Αρχική | Οικονομία | Ελληνική Οικονομία | Alpha Bank: Τα κλειδιά για το restart της οικονομίας

Alpha Bank: Τα κλειδιά για το restart της οικονομίας

Μέγεθος γραμμάτων: Decrease font Enlarge font
Alpha Bank: Τα κλειδιά για το restart της οικονομίας

Η μεγαλύτερη πρόκληση της τρέχουσας περιόδου είναι η επίτευξη της χρυσής τομής στην αντιμετώπιση της υγειονομικής και της οικονομικής κρίσης, δηλαδή της επανεκκίνησης της οικονομίας, επιλέγοντας τις κατάλληλες στρατηγικές για την ταχεία επαναλειτουργία των επιχειρήσεων, ελαχιστοποιώντας ταυτόχρονα τους κινδύνους για τη Δημόσια Υγεία, αναφέρεται στο Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank.

Η Ελληνική Κυβέρνηση προχωρεί σταδιακά σε επαναλειτουργία κλάδων, λαμβάνοντας υπόψη ποιοι κλάδοι είναι λιγότερο πιθανό να συντελέσουν στην εξάπλωση του ιού, καθώς και τη σημασία τους στην οικονομική μεγέθυνση και ευημερία.

Ήδη επαναλειτουργεί το λιανικό εμπόριο, στο οποίο δραστηριοποιούνται κυρίως πολύ μικρές επιχειρήσεις, και αναγνωρίζεται η επείγουσα ανάγκη επιστροφής τους στην παραγωγική δραστηριότητα, ώστε να διασφαλισθεί η επιχειρηματική τους βιωσιμότητα. Επιπλέον, οι κλάδοι των καταλυμάτων και της εστίασης ανακοινώθηκε ότι ξεκινούν νωρίτερα από ότι αρχικώς αναμενόταν. Συγκεκριμένα, οι υπηρεσίες εστίασης επαναλειτουργούν από τις 25.5.20, τα ξενοδοχεία δωδεκάμηνης λειτουργίας στις 1.6.20 και τα υπόλοιπα καταλύματα από τις 15.6.20. Την ίδια ημερομηνία, δηλαδή στις 15.6.20 ξεκινούν ορισμένες πτήσεις από και προς το αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» (η λίστα χωρών θα προσδιοριστεί με βάση το επιδημιολογικό τους προφίλ), ενώ την 1.7.20 και προς τα υπόλοιπα αεροδρόμια της χώρας.

Παρά την επανεκκίνηση της ελληνικής οικονομίας, η οποία είναι σε εξέλιξη, η παύση της παραγωγικής δραστηριότητας στο δεύτερο τρίμηνο του 2020, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και παγκοσμίως, αναμένεται να έχει ισχυρό αρνητικό αντίκτυπο σχεδόν σε όλους τους κλάδους, συρρικνώνοντας σημαντικά την ακαθάριστη προστιθέμενη αξία τους και κατά συνέπεια μειώνοντας την απασχόληση.

Τι ισχύει για τον αρνητικό αντίκτυπο των περιοριστικών μέτρων κατά τη διάρκεια του lockdown στο δεύτερο τρίμηνο του 2020, στους βασικούς κλάδους των οικονομιών της Ευρωζώνης, σύμφωνα με εκτιμήσεις της ΕΚΤ.

Η μεγαλύτερη ζημία, ως ποσοστό της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας (ΑΠΑ) του εκάστοτε κλάδου, προβλέπεται να σημειωθεί στους κλάδους λιανικού εμπορίου, μεταφορών, καταλυμάτων και εστίασης (-60%). Έπονται οι κλάδοι των κατασκευών, της μεταποίησης και της βιομηχανίας (εξαιρουμένων των κατασκευών και της μεταποίησης), με σχετικά μεγάλη απώλεια προστιθέμενης αξίας, περίπου κατά 40%. Το μικρότερο πλήγμα, αναμένεται να υποστούν οι χρηματοπιστωτικές και ασφαλιστικές υπηρεσίες, η ενημέρωση και επικοινωνία και ο αγροτικός κλάδος.

Επισημαίνεται, ότι η συγκεκριμένη, κλαδική ανάλυση είναι ενδεικτική και βασίζεται σε στοιχεία έρευνας που διεξήχθη από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η συνολική αρχική ζημία, σε όρους ΑΠΑ, υπολογίζεται περίπου σε 30% κατά τη διάρκεια του lockdown (δεν είναι η ίδια για όλες τις χώρες). Τέλος, σύμφωνα με τις παραδοχές των σεναρίων της εν λόγω μελέτης, η οριακή, αρνητική επίδραση για κάθε επιπλέον μήνα lockdown, στο ετήσιο επίπεδο του ΑΕΠ κυμαίνεται αρχικά, μεταξύ 2% και 2,5%.

Πώς αποτυπώνεται το υφεσιακό shock στην απασχόληση

Παρατηρείται ότι το ισοζύγιο ροών απασχόλησης παρουσιάζει εποχικότητα, καθώς είναι έντονα θετικό κάθε Απρίλιο και αρνητικό, αντίστοιχα, τον Οκτώβριο. Το γεγονός αυτό οφείλεται στην άνοδο των εποχικών προσλήψεων και εν συνεχεία των αποχωρήσεων, κατά την έναρξη και λήξη της τουριστικής περιόδου. Τον φετινό Απρίλιο το ισοζύγιο ροών απασχόλησης ανήλθε μόλις σε 7,2 χιλ. συμβάσεις, ενώ τον Μάρτιο ήταν αρνητικό κατά 41,9 χιλ. Συνεπώς παρεκκλίνει σε μεγάλο βαθμό, όπως φαίνεται γραφικά, από το εποχικό πρότυπο του παρελθόντος.

Η εξέλιξη αυτή οφείλεται κυρίως στη μείωση των προσλήψεων, καθώς, η ρήτρα διατήρησης θέσεων εργασίας, προκειμένου να επωφεληθούν οι επιχειρήσεις από το πακέτο στήριξης που ανακοίνωσε η Ελληνική Κυβέρνηση, συγκράτησε τις αποχωρήσεις. Όπως αναφέρει σχετική ανακοίνωση του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, η πανδημία επηρέασε δυσμενώς το ισοζύγιο ροών μισθωτής απασχόλησης, ακυρώνοντας οποιεσδήποτε προσλήψεις κατά τους τελευταίους δύο μήνες και ιδίως τις προγραμματισμένες εποχικές προσλήψεις στον τομέα των καταλυμάτων και της εστίασης.

Η εξέλιξη αυτή αντικατοπτρίζεται και στις επιχειρηματικές προσδοκίες για την απασχόληση το προσεχές διάστημα, οι οποίες σημείωσαν πτώση τον Απρίλιο ενώ βρίσκονταν σε έντονα ανοδική τροχιά μέχρι και το τέλος του 2019. Αν και η επίδοση της Ελλάδας στον εν λόγω δείκτη ήταν τον Απρίλιο η υψηλότερη μεταξύ των χωρών της ΕΕ-27 (βλ. Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων 12.5.2020), η επιδείνωσή του στο επόμενο χρονικό διάστημα, καθώς και η εξέλιξη του επιπέδου ανεργίας, θα καθοριστούν σε σημαντικό βαθμό από τις επιδόσεις του τουριστικού κλάδου. Σύμφωνα με τις εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (European Economic Forecast, Spring 2020) συνολικά 160 χιλ. θέσεις εργασίας ενδέχεται να απωλεσθούν εντός του 2020 λόγω της πανδημικής κρίσης, με το ποσοστό ανεργίας να ανέρχεται στο 19,9%, από 17,3% το 2019.

Ειδικότερα για τον κλάδο του τουρισμού, η Κυβέρνηση ανακοίνωσε μέτρα στήριξης της εποχικής απασχόλησης, όπως τη χορήγηση επιδόματος ανεργίας για περίπου 120.000 εποχικά ανέργους έως τον Σεπτέμβριο, ενώ παρατείνεται και η καταβολή της αποζημίωσης ειδικού σκοπού για όσους εργαζόμενους βρίσκονται σε καθεστώς αναστολής σύμβασης εργασίας. Μέσω της καταβολής των ανωτέρω πρόσθετων επιδομάτων, αποκαθίσταται εν μέρει η απώλεια εισοδήματός τους και άρα δεν ακυρώνεται σε μεγάλο βαθμό το πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα στην οικονομία.

Το ιδιαίτερο αυτό χαρακτηριστικό της υψηλής εποχικής ανεργίας φαίνεται πως έχει ληφθεί υπόψη και στις προβλέψεις της ΕΕ. Παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα αναμένεται να σημειώσει την υψηλότερη υφεσιακή διαταραχή το 2020, η ανεργία στη διετία θα σημειώσει πτώση, ενώ στις υπόλοιπες χώρες αντίστοιχα θα αυξηθεί, καθώς θεωρείται ότι η ανάκαμψη το 2021 θα αμβλύνει σε σημαντικό βαθμό την εποχική ανεργία.

Σχεδόν σε όλες τις χώρες -ανεξάρτητα από τον βαθμό ζημίας που υπέστησαν κατά τη διάρκεια του lockdown- προβλέπεται ότι θα αυξηθεί το ποσοστό ανεργίας το 2021 σε σχέση με το 2019. Η αύξηση αναμένεται να κυμανθεί από 2,9 π.μ. (Ισπανία) έως και 0,3 π.μ. (Γερμανία). Εξαίρεση, μεταξύ των συγκεκριμένων χωρών, αποτελεί η Ελλάδα, καθώς όπως αναφέρθηκε ανωτέρω , το ποσοστό ανεργίας από 17,3% το 2019 θα ανέλθει σε 19,9% το 2020, εξαιτίας του μεγάλου αλλά προσωρινού shock, ενώ θα υποχωρήσει σε 16,8% το 2021, εξέλιξη που μεταφράζεται σε σωρευτική αποκλιμάκωση του ποσοστού ανεργίας κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ 2019 και 2021.

Το «παράδοξο» λοιπόν της ελληνικής περίπτωσης (αναμένεται να καταγράψει τη μεγαλύτερη οικονομική συρρίκνωση το 2020 μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και έπειτα να σημειώσει μερική ανάκαμψη το 2021, ενώ το ποσοστό ανεργίας αυξάνεται συγκριτικά λιγότερο το 2020 και μειώνεται το 2021 σε σχέση με το 2019) μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι η αύξηση της ανεργίας αφορά κυρίως σε εποχιακές θέσεις εργασίας (τουρισμός και εστίαση), εκτιμάται ότι θα είναι προσωρινή και θα «εξαντληθεί» εντός του τρίτου τριμήνου του 2020. Τα μέτρα στήριξης της Ελληνικής Κυβέρνησης, επικουρικά με το πρόγραμμα στήριξης SURE (βλ. Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της 13.4.2020) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αναμένεται να απορροφήσουν το αρχικό shock στην αγορά εργασίας, λειτουργώντας ως δίχτυ ασφαλείας για τους απασχολούμενους στους πληγέντες κλάδους και να οδηγήσουν τελικά σε αποκλιμάκωση του ποσοστού ανεργίας το 2021.

Ειδικά για τον κλάδο του τουρισμού αναμένεται η μεγαλύτερη καταγραφή εποχικά ανέργων, αφού σύμφωνα με τις πρόσφατες εκτιμήσεις του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Τουρισμού (European Travel Commission, Quarterly Report Q1 2020,), για τη χώρα μας αναμένονται 11 εκατ. λιγότεροι επισκέπτες από το εξωτερικό σε σχέση με το 2019, δηλαδή ετήσια μείωση κατά 35%. Ανάλογες είναι οι αρχικές εκτιμήσεις του Υπουργείου Τουρισμού, οι οποίες κάνουν λόγο για υποχώρηση των τουριστικών εισπράξεων κατά 55% σε σχέση με πέρυσι (εκτίμηση 2020: €8 δισ., 2019: €18 δισ.).

Η ελληνική κυβέρνηση ανακοίνωσε σταδιακά, από τις αρχές Μαρτίου, ένα πακέτο στήριξης των επιχειρήσεων και των εργαζομένων, με σκοπό την αντιμετώπιση των αρνητικών συνεπειών της πανδημίας, το οποίο ανέρχεται -σύμφωνα με το Πρόγραμμα Σταθερότητας 2020 - σε Ευρώ 11,6 δισ. (μετά τις επιστροφές φόρων και ασφαλιστικών εισφορών). Το εν λόγω πακέτο περιλαμβάνει αφενός άμεσες παροχές, ενισχύσεις ή/και χρηματοδότηση προς εργαζομένους και επιχειρήσεις (δαπάνες κρατικού προϋπολογισμού) και αφετέρου αναβολές, εκπτώσεις ή κατάργηση πληρωμών (απώλεια εσόδων κρατικού προϋπολογισμού), το κόστος των οποίων, για τον Κρατικό Προϋπολογισμό, υπολογίζεται σε 5,4% του ΑΕΠ.

Οι δαπάνες περιλαμβάνουν την αποζημίωση ειδικού σκοπού προς τον ιδιωτικό τομέα (εργαζόμενοι, ελεύθεροι επαγγελματίες, ατομικές επιχειρήσεις, επιστημονικά επαγγέλματα), την κάλυψη των ασφαλιστικών εισφορών και του Δώρου Πάσχα για τους εργαζόμενους που θα λάβουν την αποζημίωση αυτή, την παράταση των επιδομάτων ανεργίας, την ειδική παροχή των ευρώ 400 σε μακροχρόνια ανέργους, καθώς και ειδικές δαπάνες, όπως η ενίσχυση του συστήματος Υγείας, η στήριξη του πρωτογενούς τομέα, οι αποζημιώσεις των γονέων που έκαναν χρήση της άδειας ειδικού σκοπού κ.λπ. Ο κρατικός προϋπολογισμός αναμένεται να επιβαρυνθεί από τις ανωτέρω δαπάνες κατά 2,7% του ΑΕΠ(1) το τρέχον έτος. Επιπλέον, το κόστος στήριξης των επιχειρήσεων, μέσω της κάλυψης των τόκων των ενήμερων δανείων και του σχήματος της επιστρεπτέας προκαταβολής ανέρχεται σε 1,6% του ΑΕΠ.

Από την άλλη πλευρά, η απώλεια εσόδων των Κρατικού Προϋπολογισμού, λόγω της αναβολής πληρωμών φορολογικών υποχρεώσεων (συμπ. ΦΠΑ), ασφαλιστικών εισφορών καθώς και οι εκπτώσεις για τις πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν έγκαιρα, αναμένεται να ανέλθουν σε 1,1% του ΑΕΠ το 2020.

Τέλος, η παροχή εγγυήσεων από την Ελληνική Τράπεζα Επενδύσεων, για τη χρηματοδότηση κεφαλαίων κίνησης, κυρίως μικρομεσαίων επιχειρήσεων, η οποία θα υποστηριχθεί από ανακατανομή κεφαλαίων του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, ισούται με Ευρώ 2 δισ. ή 1,1% του ΑΕΠ.

Παγκόσμια οικονομία: Θα διατηρηθούν πολύ χαμηλά τα επιτόκια;

Μετά την παγκόσμια κρίση του 2008-09, η συμβατική νομισματική πολιτική έδωσε χώρο στην εισαγωγή των μηδενικών ή αρνητικών ονομαστικών επιτοκίων σε πολλές μεγάλες οικονομίες (Δανίας, Ευρωζώνης, Σουηδίας, Ελβετίας, Ιαπωνίας). Ωστόσο, η υιοθέτηση των αρνητικών ονομαστικών επιτοκίων ως εργαλείο νομισματικής πολιτικής αποτέλεσε αντικείμενο πολλών συζητήσεων, προκειμένου να αναδειχτούν τα οφέλη που προσφέρουν, αλλά και οι παρενέργειες που μπορούν να προκαλέσουν σε μια οικονομία.

Το ερώτημα που τίθεται στη μακροοικονομική πολιτική είναι κατά πόσο η μείωση των ονομαστικών επιτοκίων κάτω από το μηδέν μπορεί να αποτελέσει αποτελεσματικό εργαλείο για την τόνωση της συνολικής ζήτησης.

Μέχρι σήμερα, δεν υπάρχει κοινά αποδεκτή άποψη σχετικά με την αποτελεσματικότητα των αρνητικών ονομαστικών επιτοκίων, η οποία σε ένα βαθμό αξιολογείται από το μέγεθος της επίδρασης που έχουν στα τραπεζικά επιτόκια. Ο στόχος της εισαγωγής των αρνητικών ονομαστικών επιτοκίων είναι να αναγκαστούν οι εμπορικές τράπεζες να αυξήσουν τη χρηματοδότηση στην πραγματική οικονομία, αντί να προσφέρουν τη ρευστότητά τους στην κεντρική τράπεζα. Ωστόσο, ο ρόλος των αρνητικών επιτοκίων έχει υποστεί κριτική, διότι έμμεσα μπορούν να οδηγήσουν σε περιορισμό της πιστωτικής επέκτασης και να επηρεάσουν την κερδοφορία των τραπεζών.

Αξίζει να επισημανθεί ότι στις χώρες που εισήχθησαν τα αρνητικά επιτόκια, υπήρξε περιορισμένος αντίκτυπος στα επιτόκια των καταθέσεων, τόσο για τα νοικοκυριά, όσο και για τις επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα, στις περισσότερες χώρες στις οποίες η κεντρική τράπεζα μείωσε το βασικό της επιτόκιο κάτω από το μηδέν, τα επιτόκια καταθέσεων διαμορφώθηκαν περί το μηδέν, χωρίς ποτέ να διαμορφωθούν χαμηλότερα αυτού, καθώς οι τράπεζες δεν μπορούν εύκολα να μετακυλήσουν τα αρνητικά ονομαστικά επιτόκια στους καταθέτες. Αντιθέτως, μεγαλύτερη επίδραση υπήρξε στα επιτόκια χορηγήσεων, λόγω του ότι προσδιορίζονται πάντα υψηλότερα από αυτά των καταθέσεων, με αποτέλεσμα να υπάρχει μεγαλύτερο περιθώριο υποχώρησης πριν προσεγγίσουν την περιοχή του μηδενός.

Η επίδραση της πανδημίας της Covid-19 στη νομισματική πολιτική

Η ταχεία εξάπλωση της πανδημικής κρίσης της Covid-19, στο πρώτο τρίμηνο του 2020, ανάγκασε πολλές εθνικές κυβερνήσεις να αντιδράσουν με ιδιαίτερα επιθετικό τρόπο στο πεδίο της δημοσιονομικής πολιτικής. Παράλληλα, οι κεντρικές τράπεζες έλαβαν μέτρα στήριξης των χρηματοπιστωτικών αγορών, αλλά και ενίσχυσης των ασθενέστερων οικονομιών, όπως συνέβη στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Κογκρέσο αποφάσισε την οικονομική ενίσχυση μέσω φορολογικών μέτρων ύψους 2,9 τρισ. δολαρίων (περίπου το 14% του ΑΕΠ) των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων, των παρόχων υγειονομικής περίθαλψης, καθώς και των τοπικών κυβερνητικών φορέων. Στο πεδίο της νομισματικής πολιτικής, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Fed) κινήθηκε με ταχύτητα, προβαίνοντας σε μείωση του βασικού της επιτοκίου στην περιοχή του μηδενός, έλαβε μέτρα για τη διευκόλυνση της ροής των πιστώσεων στην οικονομία μέσω αγορών χρεογράφων, ενώ διεύρυνε τις γραμμές ρευστότητας με άλλες κεντρικές τράπεζες του εξωτερικού, προκειμένου να στηριχτούν οι διεθνείς χρηματαγορές και να σταματήσουν οι εκροές κεφαλαίων από τις αναδυόμενες οικονομίες.

Ωστόσο, τι θα συμβεί σε επίπεδο νομισματικής πολιτικής μόλις εκλείψουν οι έντονες φάσεις της πανδημικής κρίσης και η παγκόσμια οικονομία αρχίζει να επιστρέφει σε αναπτυξιακή τροχιά;

Ποια θα είναι η «νέα κανονικότητα»;

Ο επικεφαλής της Fed, σε πρόσφατες δηλώσεις του, κατέστησε σαφές, ότι αν και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ δεν αποκλείεται να λάβει περαιτέρω μέτρα για να απομακρύνει την οικονομία από ενδεχόμενη ύφεση, καθώς η οικονομική ανάκαμψη είναι αβέβαιη και υπόκειται σε σημαντικούς κινδύνους, τα αρνητικά επιτόκια εξακολουθούν να μη συγκαταλέγονται μεταξύ των επιλογών της Επιτροπής Νομισματικής Πολιτικής (FOMC). Με τον τρόπο αυτό, ο επικεφαλής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας εξέφρασε την αντίθεσή του στις παροτρύνσεις του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών για εισαγωγή αρνητικών ονομαστικών επιτοκίων στην οικονομία. Άλλωστε, σύμφωνα με αξιωματούχο της Fed, τα αρνητικά επιτόκια δεν μπορούν να συμβάλουν στην οικονομική ανάκαμψη, επειδή στην παρούσα συγκυρία γίνεται προσπάθεια αντιμετώπισης μιας υγειονομικής κρίσης που οδηγεί σε περιορισμό δαπανών και δεν σχετίζεται με ένα υψηλό κόστος κεφαλαίου που έρχεται να επιβαρύνει τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά.

Σε αντίθεση, η Τράπεζα της Αγγλίας (BoE), προκειμένου να στηρίξει την οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία έχει υποστεί σοβαρές ζημιές από την Covid-19, δεν αποκλείει τη δυνατότητα εισαγωγής επιτοκίων κάτω από το μηδέν, καθώς το βασικό της επιτόκιο διαμορφώνεται σήμερα στο ιστορικά χαμηλό επίπεδο του 0,10%. Η οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου είναι πιο αδύναμη συγκριτικά με ένα χρόνο πριν, με αποτέλεσμα, όπως εκτιμά η ΒoΕ, η οικονομική δυσπραγία που έχει προκληθεί από την πανδημική κρίση να εκτινάξει την ανεργία, για πρώτη φορά από το 1994, στο 9%. Στο πλαίσιο ενδυνάμωσης της ρευστότητας, οι συμμετέχοντες στις αγορές προβλέπουν ότι η επόμενη κίνηση της BoE θα είναι η περαιτέρω ενίσχυση του προγράμματος αγοράς περιουσιακών στοιχείων ύψους 645 δισ. λιρών, το οποίο κατά κύριο λόγο είναι στραμμένο σε αγορές κρατικών ομολόγων, χωρίς να αποκλείουν την αύξηση της περιμέτρου των επιλέξιμων χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων, γεγονός που θα επιτρέψει την ενσωμάτωση τίτλων χαμηλότερης πιστοληπτικής ποιότητας.

Στην Ευρωζώνη, η ανάγκη για χαλάρωση των όρων χρηματοδότησης οδήγησε στην υιοθέτηση μιας πολιτικής αρνητικών ονομαστικών επιτοκίων (NIRP). Η εισαγωγή των τελευταίων στη νομισματική πολιτική, αποτελεί τμήμα μιας ολοκληρωμένης στρατηγικής πολιτικής που έχει υιοθετήσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα από τα μέσα του 2014, για να αποτρέψει την απομάκρυνση των αποπληθωριστικών πιέσεων που προήλθαν από την παγκόσμια κρίση του 2008-09 και την κρίση δημοσίου χρέους. Η ΕΚΤ έχει μειώσει το επιτόκιο διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων σε αρνητικό επίπεδο πέντε φορές από το 2014, ενώ η τελευταία μείωση ήταν τον Σεπτέμβριο 2019 σε -0,50% από -0,40%. Το αρνητικό ονομαστικό επιτόκιο της διευκόλυνσης αποδοχής καταθέσεων σημαίνει ότι οι εμπορικές τράπεζες της Ευρωζώνης υποχρεούνται να καταβάλουν ένα τίμημα για την κατάθεση των πλεονασματικών τους αποθεματικών στην ΕΚΤ.

Βασικό χαρακτηριστικό του σημερινού διεθνούς μακροοικονομικού περιβάλλοντος αποτελεί το χαμηλό επίπεδο των ονομαστικών, αλλά και των πραγματικών επιτοκίων. Οι χρηματαγορές λαμβάνοντας υπόψη την έντονη οικονομική αβεβαιότητα που έχει προκαλέσει η εξάπλωση της πανδημίας Covid-19 και με ανοικτό το ενδεχόμενο ενός δευτέρου κύματος εξάπλωσής της, έχουν αρχίσει να τιμολογούν την πιθανότητα εξαναγκασμού των κεντρικών τράπεζων, οι οποίες μέχρι σήμερα δεν έχουν καταφύγει στην επιλογή των αρνητικών ονομαστικών επιτοκίων, να προβούν στην υιοθέτησή τους. Η ιδέα της εισαγωγής των αρνητικών ονομαστικών επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες επικεντρώνεται στο να τονωθεί η ροή των πιστώσεων, να ενθαρρυνθεί η καταναλωτική ζήτηση και η ανάληψη επενδυτικού κινδύνου, ενώ παράλληλα να αποτραπούν ενδεχόμενες αποπληθωριστικές πιέσεις. Τα αρνητικά ονομαστικά επιτόκια ωθούν σε χαμηλότερα επίπεδα τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια δανεισμού, τα οποία με τη σειρά τους επηρεάζουν τα επιτόκια χρηματοδότησης των επιχειρήσεων και των καταναλωτών.

Είναι ενδιαφέρον ότι στις ΗΠΑ, όπου στο παρελθόν δεν έχει υπάρξει εισαγωγή αρνητικών ονομαστικών επιτοκίων, οι συμμετέχοντες στις αγορές αποδίδουν σημαντική πιθανότητα στην υιοθέτησή τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, το συμβόλαιο μελλοντικής εκπλήρωσης του Μαΐου 2020 (30 day Fed fund rate), το οποίο συνδέεται με το βασικό επιτόκιο της Fed, διαπραγματεύεται στο 0,0525%, δηλαδή κοντά στο κάτω μέρος του εύρους 0%-0,25% που η Fed στοχεύει επιτοκιακά. Ωστόσο, τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης από τον Ιούλιο 2021 και μετά έχουν αρχίσει να προεξοφλούν μηδενικά ή αρνητικά επιτόκια. Στην κατεύθυνση αυτή συνηγορεί και η προσδοκία μεγάλου τμήματος των συμμετεχόντων στις αγορές ότι η Fed, μέσω του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης (QE), δεν θα κατορθώσει να οδηγήσει τον πληθωρισμό στον επιθυμητό στόχο του 2% (FOMC Economic Projections December 2019) ή δεν θα μπορέσει να δημιουργήσει πολύ υψηλό πληθωρισμό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η περίπτωση της Ιαπωνίας, η οποία επιβεβαιώνει αυτή την εκτίμηση, καθώς οι μακροπρόθεσμες προσδοκίες για τον πληθωρισμό έχουν διατηρηθεί κάτω από το 0,5%, παρά την υιοθέτηση πολύ επιθετικών προγραμμάτων ποσοτικής χαλάρωσης.

Στην κατεύθυνση των χαμηλών επιτοκίων κινούνται όμως και τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (short sterling future) που συνδέονται με το επιτόκιο πολιτικής της BoE στο Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς από τον Σεπτέμβριο 2020 και μετά έχουν αρχίσει να ενσωματώνουν μείωση του βασικού επιτοκίου από το τρέχον επίπεδο του 0,10%, ενώ παράλληλα προσδοκίες για χαμηλότερα επιτόκια έχουν ξεκινήσει να διαφαίνονται και στις αγορές των κρατικών ομολόγων.

Δεδομένης της σταθερής καθοδικής πορείας των ονομαστικών επιτοκίων διεθνώς, των δυσκολιών ενίσχυσης των πληθωριστικών πιέσεων και της σημασίας της απρόσκοπτης λειτουργίας των κεντρικών τραπεζών, ενδεχομένως θα ήταν απαραίτητη, για προληπτικούς λόγους, η προετοιμασία εργασίας σε ένα περιβάλλον με αρνητικά ονομαστικά επιτόκια. Άλλωστε, στην περίπτωση που απαιτηθούν πολύ μεγάλες επενδύσεις για την αναδιάρθρωση μιας οικονομίας και πολλές επιχειρήσεις απαιτηθεί να δανειστούν για μεγάλο χρονικό διάστημα προκειμένου να συνεχίσουν τη λειτουργία τους, τα αρνητικά ονομαστικά επιτόκια ενδεχομένως να αποτελούν τη «λιγότερο κακή» λύση.

Με το πέρας των δημοσιονομικών παρεμβάσεων που έχει προκαλέσει η πανδημική κρίση της Covid-19, είναι πιθανό ο πληθωρισμός και τα ονομαστικά επιτόκια να οδηγηθούν σε υψηλότερα επίπεδα από εκείνα που προσδοκούν οι συμμετέχοντες στις αγορές. Ωστόσο, υπάρχει σημαντικά μεγάλη πιθανότητα οι κεντρικές τράπεζες να διατηρήσουν το βασικό τους επιτόκιο στο μηδέν για παρατεταμένη χρονική περίοδο, χρησιμοποιώντας το μέγεθος του ισολογισμού τους ως εργαλείο νομισματικής πολιτικής και καθοδηγώντας τις αγορές για τη μελλοντική πορεία των επιτοκίων. Σε μια περίοδο αυξημένης αβεβαιότητας για την παγκόσμια οικονομία, ενδεχομένως η ποσοτική χαλάρωση και η καλύτερη επικοινωνία με τις αγορές, να αποτελεί ένα ασφαλέστερο στοίχημα για την ενίσχυση της οικονομικής δραστηριότητας.

 

Δείτε όλη την ανάλυση της Alpha Bank εδώ.

 

Πηγή: www.capital.

Διαβάστε το άρθρο από την πηγή

Εγγραφή RSS για αυτά τα σχόλια Σχόλια (0)

συνολικά: | προβολή:

Σχολιάστε το άρθρο comment

Παρακαλώ εισάγετε τον κωδικό που βλέπετε στην εικόνα:

Eshop
  • email Αποστολή άρθρου
  • print Εμφάνιση εκτύπωσης
  • Plain text Προβολή ώς Plain Text