Αρχική | Διάφορα | Τεύχη 2018-2023 (Νο 199 έως Νο 253) | Χ&Α - 219 | Η ημιθανής χρηματιστηριακή αγορά της Αθήνας

Η ημιθανής χρηματιστηριακή αγορά της Αθήνας

Μέγεθος γραμμάτων: Decrease font Enlarge font
Η ημιθανής χρηματιστηριακή αγορά της Αθήνας

Η Tesla Inc. είναι μία αμερικανική αυτοκινητοβιομηχανία, που ιδρύθηκε το 2003 και η οποία σχεδιάζει, παράγει και εμπορεύεται ηλεκτρικά αυτοκίνητα. Κατά τους προηγούμενους μήνες, η μετοχή της (διαπραγματεύεται στο NASDAQ) είχε εντυπωσιακή συμπεριφορά και, από την αρχή του έτους, καταγράφει απόδοση +242% (δείτε εδώ). Κατά το μήνα Ιούλιο, ο μέσος ημερήσιος όγκος συναλλαγών της μετοχής, υπολογίζεται σε 17,215 εκατομμύρια τεμάχια. Με βάση τη μέση τιμή κλεισίματος των συνεδριάσεων του Ιουλίου, η μέση αξία συναλλαγών υπολογίζεται σε 25,14 δισεκατομμύρια δολάρια, ή -με βάση τη μέση τιμή ισοτιμίας ευρώ/δολαρίου- 21,94 δισεκατομμύρια ευρώ.

Η χρηματιστηριακή αγορά της Αθήνας, κατά το μήνα Ιούλιο 2020, είχε συνολικές συναλλαγές ύψους 1,13 δισεκατομμύρια ευρώ (μέσος ημερήσιος όρος: 49,0 εκατομμύρια), ενώ για το σύνολο των προηγούμενων 12 μηνών -η οποία μάλιστα ήταν περίοδος αυξημένων συναλλαγών- η συνολική αξία των συναλλαγών έφθασε στα 16,88 δισεκατομμύρια ευρώ (μέσος ημερήσιος όρος: 68,3 εκατομμύρια). (Δείτε εδώ)

Με άλλα λόγια, οι συναλλαγές 12 μηνών για το σύνολο των μετοχών του Χρηματιστηρίου της Αθήνας, είναι κατά 30% λιγότερες από τις συναλλαγές μίας ημέρας για μία μετοχή του NASDAQ. Αυτό βέβαια δεν προσδιορίζει από μόνο του το βαθμό απαξίωσης της ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς. Τον προσδιορίζει όμως μία σειρά από απλά στατιστικά στοιχεία, και κυρίως η καθημερινή εμπειρία όλων μας, όπως τη βιώνουμε για περισσότερο από μία δεκαετία:

- Ο Γενικός Δείκτης πέτυχε την υψηλότερη τιμή στην ιστορία του πριν από περίπου 21 χρόνια (17/9/1999). Κανένας χρηματιστηριακός δείκτης στον κόσμο (πλην του δείκτη Nikkei του Τόκιο) δεν έχει καθυστερήσει τόσο πολύ να πετύχει νέα ιστορικά ανώτερη τιμή.

- Η τιμή του Γενικού Δείκτη στο τέλος Ιουλίου 2020 (617,61 μονάδες) είναι κατά 90,4% χαμηλότερη από την ιστορικά ανώτερη τιμή του Σεπτεμβρίου του 1999. Παράλληλα, είναι κατά 35,1% χαμηλότερη σε σχέση με την τιμή που είχε πριν από 30 χρόνια, δηλαδή από την 31/7/1990 (τότε τιμή του ΓΔ: 950,94 μονάδες). Βεβαίως, δε λαμβάνεται υπ’ όψη η κατά 69,8% υποχώρηση της αξίας του νομίσματος, λόγω του πληθωρισμού αυτών των 30 ετών (σωρευτικός πληθωρισμός 1990-2020: 231,8%, δηλαδή, μία νομισματική μονάδα του Ιουλίου του 1990, ισούται με 3,31 νομισματικές μονάδες του Ιουλίου του 2020 - σημειώνεται ότι το Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου της Αθήνας, είναι δείκτης κεφαλαιοποίησης και συνεπώς δεν αποπληθωρίζεται). Δείτε το διάγραμμα της χρηματιστηριακής αγοράς για την περίοδο 1990 - 2020 (εδώ).

Δείτε το διάγραμμα διαδραστικά εδώ.

- Ο τραπεζικός κλάδος, διαχρονικά η “ατμομηχανή” ανάπτυξης και δράσης του Χρηματιστηρίου, υπήρξε το μεγαλύτερο θύμα της κρίσης και ίσως ο κλάδος με τις μεγαλύτερες απώλειες στην παγκόσμια χρηματιστηριακή ιστορία. Η τιμή του κλαδικού τραπεζικού δείκτη (ΔΤΡ) στα τέλη Ιουλίου βρισκόταν στις 302,86 μονάδες, την πιο χαμηλή στην ιστορία του, ενώ οι απώλειές του κατά τα 20 τελευταία χρόνια, χωρίς υπερβολή, κυμαίνονται κοντά στο 99,8%!
- Η συνολική κεφαλαιοποίηση του Χρηματιστηρίου έφθανε -στο τέλος Ιουλίου 2020- στα 43,3 δισεκατομμύρια ευρώ, μέγεθος το οποίο είναι κατά 77,9% μικρότερο από την κεφαλαιοποίηση του τέλους του 2007 και αυτό, παρά το γεγονός ότι κατά την περίοδο 2007 έως και το 2020 έχουν εισρεύσει στην αγορά -μέσω αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου- περισσότερα από 58,4 δισ. ευρώ -στα τέλη Ιουλίου, η συνολική κεφαλαιοποίηση των υφιστάμενων τραπεζών, έφθανε στα 4,1 δισ. ευρώ.
- Η κεφαλαιοποίηση του Χρηματιστηρίου, στο τέλος Ιουλίου 2020, έφθανε στο 23,3% του τρέχοντος ΑΕΠ. Η τιμή αυτή, είναι από τις πιο χαμηλές ανάμεσα στις χώρες μέλη του ΟΟΣΑ. Για το σύνολο του ΟΟΣΑ, με στοιχεία του τέλους του 2018, η σχέση “Κεφαλαιοποίηση προς ΑΕΠ” έφθανε στο 107,3% (δείτε αναλυτικά εδώ). Κατά το έτος της “έξαρσης” της πορείας της χρηματιστηριακής αγοράς της Αθήνας (1999), η σχέση αυτή είχε φθάσει στο 147,7% (δείτε παρακείμενο διάγραμμα).

Δείτε το διαγραμμα διαδραστικά εδώ.

- Ο αριθμός των εισηγμένων εταιριών έχει περιοριστεί σε 166 και είναι κατά 54% χαμηλότερος από το έτος 2004, οπότε και είχε φθάσει στις 360 εταιρίες, τον υψηλότερο αριθμό στην ιστορία του Χρηματιστηρίου. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη ότι, από αυτές, 23 βρίσκονται σε καθεστώς “επιτήρησης” και 23 σε “αναστολή διαπραγμάτευσης”, τότε ο αριθμός τους περιορίζεται σε 120, από τις οποίες μόλις οι 42 έχουν κεφαλαιοποίηση πάνω από 100 εκατομμύρια ευρώ. Η μείωση που σημειώθηκε στον αριθμό εισηγμένων εταιριών είναι η μεγαλύτερη μείωση που έχει συμβεί στην ιστορία του Χρηματιστηρίου.

Δείτε το διαγραμμα διαδραστικά εδώ.

- Η αξία των συναλλαγών βρίσκεται επί έτη, κοντά στο 10% της αξίας των συναλλαγών του 2007 ή του 1999 (δείτε πίνακα 1)
- Η άντληση κεφαλαίων είναι εξαιρετικά μικρή. Αν εξαιρέσουμε τα κεφάλαια που εισέρρευσαν στις τράπεζες για τις ανάγκες των αλλεπάλληλων ανακεφαλαιοποιήσεών τους (58,4 δισεκ. ευρώ, τα οποία τελικά εξαϋλώθηκαν και οι μέτοχοί τους καταστράφηκαν), το σύνολο των κεφαλαίων που εισέρρευσαν στις υπόλοιπες εισηγμένες εταιρίες για την απόκτηση μετοχών, στην περίοδο 2007-2020, φθάνει στα 17,9 εκατομμύρια ευρώ. Πρακτικά, η χρηματιστηριακή αγορά δεν παίζει το ρόλο της ως χώρος άντλησης κεφαλαίων από τις επιχειρήσεις και έτσι αδυνατεί να παίξει και το ρόλο της ως φορέας ανάπτυξης της οικονομίας.
- Στη δεκαετία 1990-1999, στη χρηματιστηριακή αγορά εισήλθαν 215 νέες εταιρίες. Στη δεκαετία 2000-2009, εισήλθαν 149 εταιρίες. Κατά την τελευταία δεκαετία, 2010-2019, ο αριθμός των νέων εταιριών περιορίστηκε στις 5.
- Οι ενεργοί επενδυτές έχουν μειωθεί δραματικά. Κατά το μήνα Ιούλιο 2020, οι χρηματιστηριακοί κωδικοί που πραγματοποίησαν έστω και μία πράξη μέσα στο μήνα, έφτασαν στους 18.858. Το σύνολο των υφιστάμενων επενδυτικών μερίδων, στα τέλη Ιουνίου 2020 ήταν 555.931, σημαντικά μειωμένο από τις 1.290.402 μερίδες που ήταν στο τέλος του 2004. Βεβαίως, η συντριπτική πλειοψηφία των μερίδων αυτών είναι ανενεργές και δεν έχουν πραγματοποιήσει κάποια πράξη επί σειρά ετών. Στο 80,5% των μερίδων αυτών, η χρηματική αποτίμηση (ύψος του χαρτοφυλακίου) είναι μικρότερο των 3.000 ευρώ, ενώ ποσοστό 9,6% των μερίδων, έχει αποτίμηση μεταξύ 3.000 και 9.000 ευρώ. Στο τέλος του 2009, δηλαδή όταν ξεκινούσε η κρίση χρέους της χώρας, υπήρχαν 938.000 μερίδες, και μόλις το 64% είχε αποτίμηση κάτω από τα 9.000 ευρώ.
- Οι επαγγελματίες του χώρου έχουν μειωθεί δραματικά. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, λειτουργούσαν 94 χρηματιστηριακές εταιρίες, πολλά υποκαταστήματά τους, ενώ ο μέσος όρος προσωπικού ξεπερνούσε τα 40 άτομα. Σήμερα, λειτουργούν μόλις 47 χρηματιστηριακές εταιρίες (και 7 ως “εξ’ αποστάσεως μέλη”), ελάχιστες πετυχαίνουν έστω και μικρά κέρδη, ενώ ο μέσος όρος προσωπικού έχει πέσει αρκετά κάτω από τα 20 άτομα. Παράλληλα, στο τέλος της δεκαετίας του 1990, λειτουργούσαν περί τις 1.215 ΑΕΕΔ (Ανώνυμες Εταιρίες Επενδυτικής Διαμεσολάβησης - πρώην ΑΕΛΔΕ), ενώ σήμερα ο αριθμός τους έχει υποχωρήσει στις 28, με μέσο όρο προσωπικού, όχι περισσότερα από 2 άτομα. Σήμερα τα λειτουργούντα τμήματα αναλύσεων είναι ελάχιστα και η πληροφόρηση που οι εταιρίες δίνουν στους πελάτες τους, στις περισσότερες περιπτώσεις είναι ανεπαρκής.

Μήνας /Έτος Κλείσιμο Έτους Κατώτατο έτους Ανώτατο έτους Μεταβολή έτους Κεφαλαιοποίηση (εκατ. €) Σύνολο αξίας (εκατ. €) Μ.Ο Αξίας Συναλλαγών (εκατ. €) Αριθμός Εταιριών Αριθμός ενεργών επενδυτών (Δεκ. έτους)
Ιουλ-2020 617,33 469,55 949,20 -32,9% 43.471 10.279,9 70,2 166 18.858
2019 916,67 600,12 921,87 49,5% 59.128 16.427,1 66,5 169 17.681
2018 613,30 592,70 895,64 -23,6% 44.884 13.755,0 55,2 178 12.281
2017 802,37 602,43 859,78 24,7% 54.182 14.621,9 58,3 191 16.965
2016 643,64 420,82 658,99 1,9% 45.200 14.796,9 59,4 205 16.464
2015 631,35 557,63 945,81 -23,6% 47.218 19.118,5 85,7 229 26.322
2014 826,18 756,80 1.005,31 -28,9% 53.392 30.599,5 123,4 233 25.827
2013 1.162,68 788,81 885,33 28,1% 67.440 21.218,8 86,3 243 39.268
2012 907,90 471,35 622,39 33,4% 34.267 14.413,8 57,9 260 30.076
2011 680,42 641,85 699,91 -51,9% 26.464 20.663,4 82,3 268 24.675
2010 1.413,94 1.383,01 1.543,43 -35,6% 54.627 34.838,7 138,2 277 34.994
2009 2.196,16 1.457,83 1.724,45 22,9% 83.770 50.543,6 203,8 288 69.557
2008 1.786,51 1.711,80 5.207,44 -65,5% 68.190 77.867,6 314,0 294 61.639
2007 5.178,83 4.245,16 4.719,26 17,9% 196.343 163.231,2 647,7 305 70.316
2006 4.394,13 3.362,25 3.741,48 19,9% 158.345 83.078,2 329,7 317 93.496
2005 3.663,90 2.786,51 2.983,47 31,5% 122.780 52.508,4 210,0 356 84.832
2004 2.786,18 2.072,60 2.330,30 23,1% 92.134 35.625,3 140,8 360 74.007
2003 2.263,58 1.462,19 1.620,96 29,5% 84.474 29.878,5 121,0 355 92.564
2002 1.748,42 1.704,71 1.866,30 -32,5% 65.694 19.668,0 80,0 349
2001 2.591,56 255,16 2.472,28 -23,5% 97.212 37.680,9 150,7 349
2000 3.388,86 3.165,19 3.795,82 -38,8% 117.582 99.128,1 393,4 342
1999 5.535,09 2.762,57 3.169,59 102,2% 186.046 163.749,1 655,0 294
1998 2.737,55 1.356,15 1.541,68 85,0% 65.175 39.255,4 156,4 258
1997 1.479,63 932,38 1.185,28 58,5% 28.651 15.037,9 60,6 237
1996 933,48 870,86 927,74 2,1% 17.850 5.476,0 22,1 235
1995 914,15 782,22 827,18 #DIV/0! 12.107 4.071,1 16,3 215


Δεν έχει υπάρχει κάποια σχετική διεθνής έρευνα, όμως, με βάση τις επιδόσεις της στους περισσότερους τομείς μέτρησης, μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι, η χρηματιστηριακή αγορά της Αθήνας, κατατάσσεται τελευταία, ανάμεσα στις χρηματιστηριακές αγορές των χωρών μελών του ΟΟΣΑ και ενδεχομένως και ανάμεσα στο σύνολο των διεθνών χρηματιστηριακών αγορών.

Η χρηματιστηριακή αγορά, βρίσκεται σε ένα “κώμα”. Πρακτικά δεν υπάρχει. Δεν εισέρχονται νέες εταιρίες, συνεχίζεται η τάση φυγής από τις υπάρχουσες, δε γίνονται αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, ο αριθμός των ενεργών επενδυτών είναι πολύ μικρός και οι χρηματιστηριακές συναλλαγές παραμένουν ελάχιστες.

Δεν είναι η πρώτη φορά στην ιστορία της που, η χρηματιστηριακή αγορά της Αθήνας βρίσκεται σε “κώμα”. Στην 140ετή ιστορία του, το Χρηματιστήριο ακολούθησε και αντικατόπτρισε την ιστορική εξέλιξη της Ελλάδας και της ελληνικής οικονομίας. Οι περιπτώσεις στις οποίες έπαιξε το ρόλο του ως φορέας ανάπτυξης της οικονομίας και των επιχειρήσεων ήταν λίγες και βραχύβιες. Τα “προβληματικά” χρόνια υπερτερούν σημαντικά των “θετικών” και οι περίοδοι στασιμότητας είναι πολλές και πολυετείς. Βεβαίως, όπως έχει δείξει το παρελθόν, μία θετική περίοδος, επαρκεί για να αποσβέσει τις ζημιές και να ανταμείψει την αναμονή πολλών ετών.

Βεβαίως, το Χρηματιστήριο δε θα πάψει να υπάρχει. Είναι, ή πρέπει να είναι, ένας βασικός θεσμός μιας σύγχρονης οικονομίας. Θα συνεχίσει να λειτουργεί και να αντανακλά τις εξελίξεις στην ελληνική οικονομία. Όταν η οικονομία κινείται αναπτυξιακά, το Χρηματιστήριο θα πετυχαίνει ανόδους και θα βιώνει χρόνια έντασης και δόξας. Όταν η οικονομία βυθίζεται σε υφέσεις, μαζί της θα βυθίζεται και το Χρηματιστήριο.
Όμως, το Χρηματιστήριο δε θα πρέπει να αφεθεί μοιρολατρικά στην τύχη του, να συμπαρασυρθεί από τις εξελίξεις στην οικονομία. Η Πολιτεία θα πρέπει να αναλάβει ενεργό ρόλο για να το στηρίξει και να το προετοιμάσει ώστε να λειτουργήσει καλύτερα και πιο αποτελεσματικά στην περίοδο ανάκαμψης που, σε κάποια στιγμή, θα ακολουθήσει. Επειδή, στις σύγχρονες χώρες, τα χρηματιστήρια δεν είναι απλά οι “καθρέφτες” που αντικατοπτρίζουν τις οικονομικές εξελίξεις, αλλά παράλληλα, τα ίδια, παίρνουν μέρος και συμβάλλουν σ’ αυτές.


Επιστροφή στα περιεχόμενα
Δείτε τους συνδέσμους για παλαιότερα τεύχη (εδώ)
Δείτε την ύλη των παλαιότερων τευχών (εδώ)

Εγγραφή RSS για αυτά τα σχόλια Σχόλια (0)

συνολικά: | προβολή:

Σχολιάστε το άρθρο comment

Παρακαλώ εισάγετε τον κωδικό που βλέπετε στην εικόνα: