Αρχική | Οικονομία | Διεθνής Οικονομία | Μια ευκαιρία που δίνεται μία φορά στα 100 χρόνια για αναδιάρθρωση του μείγματος εταιρικού χρέους/φόρων

Μια ευκαιρία που δίνεται μία φορά στα 100 χρόνια για αναδιάρθρωση του μείγματος εταιρικού χρέους/φόρων

Μέγεθος γραμμάτων: Decrease font Enlarge font
Μια ευκαιρία που δίνεται μία φορά στα 100 χρόνια για αναδιάρθρωση του μείγματος εταιρικού χρέους/φόρων

Εδώ και περίπου 100 χρόνια, ο καπιταλισμός δείχνει μια μεροληψία υπέρ της μόχλευσης. Σε αντίθεση με τα μερίσματα, τα οποία καταβάλλονται μόνον αφού το κράτος έχει κρατήσει το μερίδιό του από τα κέρδη, οι τόκοι αφαιρούνται από τα προ φόρων κέρδη, συρρικνώνοντας το κομμάτι της πίτας το οποίο είναι διαθέσιμο για τον κρατικό "κορβανά".

Αυτή η λογιστική παραδοξότητα, η οποία αντιμετωπίζει το κεφάλαιο που προέρχεται από χρέος ευνοϊκότερα από τα ίδια κεφάλαια, οδήγησε σε μια "βιομηχανία" εξαγορών μέσω μόχλευσης, επέβαλε στους συντάκτες μιας μελέτης - σταθμού στην ιστορία της οικονομικής θεωρίας (που είχε κερδίσει βραβείο Νόμπελ) να δημοσιεύσουν αναθεωρημένη έκδοσή της και διαδραμάτισε ρόλο στη χρηματοοικονομική κρίση του 2008.

Η δυσαρέσκεια προς τη συγκεκριμένη ανωμαλία σιγοβράζει εδώ και καιρό, ειδικά στις αναπτυσσόμενες οικονομίες που "διψούν" για φορολογικά έσοδα. Ο κορονοϊός αναθερμαίνει τη σχετική συζήτηση. Οι εταιρικές ζημίες ίσως χρειαστεί να κοινωνικοποιηθούν μαζικά προκειμένου οι εκτοπισμένοι από τις δουλειές τους εργαζόμενοι να επιστρέψουν στην εργασία τους και να αποτραπεί ένα ανεξέλεγκτο σπιράλ διολίσθησης της παγκόσμιας οικονομίας στην ύφεση.

Για να αντιμετωπιστεί η αντίδραση που θα υπάρξει στη χρήση δημόσιου χρήματος για τη σωτηρία ιδιωτικών κερδών, όλο και περισσότερες χώρες ενδέχεται να ακολουθήσουν το Κογκρέσο των ΗΠΑ και την ρυθμιστική αρχή του τραπεζικού συστήματος του Ηνωμένου Βασιλείου, που πιέζουν να σταματήσουν οι αγορές ιδίων μετοχών και η διανομή μερισμάτων. Ωστόσο, η εταιρική διάσωση αυτή τη φορά μπορεί να συνεπάγεται την αναδιάρθρωση των λογιστικών κανόνων για την ενθάρρυνση της απομόχλευσης, έτσι ώστε οι διασώσεις με κρατικό χρήμα να απαιτούνται λιγότερο συχνά και να είναι λιγότερο δαπανηρές.

Η ιστορική καταγωγή της "στρέβλωσης"

Ήταν το 1918, όταν δηλαδή οι οικονομολόγοι συνέκριναν την παγκόσμια εξάπλωση του φόρου επί των υπερβολικών εταιρικών κερδών της περιόδου του πολέμου με την  εξίσου παγκόσμια εξάπλωση της ισπανικής γρίπης, που  οι ΗΠΑ κάμφθηκαν και επέτρεψαν την έκπτωση όλων των καταβληθέντων τόκων από το φορολογητέο κέρδος.

Ήταν ένα προσωρινό μέτρο για την ανακούφιση των επιχειρήσεων, ωστόσο μολονότι τα επιπλέον φορολογικά βάρη έπαψαν να βαρύνουν τις επιχειρήσεις ήδη από το 1921, η ευνοϊκή μεταχείριση των εσόδων από δανεικά κεφάλαια παρέμεινε και μάλιστα αντιγράφηκε σε όλο τον κόσμο. Η θετική προκατάληψη υπέρ τους χρέους είναι εντελώς πραγματικό και εδραιωμένο φαινόμενο. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950, οι ακαδημαϊκοί Franco Modigliani και Merton Miller προέβησαν στην αμφιλεγόμενη διαβεβαίωση ότι οι εταιρείες πρέπει να στέκονται αδιάφορες για το κλάσμα χρέους προς ίδια κεφάλαια στην κεφαλαιακή δομή τους. Πέντε χρόνια αργότερα, οι καθηγητές προέβησαν σε διόρθωση, αναγνωρίζοντας ότι ένα δολάριο χρέους αύξανε την αξία μιας επιχείρησης κατά 50 σεντς, στη βάση του τότε κυρίαρχου εταιρικού φορολογικού συντελεστή.

Η ιδέα της παρακράτησης φόρου επί των πληρωμών τόκων κυκλοφορεί τουλάχιστον από το 1982, ωστόσο πώς θα λάμβανε τότε πίστωση ένας ξένος επενδυτής ή ένας απαλλαγμένος από φόρους ντόπιος επενδυτής; Καμία χώρα δεν θα ήθελε οι ξένοι επενδυτές να "διαφύγουν" του εταιρικού της χρέους και να κατευθυνθούν προς χώρες όπου δεν υπάρχει παρακράτηση.

Οι αναπτυσσόμενες οικονομίες είναι επίσης αμφίθυμες απέναντι στο ζήτημα. Οι φορολογικές αρχές τους μισούν την πρακτική των πολυεθνικών να δίνουν δάνεια στις κερδοφόρες θυγατρικές τους, μειώνοντας έτσι το φορολογητέο εισόδημά τους σε φτωχές χώρες. Από την άλλη πλευρά, δεν χρειάστηκε πολύς καιρός για τις ντόπιες επιχειρήσεις στην Ασία, τη Λατινική Αμερική ή την Ανατολική Ευρώπη προκειμένου να κατανοήσουν ότι και αυτές μπορούσαν να προσελκύσουν μεγάλες δεξαμενές δυτικών αποταμιεύσεων, εκτινάσσοντας τις αποδόσεις για τους μετόχους τους με τη χρήση υψηλότερης μόχλευσης.

Σε αυτό βοήθησε πολύ το γεγονός ότι το κόστος του χρέους εξέπιπτε της φορολόγησης. Στον βαθμό που τα δάνεια προέρχονταν από τις κρατικές τοπικές τράπεζες, το εισόδημα των πιστωτικών ιδρυμάτων από τόκους έφθανε στο κράτος με τη μορφή φόρων και μερισμάτων.

Η κρίση του 2008 δεν άλλαξε ουσιαστικά την κατάσταση

Μετά την κρίση του 2008, οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής εξέφρασαν την ανησυχία τους για την τραπεζική επέκταση που είχε χρηματοδοτηθεί από χρέος τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Πέραν όμως ​​του προσδιορισμού υψηλότερων ορίων απαιτουμένων κεφαλαίων για τις τράπεζες από τις ρυθμιστικές αρχές, δεν μπορούσαν να κάνουν και πολλά για να αποτινάξουν την δύναμη της αδράνειας. Όπως επισήμανε το 2010 η McKinsey, η αντικατάσταση του αποθέματος του χρέους του χρηματοοικονομικού τομέα με ίδια κεφάλαια σε μόλις 14 χώρες θα απαιτούσε περισσότερο από το 60% του τότε υφιστάμενου παγκόσμιου μετοχικού κεφαλαίου.

Πηγή:capital.gr

Διαβάστε το άρθρο από την πηγή

Εγγραφή RSS για αυτά τα σχόλια Σχόλια (0)

συνολικά: | προβολή:

Σχολιάστε το άρθρο comment

Παρακαλώ εισάγετε τον κωδικό που βλέπετε στην εικόνα:

Eshop
  • email Αποστολή άρθρου
  • print Εμφάνιση εκτύπωσης
  • Plain text Προβολή ώς Plain Text