Η κατηγοριοποίηση των μετοχών του Χρηματιστηρίου
Από την έναρξη της λειτουργίας του Χρηματιστηρίου, έως το 2005, η κατηγοριοποίηση των μετοχών στο Ημερήσιο Δελτίο Τιμών (ΗΔΤ) γινόταν με βάση τον επιχειρηματικό κλάδο στον οποίο ανήκε η κάθε μετοχή και το σύνολο των μετοχών θεωρούνταν ως μία ενιαία αγορά, αυτή που, κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, ονομάστηκε “Κύρια Αγορά”.
Μεταξύ του 1990 και του 2001, υπήρξε μία “παρένθεση” στο σύστημα αυτό, αφού, στο τέλος κάθε ΗΔΤ προστέθηκε και η κατηγορία της “Παράλληλης Αγοράς”, δηλαδή της αγοράς στην οποία εισέρχονταν οι μετοχές μικρότερων εταιριών οι οποίες δεν πληρούσαν τα κριτήρια εισαγωγής στην Κύρια Αγορά. Η αγορά αυτή -επιτυχημένη στα πρώτα χρόνια, αλλά καταστρατηγήθηκε στην περίοδο 1999-2000- καταργήθηκε κατά το 2001.
Μία σημαντική μεταβολή σημειώθηκε κατά το 2005, όταν, αντί των επιχειρηματικών κλάδων, οι μετοχές διαχωρίστηκαν, με βάση την κεφαλαιοποίησή τους, σε τρεις κατηγορίες: της “Υψηλής Κεφαλαιοποίησης” (για τις μετοχές με χρηματιστηριακή αξία άνω των 100 εκατομμυρίων ευρώ), της “Μεσαίας και Μικρής Κεφαλαιοποίησης” (για μετοχές με κεφαλαιοποίηση κάτω των 100 εκατομμυρίων) και στην κατηγορία των “Ειδικών Χρηματιστηριακών Στατιστικών” (για μετοχές εταιριών με αρνητικές εξελίξεις στην οικονομική τους πορεία καθώς και για εταιρίες που ενέπιπταν στα κριτήρια χαρακτηρισμού "χαμηλής ρευστότητας" και "χαμηλής παραγωγικής δραστηριότητας").
Από το 2010 και καθώς οι χρηματιστηριακές τιμές υποχωρούσαν και -με τον τρόπο αυτόν- μειώνονταν ο αριθμός των εταιριών με κεφαλαιοποίηση άνω των 100 εκατομμυρίων, επανήλθε η μοναδική κατηγορία της “Κύριας Αγοράς”, χωρίς να αναφέρονται επιχειρηματικοί κλάδοι. Παράλληλα όμως, ενεργοποιήθηκε και η κατηγορία της “χαμηλής διασποράς” (εφ’ όσον ποσοστό μικρότερο του 15% βρισκόταν σε ελεύθερη διασπορά) και των “ειδικών χαρακτηριστικών” (εφ’ όσον είχε ενεργοποιηθεί μία δημόσια προσφορά για μία μετοχή ή ο κύκλος εργασιών της εταιρίας είχε υποχωρήσει κάτω από τα 2 εκατομμύρια ευρώ). Κατά την άποψή μας, η κατηγοριοποίηση αυτή ήταν αποτυχημένη, αφού αφαιρούσε μία ουσιαστική πληροφόρηση, χωρίς να προσθέτει κάτι ιδιαίτερο.
Από το 2017, προέκυψε μία διαφορετική κατηγοριοποίηση, η οποία βασίστηκε στις συναλλαγές της κάθε μετοχής και η οποία ισχύει μέχρι σήμερα. Με βάση την κατηγοριοποίηση αυτή, οι μετοχές χωρίζονται σε μετοχές “Υψηλής διαπραγματευτικής δραστηριότητας” (εφ’ όσον η τριμηνιαία μέση Κυκλοφοριακή Ταχύτητα* είναι μεγαλύτερη του 0,05% και ο τριμηνιαίος μέσος αριθμός πράξεων είναι μεγαλύτερος των 200, ή οι μετοχές συμμετέχουν στη σύνθεση του δείκτη FTSE Large Cap την τελευταία ημέρα τριμήνου , ή πρόκειται για μετοχές δευτερογενώς εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών. Με αντίστοιχο τρόπο υπολογισμού, μετοχές με χαμηλότερες συναλλαγές εντάσσονται στις κατηγορίες μέσης και χαμηλής συναλλακτικής δραστηριότητας. Παράλληλα, παραμένουν σε ισχύ οι κατηγορίες της “επιτήρησης” και της αναστολής διαπραγμάτευσης.
Στον παρακείμενο πίνακα, παρουσιάζονται οι κατηγορίες της χρηματιστηριακής αγοράς, από το 2005, οπότε και σταμάτησε η παραδοσιακή κατηγοριοποίηση με βάση τους χρηματιστηριακούς κλάδου.
Από τον πίνακα αυτόν είναι εμφανής η “φθορά” στα αριθμητικά και τα ποιοτικά στοιχεία του χρηματιστηριακού πίνακα μετοχών, καθ’ όλη την περίοδο από το τέλος του 2005 έως και σήμερα. Ο αριθμός των διαπραγματευόμενων μετοχών μειώθηκε από 380 σε 172, η συνολική κεφαλαιοποίηση από 122,1 σε 44,4 δισεκατομμύρια ευρώ και ο αριθμός των εταιριών με κεφαλαιοποίηση πάνω από 100 εκατομμύρια ευρώ, από 83 σε 41.
Σχόλια (0)
Σχολιάστε το άρθρο