίως και προς την κατεύθυνση της πάταξης της φοροδιαφυγής και της διαφθοράς, όπου αντίθετα, λόγω του εύκολου δανεικού χρήματος, η παραβατικότητα αυξήθηκε δραματικά.

Η συνέχεια είναι γνωστή και τις επιπτώσεις των όσων έγιναν τις ζούμε καθημερινά με τόσο σκληρό και τραγικό τρόπο. Στο μεταξύ, επί 5,5 χρόνια τώρα, υπό την απειλή της χρεοκοπίας, το ερώτημα “ευρώ ή δραχμή” επανέρχεται καθημερινά στο προσκήνιο. Και στο διάστημα αυτό, με ακόμη πιο μεγάλη ένταση.

 

Στο παρόν άρθρο δεν είναι βεβαίως δυνατό να δώσουμε μία πλήρως τεκμηριωμένη απάντηση, αφού το ζήτημα αυτό είναι σύνθετο. Απλά θέλουμε να συμβάλουμε στο διάλογο, θέτοντας μερικά απλά ερωτήματα.

Το βασικό ερώτημα έχει να κάνει με το εάν είναι ποτέ δυνατό, η Ελλάδα να έχει το ίδιο νόμισμα με τη Γερμανία; Σημειώνουμε πως η Γερμανία είναι η χώρα με το μεγαλύτερο εμπορικό πλεόνασμα στον κόσμο (το 2014 έφθασε στα 220 δισεκατομμύρια ευρώ, ή περίπου στο 8% του γερμανικού ΑΕΠ).

Για δεκάδες ιστορικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς λόγους, η Γερμανία είναι μία εξαιρετικά ανταγωνιστική οικονομία. Για άλλους, επίσης ιστορικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς λόγους, η Ελλάδα -αλλά και σχεδόν όλα τα νότια μεσογειακά κράτη της ΕΕ- έχουν οικονομίες χαμηλής ανταγωνιστικότητας. Μπορούν αυτά τα κράτη να ανταγωνίζονται στο διεθνές εμπόριο με τους ίδιους όρους; Σαφώς όχι.

Κατά το 2014, έτος που υποτίθεται η οικονομική επίδοση της Ελλάδας ήταν καλή, το εμπορικό έλλειμμα της χώρας έφθασε στα 20 δισεκατομμύρια ευρώ (βελτιωμένο από τα 44 δισεκατομμύρια του 2009). Όμως και αυτό είναι ένα κολοσσιαίο ποσό. Αν θέλουμε να καταλάβουμε παραστατικά το μέγεθος του ποσού αυτού, απαιτούνται 10 φορτηγά 4 αξόνων, με κολλαριστά χαρτονομίσματα των 100 ευρώ για να μεταφερθούν. Δηλαδή, κατά το 2014, έφυγαν από την Ελλάδα, 10 φορτηγά με κατοστάρικα και κατευθύνθηκαν προς τη Γερμανία, την Αυστρία, την Ολλανδία, την Τουρκία, την Κίνα και σε κάθε γωνιά της γης! Τα χρήματα αυτά, τα αφαιρούμε από τον πλούτο της χώρας και των κατοίκων της. Δε μπορούμε να τα τυπώσουμε. Και τώρα, ούτε και να τα δανειστούμε, όπως χωρίς σύνεση κάναμε στο παρελθόν. Φέτος, θα φύγουν άλλα 10 φορτηγά. Το ίδιο και το 2016. Ενώ, δεκάδες φορτηγά έφευγαν από τη χώρα μας κάθε χρόνο επί πολλά χρόνια.

Σήμερα αναφέρθηκε ότι το “πακέτο” των μέτρων που θα προτείνει η Κυβέρνηση στους δανειστές θα φθάσει στα 12 δισ. ευρώ! 12 δισ. ευρώ είναι το 6,7% του ΑΕΠ. Αντιλαμβανόμαστε για τί πράγμα μιλάμε; 12 δισ. θα φύγουν από την αγορά για να πάνε στο αδηφάγο Κράτος και στο μαύρο πηγάδι και άπατο του χρέους. Αυτό από μόνο του θα ρίξει το ΑΕΠ κατά τουλάχιστον 2% (πάνω από 1% για το εξάμηνο που απομένει). Βάλτε και τη ζημιά που έχει γίνει μέχρι σήμερα και υπολογίστε μία ύφεση για φέτος που θα ξεπεράσει το 3,0%. Δηλαδή, το ΑΕΠ στο τέλος του 2015 θα φθάσει στα 173,4 δισ. ευρώ. Σημειώνουμε ότι, στο τέλος του 2008 βρίσκονταν στα 238 δισ. ευρώ. Δηλαδή, θα πρόκειται για την 7η συνεχή χρονιά ύφεση (η ύφεση ξεκίνησε στο γ' τρίμηνο του 2008) και οι απώλειες μόνο για το έτος 2015 θα έχουν φθάσει στα 64,6 δισ. ευρώ.

Και όλα αυτά γιατί; Για να επιμένουμε να έχουμε ένα νόμισμα το οποίο μας προκαλεί βλάβη αλλά μας δίνει ...πρεστίζ; Για να μη γίνουμε Σουδάν (όπως αρέσκονται να ισχυρίζονται κάποιοι που παίζουν το παιχνίδι των εντυπώσεων και των παραπλανήσεων;).

Σήμερα ρώτησα μια γειτόνισσα στην πολυκατοικία που μένω, γιατί θέλει να παραμείνει η χώρα στο ευρώ. “Μα Γιάννη μου”, μου απαντά, “εδώ στην Ελλάδα δεν παράγουμε τίποτα πια. Πώς θα πάμε πίσω στη δραχμή; Καλά είμαστε με το ευρώ!”

Καταλαβαίνουμε το πώς οι απλοί πολίτες αντιλαμβάνονται τα πράγματα; Το πολιτικό σύστημα, αισχροκερδεί πάνω στην πλάνη του λαού. Και επιμένει στην παραπλάνησή του, απλά για να εκμεταλλευθεί μία καταστροφική ιδεοληψία του.

- Μπήκαμε με πλάνη και με ψεύτικα στοιχεία.
- Δε φροντίσαμε να κάνουμε καμία αλλαγή στον τρόπο λειτουργίας του κράτους και στη νοοτροπία της κοινωνίας.
- Δανειστήκαμε αμέριμνα και σπαταλήσαμε εγκληματικά.
- Καταστρέψαμε την οικονομία και την κοινωνία με τα μνημόνια και τις πλάνες προσπάθειες.
- Ετοιμαζόμαστε να κάνουμε ακόμη ένα μεγάλο λάθος.
- Όλοι γνωρίζουμε ότι δεν υπάρχει προοπτική στην οικονομία.

Τί άλλο θέλουμε για να καταλάβουμε ότι απλά, ως κράτος και ως κοινωνία, δεν είμασταν ποτέ έτοιμοι και ότι μπορούμε να ζούμε με νόμισμα το ευρώ; Πόσο θα καταστρεφόμαστε για μία μάταιη ιδεοληψία;

Θα ήταν πολύ ωραίο να μπορούσαμε να παραμείνουμε στο ευρώ. Όμως αυτό προϋποθέτει μία ανταγωνιστική παραγωγική μηχανή. Ένα σύγχρονο κράτος παραγωγής φθηνών υπηρεσιών με υψηλή ανταποδοτικότητα για τους φόρους που εισπράττει. Και -κυρίως- μία κοινωνία σύγχρονη, χωρίς το πάθος της διαφθοράς, αλληλέγγυα (στην πράξη και όχι στα λόγια) και συνεκτική. Όλα αυτά, μεταφράζονται σε ένα έντιμο και σύγχρονο πολιτικό σύστημα που υπάρχει και εργάζεται για το λαό και για την κοινωνία και όχι για την πάρτη του.

Από την άλλη πλευρά, θα ήταν πολύ ωραίο αν το ευρώ είχε μία καλύτερη αρχιτεκτονική. Αν όταν το δημιουργούσαν, προέβλεπαν και μέτρα που θα θεράπευαν τις ανωμαλίες και ανισορροπίες που γνώριζαν ότι θα προκαλούσε στις οικονομίες που θα το χρησιμοποιούσαν. Και προέβλεπαν διαδικασίες κοινής οικονομικής πολιτικής, διαδικασίες ελέγχου και τρόπους μεταφοράς πόρων από τα κράτη που ευνοούνται από τη λειτουργία του κοινού νομίσματος, προς τα κράτη που χάνουν.

Υπάρχει ζωή έξω από το ευρώ. Και βέβαια υπάρχει! Και μάλιστα πολύ -μα πολύ- πιο καλή από τη ζωή που ζούμε εμείς 6 χρόνια τώρα προσπαθώντας να παραμείνουμε στο ευρώ. Υπάρχει ζωή στη Δανία, στη Σουηδία, στη Βουλγαρία, στην Αγγλία, στην Ουγγαρία και σε άλλα κράτη που είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά διατηρούν τη δική τους αυτονομία νομισματικής και οικονομικής πολιτικής και μπορούν να κάνουν στοχευμένες παρεμβάσεις στους τομείς της οικονομίας που θέλουν να προωθήσουν. Ζωή χωρίς πληθωρισμό, χωρίς ελλείψεις σε καύσιμα, σε φάρμακα ή σε ...χαρτιά υγείας! Ζωή αξιοπρεπής. (Δείτε σχετικό άρθρο με τίτλο: Υπάρχει ζωή έξω από το ευρώ;)

Λένε, όσοι υποστηρίζουν το ευρώ, "μα, με τον πληθωρισμό θα μειώνονται οι μισθοί και οι συντάξεις". Σωστό το ερώτημα, αλλά πολύ απλοϊκό. Επειδή, σε μία μετάβαση το εθνικό νόμισμα, ο πληθωρισμός θα είναι ένα πολύ πρόσκαιρο φαινόμενο. Ο πληθωρισμός "πεθαίνει" παντού, λόγω του παγκόσμιου ανταγωνισμού. Στα βαλκάνια δεν υπάρχει πληθωρισμός. Ούτε στη Σερβία που βγήκε κατεστραμένη από τον πόλεμο. Ας σκεφθούμε ότι, κάτι δεν έχει να κάνει με το όνομα του νομίσματος. Έχει να κάνει με το μέγεθος της πίτας! Αν η πίτα είναι μικρή (και τώρα μικραίνει δραματικά, χωρίς ελπίδα να μεγαλώσει σύντομα), οι συντάξεις θα παραμένουν σε ευρώ, αλλά θα μειώνονται σε ύψος.

Βασικό αξίωμα της νομισματικής πολιτικής είναι ότι: ““Η νομισματική σταθερότητα μιας χώρας, δεν εξαρτάται από την ονομασία του νομίσματος. Εξαρτάται αποκλειστικά από την ποιότητα των θεσμών του Κράτους και της κοινωνίας, την ποιότητα του πολιτικού συστήματος και τις πράξεις των προσώπων που είναι υπεύθυνα για την άσκηση της οικονομικής και της νομισματικής πολιτικής της χώρας”. Αυτό δε θα πρέπει να το ξεχνάμε ποτέ.

 

Συμπερασματικά, η Ελλάδα -δυστυχώς- απέτυχε να είναι μέλος της ζώνης του ευρώ. Θα πρέπει να παραδεχτεί αυτή την αποτυχία της. Είναι εγκληματικό να εμμένουμε στο λάθος που όλοι βλέπουμε, αλλά φοβούμαστε να μιλήσουμε γι' αυτό επειδή αυτό πάει “κόντρα στο ρεύμα” ή έχει πολιτικό κόστος! Και το πολιτικό σύστημα αντί να παραπλανά και να φανατίζει τον κόσμο, θα πρέπει -με ειλικρίνεια επιτέλους- να εξηγήσει στο λαό τους λόγους αυτής της αποτυχίας. Και θα πρέπει να τεθεί ένας εθνικός στόχος: Να μάθουμε από την τραγική και εγκληματική αποτυχία. Να προσπαθήσουμε σκληρά να αναδιαρθώσουμε την οικονομία και το κράτος μας, ώστε να μπορούμε σε λίγα χρόνια -αν στο μεταξύ εξακολουθεί να υφίσταται η νομισματική ένωση- να ξαναμπούμε. Παράλληλα, θα πρέπει να γίνει μία τεράστια προσπάθεια για να αλλάξει η νοοτροπία της κοινωνίας. Και η εκπαίδευση θα παίξει τον κύριο ρόλο στην προσπάθεια αυτή. Όμως, θα πρέπει να το θέλει και το πολιτικό σύστημα. Θα πρέπει -επιτέλους- να μην υποθάλπεται η παραπλάνηση και άγνοια της κοινωνίας για τόσο σημαντικά ζητήματα.

Εφ' όσον η Κυβέρνηση σκεφτεί ώριμα και ρεαλιστικά και αποφασίσει να θέσει θέμα αποχώρησης της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, αυτό το οποίο προέχει είναι η οποιαδήποτε κίνηση να γίνει με ηρεμία, με συναίνεση, με καλό σχεδιασμό, με τη βοήθεια των εταίρων (που σημαίνει χρηματοδότηση των αλλαγών που θα χρειασθούν και βεβαίως και του τραπεζικού συστήματος) και με ένα ικανό διάστημα προσαρμογής στη νέα κατάσταση. Εάν επιχειρηθεί μία επεισοδιακή ρήξη, με βιαστικές και εκβιαστικές κινήσεις, θα επιφέρει την πλήρη καταστροφή. Εάν επιχειρηθεί ένας φιλικός διαχωρισμός και “διακανονισμός” μέσα στο πλαίσιο της εταιρικής αλληλεγγύης, τότε μία κίνηση επιστροφής σε ένα πιο ρεαλιστικό και ανεκτό νομισματικό περιβάλλον, μπορεί να γίνει το εφαλτήριο μίας πραγματικά εντυπωσιακής οικονομικής πορείας για τη χώρα.

 

Γιάννης Σιάτρας