Αρχική | Χρηματιστήριο | Διεθνείς Αγορές | Κλιματική αλλαγή και διεθνές εμπόριο

Κλιματική αλλαγή και διεθνές εμπόριο

Μέγεθος γραμμάτων: Decrease font Enlarge font
Κλιματική αλλαγή και διεθνές εμπόριο

Πρόσφατα η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, εξέφρασε την πρόθεσή της, στο πλαίσιο «δράσεων της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής» μέσα από «δίκαιη και αποτελεσματική φορολόγηση», να αξιολογήσει πρόταση σχετικά με την επιβολή δασμών (επιδοτήσεων) στις εισαγωγές (εξαγωγές) αγαθών που προέρχονται από χώρες οι οποίες ακολουθούν «χαλαρή περιβαλλοντική πολιτική». Εφαρμογή τέτοιας πολιτικής θα έχει, φυσικά, σημαντικό αντίκτυπο και στην ελληνική οικονομία.

Η σκέψη πίσω από την πρόταση αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι οποιοιδήποτε δεσμευτικοί περιορισμοί στις εκπομπές άνθρακα τίθενται από την Ευρωπαϊκή Ενωση μονομερώς έχουν ως αποτέλεσμα: α) την απώλεια ανταγωνιστικότητας του διεθνούς εμπορίου της (και φυσικά των κρατών-μελών), αλλά και β) δύνανται να αναγκάσουν τη βιομηχανία, που η παραγωγή της βασίζεται στην ενέργεια, να μετεγκατασταθεί σε χώρες με χαλαρότερους περιορισμούς στις εκπομπές άνθρακα και γενικότερα χαλαρότερη πολιτική για την κλιματική αλλαγή (carbon leakage). Κατά συνέπεια, συνεχίζει το επιχείρημα, μονομερής περιορισμός στις εκπομπές άνθρακα ισοδυναμεί με μείωση της κοινωνικής ευημερίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Αναμφισβήτητα το επιχείρημα αυτό έχει λογική και βασίζεται στο γεγονός ότι οποιαδήποτε μείωση των εκπομπών, που προέρχεται είτε από τη φορολόγηση του άνθρακα είτε από κάποιο ανώτατο όριο εκπομπών που τίθεται (cap and trade), αυξάνει αναπόφευκτα το πραγματικό κόστος παραγωγής στη χώρα που εφαρμόζει την πολιτική αυτή, θέτοντας κατά συνέπεια σε μειονεκτική θέση τούς τομείς της οικονομίας της που η παραγωγική τους διαδικασία παράγει αυξημένες εκπομπές.

Ενας τρόπος, λοιπόν, για να αντισταθμιστούν οι απώλειες αυτές είναι η φορολόγηση των εισαγόμενων προϊόντων, με αποκλειστικό σκοπό να αναπροσαρμοστούν κατάλληλα οι τιμές εισαγωγής (border tax adjustment). Κατά τον τρόπο αυτό, τα εισαγόμενα προϊόντα τα οποία έχουν παραχθεί με υψηλό περιεχόμενο άνθρακα δεν θα καταναλωθούν. Ουσιαστικά ο φόρος αυτός (όπως αναλύεται σε μια πρόσφατη μελέτη) είναι ίσος με τη διαφορά στις τιμές των εισαγόμενων αγαθών που οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στη διαφορά που υπάρχει στις υποκείμενες εγχώριες τιμές άνθρακα. Ενα τέτοιο μέτρο θα επιτρέψει στις επιχειρήσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης να ανταγωνιστούν τους διεθνείς ανταγωνιστές τους με ισότιμους όρους ανταγωνισμού (level-playing-field), καθώς η Ευρωπαϊκή Ενωση ακολουθεί τους στόχους της για την κλιματική αλλαγή. Το αντίστροφο ισχύει για τα εξαγόμενα προϊόντα – σε αυτά ο φόρος αντικαθίσταται με επιδότηση. Η πρόταση αυτή αντιβαίνει φυσικά στην αρχή του ελεύθερου εμπορίου ως πολιτικής οικονομικής ανάπτυξης, αλλά, σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, φαίνεται συμβατή με τους κανόνες του Οργανισμό Παγκόσμιου Εμπορίου, διότι διορθώνει πρακτικές που βλάπτουν το κοινωνικό σύνολο (και εφόσον δεν υποκρύπτει προστατευτισμό, δηλαδή τη χρησιμοποίηση των δασμών όχι ως μέσου πολιτικής που «διορθώνει» στρεβλώσεις προερχόμενες από την αναποτελεσματική τιμολόγηση του άνθρακα, αλλά ως μέτρου προστασίας της εγχώριας παραγωγής και οικονομίας).

Μια τέτοια πολιτική αντιμετωπίζει και αντικειμενικές δυσκολίες εφαρμογής, διότι απαιτεί τον καθορισμό του ποσοστού άνθρακα στην παραγωγή των προϊόντων, κάτι το οποίο στην πράξη συναντά ιδιαίτερες δυσκολίες. Υπάρχει βέβαια και ένα άλλο στοιχείο που έχει μείνει απαρατήρητο και μπορεί να αποδειχθεί ισχυρό κίνητρο ως προς την επιλογή πολιτικών που συμβαδίζουν με το κοινό καλό. Η ύπαρξη τέτοιων δασμών από μια χώρα Χ στα προϊόντα μιας άλλης Υ δίνει το κίνητρο στη χώρα Υ να φορολογήσει τη χρήση του άνθρακα η ίδια – ειδάλλως επιτρέπει να διαφύγουν έσοδα στη Χ.

Πράγματι, σε ένα παγκόσμιο σύστημα όπου χώρες ακολουθούν πολιτικές μη συμβατές με το παγκόσμιο κοινωνικό συμφέρον και συμβάλλουν στην κλιματική αλλαγή και στην καταστροφή του περιβάλλοντος, τότε, κάτω από τις σωστές προϋποθέσεις, μια «προσαρμογή φόρου στα σύνορα» μπορεί να αποτελέσει ισχυρό όργανο πολιτικής και να συμβάλει θετικά στην επίλυση του προβλήματος.

* Ο κ. Χρήστος Κωτσόγιαννης είναι καθηγητής Οικονομικών στο πανεπιστήμιο του Εξετερ και διευθυντής του Ερευνητικού Κέντρου Φορολογικής Διοίκησης (Tax Administration Research Centre).

Πηγή: kathimerini.gr

Διαβάστε το άρθρο από την πηγή

Εγγραφή RSS για αυτά τα σχόλια Σχόλια (0)

συνολικά: | προβολή:

Σχολιάστε το άρθρο comment

Παρακαλώ εισάγετε τον κωδικό που βλέπετε στην εικόνα:

Eshop
  • email Αποστολή άρθρου
  • print Εμφάνιση εκτύπωσης
  • Plain text Προβολή ώς Plain Text