Αρχική | Χρηματιστήριο | Χρηματιστήριο Αθηνών | Χρηματιστήριο: Γιατί το ράλι των ελληνικών ομολόγων θα συνεχιστεί

Χρηματιστήριο: Γιατί το ράλι των ελληνικών ομολόγων θα συνεχιστεί

Μέγεθος γραμμάτων: Decrease font Enlarge font
Χρηματιστήριο: Γιατί το ράλι των ελληνικών ομολόγων θα συνεχιστεί

Της Ελευθερίας Κούρταλη

Με ισχυρούς συμμάχους το ευνοϊκό διεθνές κλίμα, το οποίο έχει "εξασφαλίσει" η νομισματική πολιτική των κεντρικών τραπεζών και ειδικά της ΕΚΤ, καθώς και τους θετικούς εγχώριους καταλύτες που ενισχύουν όλο και περισσότερο τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, τα ελληνικά κρατικά ομόλογα "γράφουν ιστορία", κατακτώντας ολοένα και σημαντικότερα ορόσημα.

Μετά το θετικό σήμα της Fitch, που έφερε τη βαθμολογία της Ελλάδας μόλις δύο σκαλοπάτια χαμηλότερα από το investment grade, και την επιτυχημένη έξοδο της Ελλάδας στις αγορές με το 15ετές ομόλογο, ακολούθησαν οι δηλώσεις της Κριστίν Λαγκάρντ, η οποία εμφανίστηκε αισιόδοξη ότι η Ελλάδα θα μπει στο QE. Αποτέλεσμα; Ένα διαρκές ράλι, που δείχνει πως οι επενδυτές θέλουν να προλάβουν την περαιτέρω βελτίωση που θα σημειώσουν οι ελληνικοί τίτλοι, εν όψει και της επιβίβασης στο τρένο της "ποσοτικής χαλάρωσης".

Κυνήγι αποδόσεων

Οι αναλυτές εμφανίζονται εντυπωσιασμένοι και αισιόδοξοι και μιλούν για συνέχιση της πολύ καλής πορείας των κρατικών τίτλων, υπογραμμίζοντας πως το κυνήγι των ελληνικών αποδόσεων δεν αναμένεται σύντομα να λάβει τέλος.

Η "βουτιά" στο κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου, η οποία φτάνει το 62% από τις εκλογές του Ιουλίου του 2019, με αποτέλεσμα η απόδοση του 10ετούς να βυθίζεται την περασμένη εβδομάδα ακόμα και κάτω του 0,9%, αποδεικνύει πως η Ελλάδα αποτελεί για τα funds μια επένδυση χωρίς ρίσκο και ένα "ασφαλές καταφύγιο" και, έτσι, βαθμολογείται από τις αγορές πολύ υψηλότερα από τις αξιολογήσεις των διεθνών οίκων.

Παράλληλα, η αποκλιμάκωση αυτή ανοίγει τον δρόμο των αγορών για τις εγχώριες επιχειρήσεις με πολύ χαμηλότερα επιτόκια, ενισχύει τις διαπραγματεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης με τους πιστωτές για τις διεκδικήσεις των χαμηλότερων πλεονασμάτων και της χρήσης των κερδών των SMPs/ANFAs για επενδύσεις, οδηγεί τους διεθνείς οίκους σε αναβαθμίσεις των εκτιμήσεων για την ανάπτυξη της οικονομίας και στρώνει το έδαφος για νέες εξόδους στις αγορές από τον ΟΔΔΗΧ.

"Νικούν" τις εκτιμήσεις

Τα ελληνικά ομόλογα, τα οποία το 2019 αποτέλεσαν τα "αστέρια" των αποδόσεων διεθνώς, έχουν μπει έντονα στο ραντάρ των ξένων οίκων, οι οποίοι τα έχουν τοποθετήσει στην κορυφή των στρατηγικών τους για το 2020. Ωστόσο, οι επιδόσεις τους την τελευταία εβδομάδα αιφνιδίασαν πολλούς και, όπως δείχνουν τα πράγματα, οι ελληνικοί κρατικοί τίτλοι αναμένεται να επιβεβαιώσουν ακόμα και τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις.

Υπενθυμίζεται πως η Capital Economics έχει προβλέψει πως φέτος η απόδοση του ελληνικού 10ετούς θα κινηθεί στο 1%, ενώ η Citigroup –η οποία διατηρεί τη σύσταση "αγοράς" για τα ελληνικά 10ετή έναντι των γερμανικών– είχε εκτιμήσει πως η απόδοση του ελληνικού 10ετούς θα κινηθεί στο 1,30% στα α' τρίμηνο του 2020, στη συνέχεια θα υποχωρήσει στο 1,10% στο β' τρίμηνο, στο γ' τρίμηνο θα βρεθεί στο 0,90%, ενώ θα κλείσει το δ' τρίμηνο στο 0,70%. Πριν από μερικές ημέρες η Danske Bank "αναγκάστηκε" να αλλάξει τις προβλέψεις της και πλέον προβλέπει πως η απόδοση του ελληνικού 10ετούς θα υποχωρήσει στο 0,75% φέτος.

Η HSBC σημείωσε πως, παρά το μεγάλο ράλι του 2019, τα ελληνικά ομόλογα συνεχίζουν να προσφέρουν αξία στους επενδυτές, ειδικά στις διάρκειες 7-10 ετών, και σύστησε αγορά του 7ετούς ομολόγου που εκδόθηκε τον Ιούλιο του 2019. Όπως επεσήμανε, η διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων κοντά στο 4% και η ικανότητα της χώρας να μπορεί να χρηματοδοτείται από τις αγορές σε βιώσιμα επίπεδα προσφέρουν ασφάλεια στους επενδυτές, όπως φάνηκε και στη ζήτηση της πρόσφατης έκδοσης του 15ετούς. Συγκρίνοντας τα ελληνικά με τα ιταλικά ομόλογα, τόνισε πως η Ελλάδα έχει ακόμη αξιολόγηση κάτω από την "επενδυτική βαθμίδα" και η τάση των αξιολογήσεών της από τους οίκους είναι ανοδική, αντίθετα με την περίπτωση της Ιταλίας. Επίσης, ο πολιτικός κίνδυνος παραμένει σημαντικός για την πορεία των ιταλικών ομολόγων, σε αντίθεση με την Ελλάδα, όπου η νέα κυβέρνηση ακολουθεί μια φιλική προς τις αγορές ατζέντα, ενώ η χώρα έχει ιστορικό πρωτογενών πλεονασμάτων. Πάντως, όπως υπογραμμίζει, η ρευστότητα της αγοράς είναι ένα μέτωπο στο οποίο η Ελλάδα δεν μπορεί να ανταγωνιστεί την Ιταλία, αν και, όπως παρατηρεί, έχει σημειωθεί αρκετή βελτίωση.

Οι θετικοί καταλύτες

Τα "καύσιμα" που δίνουν ώθηση στα ελληνικά ομόλογα δεν αναμένεται να... τελειώσουν σύντομα, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των αναλυτών. Το ευνοϊκό περιβάλλον που δημιουργεί η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ αναμένεται να διατηρηθεί τουλάχιστον για ενάμισι ή δύο χρόνια ακόμα. Οι αγορές δεν αποτιμούν πλέον αυξήσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ το επόμενο έτος, λόγω των οικονομικών επιπτώσεων του κοροναϊού, όπως σημειώνουν οι αναλυτές. "Η σημαντική επιδείνωση του διεθνούς περιβάλλοντος δεν βρίσκεται στον ορίζοντα και για τουλάχιστον δύο χρόνια η Ελλάδα θα συνεχίσει να απολαμβάνει τις θετικές διαθέσεις της αγοράς", εκτιμά η Ραφαέλα Τενκόνι, ιδρύτρια της Αda Economics.

Έτσι, όπως σημειώνει και η Nordea, όσο η Ελλάδα έχει ένα ισχυρό πρωτογενές πλεόνασμα και αξιοπρεπή ρυθμό ανάπτυξης για τη διατήρηση της βιωσιμότητας του χρέους, οι επενδυτές θα συνεχίσουν να αγοράζουν ελληνικά ομόλογα. Η επιστροφή στην "επενδυτική βαθμίδα" θα βάλει την Ελλάδα στο ραντάρ μιας νέας ομάδας funds, καλής ποιότητας και μακροπρόθεσμου ορίζοντα, κάτι το οποίο θα "τροφοδοτήσει" τη βελτίωση της δημοσιονομικής δυναμικής, των τραπεζών και της ανάπτυξης. "Η Ελλάδα έχει κάνει πολύ καλή δουλειά στη διαχείριση χρέους και η προσδοκία είναι ότι αυτή η τάση θα συνεχιστεί", σημειώνει χαρακτηριστικά ο Σεμπάστιεν Γκάλι, ανώτερος μακροοικονομικός αναλυτής της Nordea Asset Management. "Η Ελλάδα έχει γίνει το τελευταίο διάστημα η αγαπημένη των επενδυτών", τονίζει.

Κατά την Danske Bank, η οποία συνεχίζει να τηρεί θετική στάση για τα ελληνικά ομόλογα, υπάρχουν πέντε σημαντικοί καταλύτες γύρω από την Ελλάδα: 1) οι οικονομικές προοπτικές εξακολουθούν να είναι υγιείς, 2) υπάρχει θετική προοπτική των αξιολογήσεων των οίκων, 3) οι χρηματοδοτικές ανάγκες έως το 2042 είναι περιορισμένες, 4) υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης των αποδόσεων των ελληνικών τίτλων και 5) υπάρχει η πιθανότητα να ενταχθεί η Ελλάδα στο QE έως τις αρχές του 2021. Η Citi, πάντως, βλέπει ακόμα μεγαλύτερη επιτάχυνση των αναβαθμίσεων και εκτιμά ότι η Ελλάδα μπορεί να μπει στο QE έως τα τέλη του 2020.

"Η τάση είναι για περαιτέρω αναβαθμίσεις της Ελλάδας από τους οίκους και ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας ίσως μέχρι το τέλος του επόμενου έτους", σημειώνει ο Μαρκ Ντάουντινγκ, επικεφαλής επενδύσεων στην BlueBay Asset Management. "Αυτή είναι μια ευκαιρία για τους active managers όπως εμείς", τονίζει, προσθέτοντας ότι αναμένει οι ελληνικές αποδόσεις να μειωθούν περαιτέρω φέτος, καθώς οι επενδυτές αναζητούν εναλλακτικές λύσεις έναντι των αρνητικών αποδόσεων που προσφέρουν τα ομόλογα χωρών όπως η Γερμανία και η Γαλλία.

Ενισχύεται η ανάπτυξη

Ένα σημαντικό "ατού" της Ελλάδας, και συνεπώς των προοπτικών των ελληνικών ομολόγων, είναι ότι η ανάπτυξή της φέτος θα ξεχωρίσει. Η Moody's έχει επισημάνει χαρακτηριστικά πως θα είναι η μόνη χώρα της Ευρωζώνης η οποία το 2020 θα σημειώσει ενίσχυση της ανάπτυξης. Όπως τόνισε η Citigroup, η μεγάλη μείωση του πολιτικού κινδύνου σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν μετά και τις εκλογές και η αξιοπιστία της νέας κυβέρνησης αναμένεται να oδηγήσουν σε συμφωνία με τους "θεσμούς" για μείωση των στόχων των πλεονασμάτων ακόμα και στο 2,25% από 3,5% του ΑΕΠ, δίνοντας ισχυρή δημοσιονομική ώθηση στην ανάπτυξη του ΑΕΠ. Όπως εκτιμά, οι δαπάνες για τόκους ως ποσοστό του ΑΕΠ αναμένεται να μειωθούν κατά περίπου 1% μεταξύ του 2018 (στο 3,3% του ΑΕΠ) και του 2024 και αναθεωρεί προς τα πάνω τον στόχο για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας στο 2,6% το 2020 και στο 2,5% το 2021, από 2,1% πριν.

Παράλληλα, η Κομισιόν βελτίωσε την πρόβλεψή της για τις φετινές αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας στο 2,4%, στέλνοντας ένα σημαντικό μήνυμα για τις αγορές σε μια χρονιά όπου η ανάπτυξη στην Ευρωζώνη θα συνεχίσει να επιβραδύνεται και να είναι υποτονική. Και η Fitch προχώρησε στην αναβάθμιση των προβλέψεων για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας για το διάστημα 2019-2021 (στο 2,2% το 2019 από 1,9%, στο 2,5% από 2,2% το 2020 και στο 2,5% από 2% το 2021). Ο Μισέλ Ναπολιτάνο, επικεφαλής κρατικών αξιολογήσεων Δυτικής Ευρώπης της Fitch, σημείωσε πως, δεδομένου ότι οι δείκτες εμπιστοσύνης είναι σε υψηλά επίπεδα, η αγορά εργασίας έχει βελτιωθεί, η δυναμική του διαθέσιμου εισοδήματος είναι αρκετά θετική, οι συνθήκες χρηματοδότησης βελτιώνονται και η προσοχή των διεθνών επενδυτών προς την Ελλάδα είναι μεγαλύτερη, υπάρχουν όλα τα συστατικά για να υπάρξει θετική δυναμική στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, ενώ το 2,8%, που έχει θέσει η κυβέρνηση ως στόχο για φέτος, είναι εφικτό.

Οι κρίσιμες ημερομηνίες και τα επόμενα βήματα του ΟΔΔΗΧ

Και τα... όπλα της Ελλάδας και των ελληνικών ομολόγων δεν σταματούν. Στο επόμενο διάστημα έρχονται νέες αξιολογήσεις από τους οίκους, όπου είναι πολύ πιθανόν να ανεβάσουν και αυτοί το rating της Ελλάδας. Μετά τη Fitch, λοιπόν, ακολουθούν οι S&P και DBRS στις 24 Απριλίου (διπλή αξιολόγηση σε μία ημέρα), οι οποίοι ήδη δίνουν θετικές προοπτικές στη χώρα, και η Moody’s στις 8 Μαΐου.

Σε ό,τι αφορά το β' εξάμηνο, τρεις είναι οι κρίσιμες Παρασκευές για τη χώρα μας, καθώς η δεύτερη προγραμματισμένη αξιολόγηση της Fitch για την Ελλάδα αναμένεται στις 24 Ιουλίου, οι S&P και DBRS δίνουν και πάλι την ίδια ημέρα το δικό τους review για τη χώρα μας στις 23 Οκτωβρίου και, τέλος, η Moody’s αναμένεται να ανακοινώσει τη δεύτερη "ετυμηγορία" της στις 6 Νοεμβρίου.

Επίσης στα τέλη Φεβρουαρίου με αρχές Μαρτίου αναμένεται και η πολύ σημαντική (και πολυαναμενόμενη) πλήρης άρση των περιορισμών που είχαν οι ελληνικές τράπεζες στις αγορές ελληνικών κρατικών ομολόγων. Φυσικά, το μεγάλο... κίνητρο για αυτή την απόφαση από τον SSM είναι το σχέδιο "Ηρακλής" και οι κρατικές εγγυήσεις ύψους 12 δισ. ευρώ, ωστόσο αυτή η εξέλιξη αναμένεται να έχει σημαντικό θετικό αντίκτυπο στην αγορά ομολόγων, καθώς θα δημιουργήσει μια νέα πηγή ζήτησης για τα ελληνικά ομόλογα, κάτι που ίσχυε στο παρελθόν και την οποία ήδη έχουν τα ιταλικά και τα ισπανικά ομόλογα.

Οι αποφάσεις του ΟΔΔΗΧ

Όλα τα παραπάνω ανοίγουν τον δρόμο για νέες εξόδους της Ελλάδας στις αγορές, με τον ΟΔΔΗΧ ωστόσο να μη βιάζεται –καθώς χρηματοδοτικές ανάγκες δεν υπάρχουν–, επιλέγοντας να προχωρά προσεκτικά σε κάθε βήμα, κρατώντας έτσι τη "δίψα" των επενδυτών.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της HSBC, η επόμενη έξοδος της Ελλάδας στις αγορές θα είναι με ένα νέο 10ετές ομόλογο, με στόχο την πρόωρη αποπληρωμή μέρους των δανείων του ΔΝΤ. Παράλληλα, μια άλλη επιλογή πέρα από την έκδοση 10ετούς, κατά τη βρετανική τράπεζα, θα ήταν ένα νέο ομόλογο λήξης 2027 (7ετές), εάν στόχος του ΟΔΔΗΧ είναι να επιτύχει πολύ χαμηλή απόδοση.

Σύμφωνα με τον γενικό διευθυντή του ΟΔΔΗΧ, Δημήτρη Τσάκωνα, η Ελλάδα στοχεύει να βγαίνει στις αγορές κάθε τρίμηνο φέτος. "Θα κάνουμε ό,τι χρειαστεί για να προσπαθήσουμε να καλύψουμε τα κενά στην καμπύλη", είπε, ενώ πρόσθεσε πως "θέλουμε να έχουμε συνεχή παρουσία στις αγορές και, αν είναι δυνατόν, αυτό να γίνεται κάθε τρίμηνο, έστω και αν οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας για τα επόμενα τέσσερα χρόνια είναι καλυμμένες λόγω του υψηλού μαξιλαριού ρευστότητας".

Όπως, λοιπόν, προκύπτει από τις δηλώσεις του κ. Τσάκωνα, στόχος είναι να βγει η Ελλάδα στις αγορές (τουλάχιστον) τέσσερις φορές φέτος, κάτι που σημαίνει ότι το ποσό άντλησης θα κινηθεί στο ανώτερο εύρος του ποσού που έχει ανακοινώσει ο ΟΔΔΗΧ και στα 8 δισ. ευρώ, αν όχι υψηλότερα. Μετά το 15ετές, να σημειώσουμε, έχουν ήδη πέσει στο τραπέζι σενάρια για έκδοση νέου 10ετούς ομολόγου, ενώ η έκδοση ενός νέου 7ετούς και το re-opening της έκδοσης του 15ετούς βρίσκονται επίσης στη ατζέντα. Σύμφωνα με τραπεζικές πηγές, δεν αποκλείεται και ένα νέο 3ετές, το οποίο μπορεί να επιτύχει απόδοση ακόμα και 0%, όχι τόσο ως μέσο διαχείρισης του χρέους και "γεμίσματος" της καμπύλης, αλλά ως ένα σημαντικό σινιάλο προς τις αγορές. Βασικός στόχος για τον ΟΔΔΗΧ, δεδομένου και του ότι η Ελλάδα θέλει να προχωρήσει αργότερα φέτος σε δεύτερη αποπληρωμή των ακριβών δανείων του ΔΝΤ, είναι να μην αυξηθεί το μέσο κόστος δανεισμού, το οποίο σήμερα διαμορφώνεται στο 1,7%.

*Αναδημοσίευση από το "Κεφάλαιο" που κυκλοφορεί

Διαβάστε το άρθρο από την πηγή

Εγγραφή RSS για αυτά τα σχόλια Σχόλια (0)

συνολικά: | προβολή:

Σχολιάστε το άρθρο comment

Παρακαλώ εισάγετε τον κωδικό που βλέπετε στην εικόνα:

Eshop
  • email Αποστολή άρθρου
  • print Εμφάνιση εκτύπωσης
  • Plain text Προβολή ώς Plain Text