Αρχική | Πολιτική | Κοινωνία | Γιατί τα ευρωπαϊκά κράτη δεν πολεμούν μεταξύ τους

Γιατί τα ευρωπαϊκά κράτη δεν πολεμούν μεταξύ τους

Μέγεθος γραμμάτων: Decrease font Enlarge font
Γιατί τα ευρωπαϊκά κράτη δεν πολεμούν μεταξύ τους

Του Θεμιστοκή Ζανίδη

Σήμερα, είναι σχεδόν αυτονόητο πως κανένα ευρωπαϊκό κράτος δεν πρόκειται να εμπλακεί σε πολεμική αντιπαράθεση με κάποιο γειτονικό του. Οι Ευρωπαίοι πολίτες απολαμβάνουν ελευθερίες και δικαιώματα πρωτόγνωρα σε αυτήν την γωνιά του πλανήτη αφού η Ευρωπαϊκή Ένωση, ένας οργανισμός sui generis που δεσπόζει στην ήπειρο, έχει δημιουργήσει μια εσωτερική αγορά με ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων, εμπορευμάτων, υπηρεσιών και κεφαλαίων (europa.eu).

Αυτή η σχεδόν αυτονόητη ειρήνη είναι πρόσφατο απόκτημα καθώς σε ευρωπαϊκό έδαφος δεν έχουν ξεσπάσει πολεμικές συγκρούσεις μόλις από την λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου (1945) κι εντεύθεν αν και υπάρχουν αξιοσημείωτες εξαιρέσεις (Βοσνία 1992, Γιουγκοσλαβία 1999, κρίση στην Κριμαία 2014) κυρίως λόγω της κατάρρευσης του κομμουνιστικού μπλοκ και της μετέπειτα ανακατανομής ισχύος (Κουσκουβέλης 2004).

Η Ευρώπη αποτελούσε για αιώνες το πεδίο μαχών καθώς φιλοξενούσε τις περισσότερες πολεμικές συγκρούσεις οι οποίες κόστισαν εκατομμύρια νεκρούς, τραυματίες και ανυπολόγιστες υλικές καταστροφές. Ως εκ τούτου είναι εύλογο το ερώτημα πώς κατόρθωσαν τα ευρωπαϊκά κράτη να παραμερίσουν τους μεταξύ τους ανταγωνισμούς, πολλοί εκ των οποίων ανάγονταν στον Μεσαίωνα, ώστε να φθάσουν στο σημείο η ειρήνη να θεωρείται περίπου δεδομένη τις τελευταίες επτά και πλέον δεκαετίες. Tί ακριβώς άλλαξε μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου κι έχει αποτρέψει έως σήμερα μια νέα σύρραξη σε ευρωπαϊκό έδαφος;

Η νεοφιλελεύθερη θεωρία πιστεύει ότι έχει βρει την απάντηση στο ερώτημα αυτό. Η εξάπλωση της δημοκρατίας συμβάλλει καθοριστικά στην απάλειψη του πολέμου από τις σχέσεις των ευρωπαϊκών κρατών γιατί ως γνωστόν οι δημοκρατίες δεν πολεμούν μεταξύ τους (Mearsheimer 2009).

Ένας άλλος παράγοντας που συνέβαλλε τα μέγιστα στην εξάλειψη του πολέμου από την ευρωπαϊκή ήπειρο είναι φυσικά η εξάπλωση της ελεύθερης αγοράς και του εμπορίου (Mearsheimer 2009). Ειδικά μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης (ΕΣΣΔ) και των δορυφόρων της, του αντίπαλου δέους της Δύσης όσον αφορά την οικονομική και κοινωνική οργάνωση, η ελεύθερη οικονομία κυριάρχησε στην ευρωπαϊκή ήπειρο και εν πολλοίς σε ολόκληρο τον κόσμο μην έχοντας κανέναν ουσιαστικό ανταγωνιστή, ώστε το τέλος της ιστορίας είχε επέλθει (Fukuyama 1993). Το ελεύθερο εμπόριο οδηγεί μοιραία σε μεγαλύτερη οικονομική αλληλεξάρτηση μεταξύ των κρατών, ειδικά στην ευρωπαϊκή ήπειρο η οποία είναι από τις πλέον ανεπτυγμένες περιοχές του πλανήτη, με αποτέλεσμα την εκπαραθύρωση του πολέμου από τις διεθνείς σχέσεις.

Τέλος, αξιοσημείωτος παράγοντας για τον περιορισμό του πολέμου αποτελεί η ραγδαία, από τον Β' Π.Π. κι εντεύθεν, ανάπτυξη των Διεθνών Οργανισμών που έχουν κατορθώσει να βάλουν μια στοιχειώδη τάξη στο άναρχο διεθνές σύστημα των κρατών (Mearsheimer 2009). Όλοι αυτοί οι παράγοντες θεωρούνται σημαντικοί στην εξάλειψη του πολέμου ειδικά σε μια περιοχή ανεπτυγμένη οικονομικά και με ισχυρούς δεσμούς με τις ΗΠΑ όπως είναι η Ευρώπη. Όμως όντως έχει εξαλειφθεί ο πόλεμος στην Ευρώπη; Αν ναι, αυτό οφείλεται στους παραπάνω λόγους;

Η κριτική μας θα προσπαθήσει, στο μέτρο του δυνατού, να απαντήσει στα δύο παραπάνω ερωτήματα. Ουσιαστικά υποστηρίζουμε ότι η συχνότητα των πολεμικών συγκρούσεων στην Ευρώπη έχει μεν μειωθεί δραστικά αλλά εντούτοις δεν έχει εξαλειφθεί πλήρως καθώς αυτό, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, δεν είναι εφικτό (στο πλαίσιο πάντα του άναρχου διεθνούς συστήματος και των ανταγωνισμών ασφαλείας που προκαλεί με αποτέλεσμα να διαταράζεται η ισορροπία ισχύος) (Mearsheimer 2009). Για τη μείωση αυτή συμβάλλει μεν η εξάπλωση της δημοκρατίας, της ελεύθερης αγοράς και η ανάπτυξη υπερεθνικών/Διεθνών οργανισμών κυρίως, όμως, οφείλεται στην παρουσία των ΗΠΑ, μέσω του ΝΑΤΟ, οι οποίες από το 1945 προσφέρουν ασφάλεια στα ευρωπαϊκά κράτη εξαιτίας της αδιαμφισβήτητης στρατιωτικής τους κυριαρχίας, τόσο στο πυρηνικό όσο και στο συμβατικό επίπεδο, ως η μοναδική εναπομείνασα υπερδύναμη του πλανήτη (Mearsheimer 2009).

Πιο συγκεκριμένα, το ιστορικό παράδειγμα έχει δείξει πως είναι δυνατόν οι δημοκρατίες να πολεμήσουν μεταξύ τους, ενίοτε με ιδιαίτερη σκληρότητα, όταν φυσικά τους το επιβάλλουν τα συμφέροντά τους. Τα παραδείγματά είναι αρκετά. Ενδεικτικά αναφέρονται οι περιπτώσεις των ΗΠΑ εναντίον ινδιάνικων φυλών τον 18ο και 19ο αιώνα, ΗΠΑ εναντίον Μεγάλης Βρετανίας το 1861 και το 1895-96, Γαλλία εναντίον Μεγάλης Βρετανίας το 1898, Γαλλία εναντίον Γερμανίας το 1923, ΗΠΑ εναντίον Ισπανίας το 1898, οι δημοκρατίες που πολέμησαν μεταξύ τους στον Α' Π.Π. Είναι προφανές ότι ο πόλεμος δεν εξαρτάται από τη μορφή του πολιτεύματος του εκάστοτε κράτους αλλά με τα συμφέροντά του. Η δημοκρατική οργάνωση του πολιτεύματος μάλιστα είναι δυνατόν να οδηγήσει σε πολεμική εμπλοκή ένα κράτος ακόμα και όταν αυτό είναι αντίθετο με τα συμφέροντά του. Αυτό συμβαίνει όταν επηρεαστεί η κοινή γνώμη από λαϊκίστικες απόψεις οι οποίες θα σύρουν την κυβέρνηση στην στρατιωτική εμπλοκή (περίπτωση εμπλοκής της Ελλάδος στον άτυχο πόλεμο του 1897 εναντίον της Οθωμανικής αυτοκρατορίας).

Ομοίως, η οικονομική συνεργασία δεν αποτελεί τροχοπέδη για τον πόλεμο. Τρανταχτό παράδειγμα η οικονομική συνεργασία της περιόδου πριν ξεσπάσει ο Α' Π.Π (1871-1914) η οποία ήταν έντονη καθώς τα κράτη συνεργάζονταν και διαπλέκονταν σε μεγάλο βαθμό μεταξύ τους. Αυτή η πρώιμη παγκοσμιοποίηση, η οικονομική συνεργασία μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων (οι ηγεμονικές δυνάμεις είναι συνήθως δημοκρατίες) δεν εμπόδισε καθόλου τον Α' Π.Π. και τις πρωτόγνωρες καταστροφές που η σύρραξη αυτή προκάλεσε. Ούτε η Κοινωνία Των Εθνών (ΚτΕ), ο πρώτος διεθνής οργανισμός που σκοπό είχε να προάγει την ειρήνη και την συνεργασία μεταξύ των κρατών, κατόρθωσε να αποτρέψει τον Β' Π.Π. Ακόμα και στην σύγχρονη εποχή ο ΟΗΕ δεν έχει κατορθώσει σε αρκετές περιπτώσεις να διατηρήσει την ειρήνη (ακόμα και στην ίδια την ειρηνική περιφέρεια της Ευρώπης είναι χαρακτηριστική η επίθεση του ΝΑΤΟ εναντίον της Γιουγκοσλαβίας στην καρδιά της ηπείρου μόλις το 1999) καθώς οι ηγεμονικές δυνάμεις, με προεξάρχουσα τις ΗΠΑ, προωθούν την δική τους ατζέντα αδιαφορώντας πολλές φορές για την διεθνή νομιμοποίηση.

Παρ' όλα αυτά, η πρόσφατη ιστορία μας δείχνει πως οι πολεμικές συγκρούσεις, από το 1945 κι εντεύθεν, έχουν όντως ελαχιστοποιηθεί στην Ευρώπη χωρίς να εξαλειφθούν πλήρως. Όμως, ακόμα και αυτή η ελαχιστοποίηση είναι καίριας σημασίας καθώς αφορά μια ήπειρο που έχει ταλαιπωρηθεί ιδιαίτερα από τις πολεμικές αντιπαραθέσεις, ενώ οφείλεται στην ύπαρξη των Ηνωμένων Πολιτειών οι οποίες ανέλαβαν το κόστος προστασίας των ευρωπαϊκών κρατών από την Σοβιετική Ένωση και συνεχίζουν μέχρι σήμερα έναντι της ανανεωμένης Ρωσίας. Η ευρωπαϊκή ιστορία βρίθει από μικρές και μεγάλες συγκρούσεις κρατών. Για λόγους οικονομίας θα αναφερθούμε στον Α' Π.Π. κι εντεύθεν ο οποίος ήταν ο πόλεμος που συγκλόνισε την μέχρι τότε η ηγεμονική Ευρώπη οδηγώντας στην κατάρρευση τριών αυτοκρατοριών (Αυστροουγγρικής, Ρωσικής και Οθωμανικής) (Kershaw 2008) και την ραγδαία αποδυνάμωση των αστικών δημοκρατιών σε Μεγάλη Βρετανία και Γαλλία. Εφ' εξής οι ευρωπαϊκές Μεγάλες Δυνάμεις θα συρρικνώνονταν με γοργούς ρυθμούς καθώς θα αναδύονταν νέες δυνάμεις όπως οι ΗΠΑ, η αυτοκρατορική Ιαπωνία και η Σοβιετική Ρωσία. Ο Β' Π.Π. έδωσε την χαριστική βολή στις ευρωπαϊκές Μεγάλες Δυνάμεις καθιστώντας τες, στην καλύτερη περίπτωση, δυνάμεις μεσαίου μεγέθους, οι οποίες λίγα χρόνια αργότερα απώλεσαν και τα αποικιακά τους εδάφη. (Ενδεικτικά αναφέρουμε πως η Κρίση του Σουέζ το 1956 αποτέλεσε το ουσιαστικό τέλος των παραδοσιακών ευρωπαϊκών υπερδυνάμεων, Μεγάλης Βρετανίας και Γαλλίας).

Παράλληλα, η ισχυροποίηση της ΕΣΣΔ μετά την λήξη του Β' Π.Π. έριχνε βαριά την σκιά της στην ευρωπαϊκή ήπειρο προκαλώντας τρόμο στις αστικές δημοκρατίες οι οποίες αντιλαμβάνονταν πλήρως την ανεπάρκειά τους στον στρατιωτικό τομέα να υπερασπιστούν την ελευθερία και την ανεξαρτησία τους (Mearsheimer 2009). Χρειάζονταν ως εκ τούτου άμεσα την βοήθεια του ατλαντικού εξισορροπιστή, δηλαδή των ΗΠΑ, που απέτρεψε τελικώς την εξάπλωση της σοβιετικής σφαίρας επιρροής στην δυτική Ευρώπη (Mearsheimer 2009) μέχρι την οριστική πτώση του Σοβιετικού καθεστώτος.

Οι ευρωπαϊκές αστικές δημοκρατίες, εξαντλημένες από τον πόλεμο, βασίστηκαν στα αμερικάνικα κεφάλαια του Σχεδίου Μάρσαλ για την ανοικοδόμηση των χωρών τους και προσδέθηκαν στο στρατιωτικό άρμα των ΗΠΑ. Από Μεγάλες Δυνάμεις σταδιακά έγιναν καταναλωτές ασφαλείας ούσες μέλη της μεγάλης στρατιωτικής συμμαχίας της Δύσης, δηλαδή του ΝΑΤΟ. Στο πλαίσιο αυτό κι ενόψει του σοβιετικού κοινού εχθρού ήταν εντελώς αδιανόητο οι ευρωπαϊκές δυνάμεις να στραφούν η μια εναντίον της άλλης. Προαιώνιες έχθρες (Γαλλία- Γερμανία) όχι μόνο σίγασαν αλλά μετατράπηκαν σε οικονομικές συμμαχίες στο πλαίσιο περιφερειακών οικονομικών ενώσεων όπως ήταν η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) και μετέπειτα η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ). Η πορεία ήταν δύσκολη καθώς η δυσπιστία ήταν παρούσα κι έντονη, όμως η ανάγκη έναντι του κοινού εχθρού παραμέρισε τους όποιους ενδοιασμούς. Ακόμα και η Γερμανία, ο θανάσιμος μέχρι πριν λίγα χρόνια εχθρός, εντάχθηκε στο Δυτικό σύστημα, έστω και διαιρεμένη αρχικά. Ο ανταγωνισμός των δύο υπερδυνάμεων χώρισε την Ευρώπη σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα. Οι ΗΠΑ προσέφεραν ασφάλεια στο εξωτερικό και κεφάλαια για ανοικοδόμηση στο εσωτερικό των κρατών της δυτικής Ευρώπης. Το δίπτυχο αυτό οδήγησε τις Δυτικοευρωπαϊκές χώρες από τα ερείπια που κείτονταν στο τέλος του πολέμου (βλ. Γερμανία) στην ραγδαία οικονομική ανάπτυξη, καθιστώντας την Ευρώπη μια από τις πιο πλούσιες και ανεπτυγμένες περιφέρειες του κόσμου.

Η προσέγγιση των ευρωπαϊκών κρατών στο πλαίσιο της ΕΟΚ εντάθηκε, με αποτέλεσμα το 1992 στο Μάαστριχτ να υπογραφεί η γέννηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης (europarl.europa.eu). Η Ένωση γνώρισε από την πρώτη της μορφή συνεχή αύξηση των κρατών-μελών εντάσσοντας σταδιακά στους κόλπους της και τα κράτη της ανατολικής Ευρώπης (europa.eu), με μοναδική εξαίρεση την πρόσφατη αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου. Σε έναν κόσμο διαφορετικό από εκείνον κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι ευρωπαϊκές χώρες συνειδητοποίησαν έγκαιρα πως μόνο μέσω της συνεργασίας θα είχαν την δυνατότητα στον οικονομικό τομέα να ανταγωνιστούν τους παγκόσμιους γίγαντες ΗΠΑ, Κίνα, Ιαπωνία, πράγμα που πέτυχαν καθώς η ΕΕ είναι σήμερα ένας οικονομικός κι εμπορικός κολοσσός. Τέλος, στον στρατιωτικό τομέα, μέσω της βορειοατλαντικής συμμαχίας κατόρθωσαν να προωθήσουν, στο μέτρο του εφικτού, τα συμφέροντά τους καθώς είχαν μετατραπεί σε στρατιωτικές δυνάμεις μεσαίου μεγέθους.

Συνοψίζοντας τα παραπάνω, η ειρήνη που απολαμβάνουν οι Ευρωπαίοι πολίτες αν και φαίνεται δεν είναι καθόλου αυτονόητη. Η απουσία συγκρούσεων οφείλεται στην στενή μεταξύ τους συνεργασία των ευρωπαϊκών κρατών στο πλαίσιο της ΕΕ αλλά κυρίως στην ύπαρξη των ΗΠΑ, όπως αναλύθηκε παραπάνω. Για το λόγο τον λόγο αυτόν, είναι εξαιρετικής σημασίας να μη διολισθαίνει ο πολιτικός λόγος στις δύο πλευρές του Ατλαντικού σε λαϊκίστικες θέσεις ο οποίες δύναται να οδηγήσουν στην απομόνωση. Οι σύγχρονες προκλήσεις του διεθνούς περιβάλλοντος χρειάζονται συνεργασία για να αντιμετωπιστούν με επιτυχία. Η Δυτική συμμαχία πρέπει να παραμείνει αρραγής γιατί ο κίνδυνος να αναδυθεί ο εθνικισμός στην Ευρώπη είναι υπαρκτός. Κανείς δεν πρέπει να εφησυχάζει, γιατί η πολυπόθητη ειρήνη δεν είναι δεδομένη.


Πηγή: foreignaffairs.gr

Διαβάστε το άρθρο από την πηγή

Εγγραφή RSS για αυτά τα σχόλια Σχόλια (0)

συνολικά: | προβολή:

Σχολιάστε το άρθρο comment

Παρακαλώ εισάγετε τον κωδικό που βλέπετε στην εικόνα:

Eshop
  • email Αποστολή άρθρου
  • print Εμφάνιση εκτύπωσης
  • Plain text Προβολή ώς Plain Text