Ονομαστική, λογιστική και εσωτερική αξία: Τί είναι το καθένα;

31 Μαρτίου 2019, 20:25 | Χ&Α - 205

Στη χρηματοοικονομική, υπάρχουν τριών ειδών “αξίες” για κάθε μετοχή. Η πρώτη, η ονομαστική (face value ή nominal value), είναι η πιο απλή, η οποία μας δίνει περιορισμένες -ή και καθόλου- πληροφορίες. Ονομαστική αξία είναι η τιμή κάθε μετοχής κατά τον αρχικό σχηματισμό της εταιρίας. Όσο πιο παλιά είναι η εταιρία -και μάλιστα σε μία χώρα με υψηλό περιορισμό στο παρελθόν- τόσο λιγότερες είναι οι πληροφορίες που μας δίνει η ονομαστική τιμή για την πραγματική αξία της μετοχής. Βέβαια, η ονομαστική τιμή, από καιρού σε καιρό αναπροσαρμόζεται. Όμως, όσο και εάν αναπροσαρμοστεί, πάντα θα δείχνει μία “ιστορική” τιμή (και αξία) για τη μετοχή, κάτι που περιορίζει τη χρησιμότητά της. Όταν, σε αρκετές περιπτώσεις -και το κάνουμε συχνά στο “Χ&Α” αναφερόμαστε σε σύγκριση μεταξύ της ονομαστικής (ιστορικής) τιμής μίας μετοχής και της τρέχουσας τιμής στο Χρηματιστήριο, το κάνουμε -ιδίως σε πτωτικές φάσεις- για να δώσουμε έμφαση στο μέγεθος της υποτίμησης των χρηματιστηριακών τιμών και μίας αγοράς ευρύτερα.

Η δεύτερη, είναι η “λογιστική” αξία μίας μετοχής (internal value). Αυτή υπολογίζεται όταν διαιρέσουμε το ποσό των ιδίων κεφαλαίων (όπου περιλαμβάνονται και τυχόν αποθεματικά και μη διανεμηθέντα κέρδη) δια του αριθμού των μετοχών. Σημειώνουμε ότι χρησιμοποιούμε πάντα τα ίδια κεφάλαια της μητρικής εταιρίας, αφού στις ενοποιημένες οικονομικές καταστάσεις, δε γνωρίζουμε πάντα τη μέθοδο ενοποίησης. Η χρήση της λογιστικής αξίας μίας μετοχής είναι συχνή και είναι και σημαντική. Η λογιστική αξία μίας μετοχής είναι περισσότερο “επικαιροποιημένη” σε σχέση με τον ονομαστική τιμή (ή αξία). Για το λόγο αυτό έχει σημασία να συγκρίνουμε την τρέχουσα τιμή με τη λογιστική.

 

Τέλος, τρίτη είναι η “εσωτερική αξία” (*) της μετοχής (intrinsic value). Στην εσωτερική αξία συμπεριλαμβάνονται και οι υπεραξίες (ή και οι υποαξίες) των παγίων στοιχείων του ενεργητικού της εταιρίας ή ακόμη και τα άυλα περιουσιακά της στοιχεία. Απ’ αυτό συνεπάγεται ότι ο υπολογισμός της “εσωτερικής αξίας” είναι δύσκολος και υποκειμενικός και γι’ αυτό η -με αυτή την έννοια- “εσωτερική αξία” δε μπορεί να έχει ευρεία χρήση.

 

Συχνά, η έννοια της λογιστικής αξίας, συγχέεται με την έννοια της εσωτερικής αξίας. Αυτό συμβαίνει τόσο στην Ελλάδα, όσο και σε άλλες χώρες. Στις περισσότερες περιπτώσεις όταν γίνεται αναφορά στην “εσωτερική αξία” στην ουσία εννοείται η “λογιστική αξία” μίας μετοχής. Επειδή και στο περιοδικό ΧΡΗΜΑ & ΑΓΟΡΑ θέλουμε να ακολουθούμε την ορολογία που συνήθως χρησιμοποιείται, όταν αναφερόμαστε στην “εσωτερική αξία” μίας μετοχής, θα εννοούμε τη “λογιστική αξία”. Όταν θέλουμε να αναφερθούμε στην (κανονική) εσωτερική αξία, θα το διευκρινίζουμε, χρησιμοποιώντας παράλληλα και την αγγλική λέξη “intrinsic”.

 

Για να κατανοήσουμε τη διαφορά μεταξύ της λογιστικής και της εσωτερικής (intrinsic) αξίας μίας μετοχής εταιρίας ας υποθέσουμε ότι μία ΑΕΕΑΠ έχει στην κυριότητά της ένα ακίνητο, κοντά στο οποίο θα δημιουργηθεί ένας σταθμός του μετρό. Στα λογιστικά της βιβλία, η αξία του ακινήτου έστω ότι είναι € 1,0 εκατομμύριο. Τότε, στη λογιστική αξία της μετοχής, το ακίνητο αυτό θα αποτιμάται προς € 1,0 εκατομμύριο. Όμως, όλοι στην αγορά γνωρίζουν ότι, η αξία του ακινήτου ανεβαίνει και ότι αν κάποιος θέλει να αγοράσει ένα παρόμοιο, θα πρέπει να πληρώσει € 2,0 εκατομμύρια. Στην “εσωτερική - intrinsic- αξία”

της μετοχής, το ακίνητο θα πρέπει να υπολογίζεται προς € 2,0 εκατομμύρια.

 

Σημειώνουμε τέλος ότι οι διαφορές αυτές τελικά αποτιμώνται στα βιβλία της εταιρίας, των τακτικών εκτιμήσεων από ορκωτούς εκτιμητές και καταχωρούνται οι υπεραξίες ή οι υποαξίες. Όμως, πώς τελικά γίνονται οι αγοραπωλησίες; Με την υποσημείωση αυτή θέλουμε να καταγράψουμε και ορισμένες πηγές “αταξιών” που μπορούν να υπάρξουν στη διαχείριση των εταιριών αυτών, όπως άλλωστε υπάρχουν σε κάθε εταιρία. Και τελικά, είναι θέμα λειτουργίας των θεσμών και των ανθρώπων, το κατά πόσο οι “εταιρικοί μηχανισμοί” λειτουργούν ορθά.