Αρχική | Οικονομία | Ελληνική Οικονομία | Covid-19 και η επόμενη μέρα για τις εργασιακές συνθήκες στην Ελλάδα

Covid-19 και η επόμενη μέρα για τις εργασιακές συνθήκες στην Ελλάδα

Μέγεθος γραμμάτων: Decrease font Enlarge font
Covid-19 και η επόμενη μέρα για τις εργασιακές συνθήκες στην Ελλάδα

H νέα τάξη πραγμάτων διεθνώς

Είναι κοινός τόπος ότι η πρωτοφανής έκταση και ένταση της πανδημίας οδήγησαν σταδιακά ολοένα και περισσότερους εργαζομένους να απασχολούνται από το σπίτι. Έρευνες δείχνουν ότι το 98% των ατόμων που συμμετείχαν σε αυτές δήλωσαν ότι θα ήθελαν να έχουν την επιλογή να εργαστούν απομακρυσμένα για το υπόλοιπο της καριέρας τους[1]. Ωστόσο, δεν είναι όλα ρόδινα με αυτή τη νέα συνθήκη, καθώς πολλοί εργαζόμενοι επισημαίνουν ότι η μεγαλύτερη πρόκληση είναι η «αποσύνδεση» από τη δουλειά, δηλαδή η οριοθέτηση, που δεν μπορεί να επιτευχθεί πια, σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας της ασάφειας που προκαλεί η απώλεια συγκεκριμένου χώρου εργασίας. Εκεί έγκειται ίσως και μια μεγάλη παγίδα: η τηλεργασία είναι ένας εναλλακτικός τρόπος να προσφέρει κανείς την εργασία του. Μπορεί όμως να λειτουργεί αποσταθεροποιητικά για τις εργασιακές σχέσεις και λόγω των εγγενών χαρακτηριστικών της  και λόγω του ότι δεν εφαρμόζεται ουδέτερα ούτε με πρόσημο τη διευκόλυνση των εργαζομένων, αλλά εντάσσεται σε μια συγκεκριμένη στρατηγική για περισσότερη ευελιξία στις εργασιακές σχέσεις, όπου μπορεί να ελλοχεύει o κίνδυνος της παγίωσης.

Είναι κοινός τόπος ότι χωρίς αυτή τη μαζική και παγκόσμια αλλαγή εργασιακού υποδείγματος, βάσει του οποίου εκατομμύρια εργαζόμενοι, σχεδόν εν μία νυκτί, εγκατέλειψαν τα γραφεία τους και άρχισαν να δουλεύουν από τα σπίτια τους, τα lockdowns σε πολλές χώρες δεν θα είχαν λειτουργήσει αποτελεσματικά, και οι οικονομίες θα είχαν καταρρεύσει ολοκληρωτικά.  Η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (ILO) ήδη από τον Μάιο του 2020[2] εξέδωσε ειδικό οδηγό για όλες τις επιχειρήσεις που εφαρμόζουν πρωτόκολλα τηλεργασίας στο πλαίσιο μιας «προσωρινής προσαρμογής εξαιτίας της πανδημίας». Πόσο όμως προσωρινή αναμένεται αυτή η κατάσταση και πόσο λειτουργική, όταν εφαρμόζεται μαζικά και για μεγάλα χρονικά διαστήματα;

O καθηγητής του Στάνφορντ Νίκολας Μπλουμ[3] (2020) επισημαίνει ότι η πανδημία δημιούργησε ήδη μια «ωρολογιακή βόμβα για την ανισότητα». Έρευνες δείχνουν ότι εκείνοι που είναι περισσότερο μορφωμένοι και με υψηλότερους μισθούς είναι πιθανότερο να εργάζονται από το σπίτι, να πληρώνονται, να αναπτύσσουν δεξιότητες και να εξελίσσουν την καριέρα τους. Ταυτόχρονα, υστερούν όσοι δεν μπορούν να εργαστούν από το σπίτι είτε λόγω της φύσης της δουλειάς τους είτε επειδή δεν έχουν τον κατάλληλο εξοπλισμό. Αντιμετωπίζουν, επίσης, δυσοίωνες προοπτικές, στο βαθμό που οι δεξιότητές τους και η εργασιακή τους εμπειρία επηρεάζονται αρνητικά και επί της ουσίας εμποδίζονται εξαιτίας εκτεταμένων lockdown και της φθίνουσας πορείας της οικονομίας.

Ευρήματα της έρευνας σχετικά με την επιρροή της πανδημίας στα εργασιακά

Από την έρευνα του ΕΝΑ που διενεργήθηκε στις αρχές Ιουλίου του 2020, σε συνεργασία με την Prorata S.A., προέκυψαν εξαιρετικά ενδιαφέροντα συμπεράσματα για τη διαμόρφωση της καθημερινότητας των πολιτών και για επιμέρους τομείς όπως οι εργασιακές συνθήκες. Ενδεικτικά, μόνο το 19% των ερωτηθέντων συνέχισε να εργάζεται στο χώρο εργασίας του με τις ίδιες συνθήκες όπως  πριν από την πανδημία, ενώ το 33% απάντησε ότι παρέμεινε στο σπίτι γιατί δεν εργαζόταν ούτε πριν από την πανδημία. Αυτό σημαίνει ότι το υπόλοιπο (περίπου) 48% βιώνει μια κάποιου είδους μεταβολή στις εργασιακές του συνθήκες. Μόνο το 9% συνέχισε να πηγαίνει στο χώρο εργασίας του, αλλά εκ περιτροπής, ώστε να αποφευχθεί ο συνωστισμός,  το 11%  είχε τεθεί σε αναστολή εργασίας, ενώ το 26% εργαζόταν από το σπίτι (μορφή τηλεργασίας).

Έντονο ενδιαφέρον παρουσιάζει η έμφυλη διάσταση, καθώς διαπιστώνεται ότι οι γυναίκες βρίσκονται σε μειονεκτική θέση με την έλευση της πανδημίας. Το 39,8% των ερωτηθέντων που απάντησαν ότι παρέμειναν στο σπίτι, καθώς δεν εργάζονταν, ήταν γυναίκες, έναντι του 28,4 %, που ήταν άνδρες. Κατ’ αντιστοιχία, απάντησε ότι τέθηκε σε αναστολή το 15% των γυναικών και το 8,5% των ανδρών, ενώ μόλις το 9,4% των γυναικών απάντησαν ότι συνέχισαν να εργάζονται κανονικά στο χώρο εργασίας τους, με το αντίστοιχο ποσοστό για τους άνδρες να κινείται στο 25,1%.

.

Από την έρευνα προκύπτει, επίσης, ότι περίπου για τους μισούς συμμετέχοντες στην έρευνα δεν υπήρξε κάποια σημαντική μεταβολή, είτε γιατί παρέμειναν στο σπίτι, όπως και πριν, αφού δεν εργάζονταν ούτε πριν ούτε κατά τη διάρκεια της πανδημίας (άνεργοι, συνταξιούχοι κ.λπ.), είτε γιατί συνέχισαν να εργάζονται με τις ίδιες ακριβώς συνθήκες όπως και πριν από την πανδημία.  Για το υπόλοιπο περίπου μισό των ερωτηθέντων υπήρξε κάποιου είδους διαφοροποίηση στην εργασιακή τους καθημερινότητα. Ενδεικτικά, 1 στους 4 του συνόλου των συμμετεχόντων στην έρευνα απασχολείται με τη μορφή τηλεργασίας.

.

Σημαντική ήταν η παράμετρος του μορφωτικού επίπεδου, καθώς το 31,1% όσων απάντησαν ότι εργάστηκαν με τη μορφή τηλεργασίας από το σπίτι είχαν ολοκληρώσει πανεπιστημιακές σπουδές, ενώ το 12,5% είχε μη πανεπιστημιακή μόρφωση. Αυτό το ποσοστό ενδεχομένως να φανερώνει δημιουργία ενός ακόμα μεγαλύτερου χάσματος ανισότητας ανάμεσα στους εργαζομένους επί τη βάσει του μορφωτικού επιπέδου.  Δεν είναι αμελητέο ότι όσοι δεν κατέχουν πανεπιστημιακή μόρφωση βρίσκονταν ήδη σε δυσμενέστερη θέση, ακόμη και πριν από την έλευση της πανδημίας. Όπως μπορεί να παρατηρήσει κανείς και στο σχετικό πίνακα, το 41% όσων απάντησαν ότι παρέμειναν όπως και πριν στο σπίτι δεν κατέχουν πανεπιστημιακή μόρφωση, γεγονός που αναδεικνύει ότι ενδεχομένως η ανεργία να είχε ήδη πλήξει αυτή τη μερίδα των πολιτών. Σε αυτό το ήδη αρκετά υψηλό ποσοστό προστίθεται το 13,6% των συμμετεχόντων στην έρευνα που δεν έχουν πανεπιστημιακή εκπαίδευση και τέθηκαν σε αναστολή εργασίας.

.

Αναφορικά με το φύλο, μπορεί κανείς να παρατηρήσει δύο κύριες διαφορές, που εντοπίζονται κυρίως μεταξύ του συνόλου του πληθυσμού και της νεολαίας, δηλαδή της ηλικιακής ομάδας 17 – 34. Πρώτον, το 31,9% των ερωτηθέντων που εργάζονται με τη μορφή τηλεργασίας είναι μεταξύ 17 και 34 ετών, έναντι του συνόλου, που είναι 25,5%, και, δεύτερον, το 14,9% των ερωτηθέντων αυτής της ηλικιακής κατηγορίας τέθηκε σε αναστολή εργασίας, έναντι του 11,1% του συνόλου του πληθυσμού.

.

Το πιο ανησυχητικό ίσως εύρημα είναι εκείνο που επιβεβαιώνει την αίσθηση ότι για εκείνους για τους οποίους υπήρξε κάποια έντονη μεταβολή στις συνθήκες εργασίας τους, δηλαδή όσους τέθηκαν σε αναστολή εργασίας ή στράφηκαν στην τηλεργασία, η οικονομική τους κατάσταση χειροτέρεψε. Από τον σχετικό πίνακα που ακολουθεί μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι όσοι συνέχισαν να εργάζονται στο χώρο εργασίας τους εκ περιτροπής κατά ένα ποσοστό 56,%% είχαν οικονομικές απώλειες, ομοίως το 43,8% όσων εργάζονται στο σπίτι με τη μορφή τηλεργασίας. 9 στους 10 που τέθηκαν σε αναστολή εργασίας είχαν επίσης οικονομικές απώλειες, γεγονός που αναδεικνύει το μέγεθος της οικονομικής καταστροφής που υπέστησαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας τα νοικοκυριά μέλη των οποίων τέθηκαν σε αναστολή εργασίας.

.

Σε γενικές γραμμές, αξίζει να αναφερθεί ότι οι εργασιακές σχέσεις την επόμενη μέρα της πανδημίας φαίνεται να ιεραρχούνται ως αρκετά σημαντικές από τις διάφορες ομάδες ερωτώμενων, γεγονός που καταδεικνύει τη σημασία τους για τη διαμόρφωση της πολιτικής ατζέντας της επόμενης μέρας. Όπως έχει καταγράψει και ο Κώστας Ελευθερίου[4] το 63% υποστηρίζει ότι η κυβέρνηση οφείλει να λάβει μέτρα ανάσχεσης της ανεργίας, στήριξης των μισθών και βελτίωσης των συνθηκών εργασίας και το 44% δηλώνει ότι είναι αναγκαία η ενίσχυση του κοινωνικού κράτους εν γένει. Η αναστολή εργασίας ως μέτρο φαίνεται να είχε σημαντικά αρνητική επίδραση στα νοικοκυριά, καθώς οδήγησε σε οικονομικές απώλειες γι’ αυτά, ενώ και για κάποια ποσοστά των εργαζομένων που δεν τέθηκαν σε αναστολή, αλλά υπέστησαν κάποια μεταβολή στις εργασιακές τους συνθήκες, υπήρξε αρνητική επίδραση στο οικογενειακό τους εισόδημα, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω. Καταληκτικά, η έρευνα αναδεικνύει την αίσθηση που υπάρχει εδώ και κάποιον καιρό ότι η «κανονικότητα» θα είναι πολύ διαφορετική και με σημαντικό πλήγμα για το εργατικό δυναμικό της χώρας.

Η επόμενη μέρα για τις εργασιακές συνθήκες στην Ελλάδα

Η επόμενη μέρα της νέας τάξης πραγμάτων στα εργασιακά και στην Ελλάδα είναι ήδη εδώ.  Σύμφωνα με εκτιμήσεις, από τους πρώτους μήνες της άνοιξης του 2020, όταν η πανδημία έδειξε τα σημάδια της και στη χώρα μας, «η Ελλάδα κατατασσόταν ήδη στην κατηγορία των χωρών που θα επηρεάζονταν έντονα, ενώ τουλάχιστον το 1/3 των θέσεων εργασίας απασχολείται σε κλάδους οι οποίοι πλήττονται άμεσα και δραστικά, όπως ο τουρισμός, η εστίαση και το λιανικό εμπόριο»[5]. Αξίζει να αναφερθούν συνοπτικά οι επισημάνσεις της Καραμεσίνη[6] που περιγράφουν ένα μάλλον ζοφερό τοπίο, το οποίο έρχεται να ανατρέψει τη θετικότερη εικόνα που είχε οικοδομηθεί ως το καλοκαίρι του 2019. Επισημαίνει καταρχήν το προβληματικό πλαίσιο στο οποίο είχε διαμορφωθεί η παραγωγική βάση και τα εισοδήματα κατά τα χρόνια της κρίσης και τα πολύ υψηλά επίπεδα ανεργίας, συνθήκες που, για να ανατραπούν, διαμόρφωσαν την ατζέντα της προηγούμενης περιόδου, η οποία περιλάμβανε τη δημιουργία περισσότερων και ποιοτικότερων θέσεων εργασίας, στήριξη των λαϊκότερων εισοδημάτων και ανάσχεση της διόγκωσης της μακροχρόνιας ανεργίας και των επίπεδων φτώχειας για μερίδα του πληθυσμού. Επιπλέον, κυρίαρχο ρόλο στη συζήτηση της επόμενης μέρας διαδραματίζει ήδη το είδος του αναπτυξιακού προτύπου στο οποίο πρέπει να επενδύσει η χώρα, καθώς εκείνο το οποίο κυριάρχησε τα χρόνια που οδήγησαν στην κρίση, είναι σαφές ότι δεν είναι πλέον βιώσιμο.

Όμως, για τη μετάβαση σε ένα διαφορετικό αναπτυξιακό πρότυπο απαιτείται ένα ισχυρό κράτος πρόνοιας, συγκεκριμένη αναπτυξιακή στρατηγική που δεν θα εξαρτάται μόνο από τον μαζικό τουρισμό, και ισχυροί θεσμοί που θα υποστηρίζουν και θα δημιουργούν όλες τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την υλοποίηση αυτής. Τέλος, η Καραμεσίνη[7] σωστά επισημαίνει ότι η προαγωγή μιας οικονομίας της γνώσης που στηρίζεται στην ειδικευμένη εργασία επιβάλλει την αναγνώριση του κομβικού ρόλου των εργαζομένων στην καινοτομία και την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και προϋποθέτει την προστασία της εργασίας, τη μείωση της επισφάλειας και τη βελτίωση των όρων αμοιβής, επιβάλλει δηλαδή ένα σχεδιασμό στον οποίο ο εργαζόμενος θα είναι στον πυρήνα της αναπτυξιακής στρατηγικής, με διασφάλιση δικαιωμάτων και δημιουργία συνθηκών επαγγελματικής ανάπτυξης.

Καταληκτικές επισημάνσεις

Από την έρευνα που διενήργησε το ΕΝΑ, σε συνεργασία με την Prorata S.A., προκύπτουν κρίσιμα συμπεράσματα, τα οποία μπορούν να αποτελέσουν βάση για γόνιμο διάλογο και αποτελεσματικό σχεδιασμό για τη διαχείριση της πανδημίας τόσο άμεσα όσο και μακροπρόθεσμα, αλλά και κομβικής σημασίας ερωτήματα για την επόμενη μέρα σε επίπεδο κρατικής παρέμβασης και πολιτικού αφηγήματος για κυβέρνηση και αντιπολίτευση. H «κληρονομιά» που αφήνει η πανδημία στις εργασιακές συνθήκες και την κοινωνία είναι βαριά. Πρώτον, για αρκετούς οι εργασιακές συνθήκες έχουν ήδη μεταβληθεί σε σημαντικό βαθμό, όπως είναι η αλλαγή στο χώρο εργασίας. Ειδικά για τις γυναίκες, διαφαίνεται ότι οι μεταβολές έχουν αρνητικότερη επίδραση. Τα ευρήματα της έρευνας αναδεικνύουν ότι ίσως βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια ενίσχυση του χάσματος μεταξύ των δύο φύλων, που αποτελεί δυσμενή εξέλιξη, αν αναλογιστεί κανείς ότι θα έπρεπε να κινούμαστε προς την τελείως αντίθετη κατεύθυνση. Μια πιθανή εξήγηση είναι ότι η κυρίαρχη τάση θέλει τις γυναίκες να τείνουν να απασχολούνται περισσότερο σε επισφαλείς μορφές εργασίας[8] και πιθανόν να είναι και στις πιο ευάλωτες κατηγορίες μέσα σε αυτές. Επιπλέον, οι αλλαγές αυτές στις εργασιακές συνθήκες φαίνεται ότι είναι πιθανό, ανάλογα με την εξέλιξη της πανδημίας, να αποκτήσουν πιο μόνιμο χαρακτήρα. Συνακόλουθα, θα πρέπει όλοι οι κρατικοί μηχανισμοί αλλά και οι θεσμοί που αφορούν στα εργασιακά να εκσυγχρονιστούν, ώστε να μπορούν να αντεπεξέλθουν στις νέες προκλήσεις, που δεν θα έχουν πια χαρακτήρα διαχείρισης έκτακτης συνθήκης και κρίσης. Όπως επισημαίνει ο Κορφιάτης[9], βασικός στρατηγικός στόχος οφείλει να είναι «η επίτευξη της μεγαλύτερης δυνατής άμβλυνσης των επιπτώσεων όσο βρισκόμαστε στην περίοδο εξέλιξης της πανδημίας και η “επανεκκίνηση της κανονικότητας”, το πέρασμα δηλαδή από την ύφεση στην ανάκαμψη και η αποτροπή τού να πάρει η κρίση αυτή δομικά χαρακτηριστικά».

Ως εκ τούτου, προκύπτουν τα εξής κρίσιμα ερωτήματα: Ποιος είναι ο ρόλος των υπαρχόντων θεσμών όπως το ΣΕΠΕ (Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας) και προς ποια κατεύθυνση πρέπει να κινούνται πλέον; Πώς θα διασφαλίζονται από εδώ και στο εξής δικαιώματα των εργαζομένων όπως, για παράδειγμα, οι συνθήκες εργασίας τους και ο ελεύθερος χρόνος; Η τηλεργασία, είτε ως δικαίωμα των εργαζομένων είτε ως υποχρέωση για τη διαφύλαξη της δημόσιας υγείας, αναδεικνύει και το χάσμα μεταξύ της ύπαρξης σχετικών νόμων που τη ρυθμίζουν και της εφαρμογής τους. Παράλληλα, αυτός ο τρόπος  εργασίας, για τον οποίο θα πρέπει να δημιουργηθεί σαφέστερο θεσμικό πλαίσιο, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα για πώς, μέσα στις νέες αυτές συνθήκες, μπορεί να δημιουργηθούν νομοθετήματα που είναι κενά περιεχομένου, ενώ ταυτόχρονα δεν συνδυάζονται με αποτελεσματικές δικλείδες για την εφαρμογή τους. Τέτοιου είδους χάσματα κάνουν ακόμα πιο κρίσιμη την ύπαρξη και ορθή λειτουργία των σχετικών θεσμών.

Επιπροσθέτως, από την έρευνα αναδεικνύεται η σημασία που δίνουν οι πολίτες στο κοινωνικό κράτος και τη διαχείριση των εργασιακών σχέσεων, με τη δεύτερη να έχει επιλεγεί ως ένας από τους δύο σημαντικότερους τομείς από το σύνολο των ερωτηθέντων, ανεξαρτήτως πολιτικής προτίμησης. Οι εργασιακές σχέσεις είναι μέρος του κοινωνικού κράτους και των πολιτικών που υλοποιεί, όπως η κοινωνική ασφάλιση, ο έλεγχος των ωρών εργασίας, η θεσμοθέτηση συλλογικών συμβάσεων εργασίας, η βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και η συμπεριληπτικότητα της εκπαίδευσης. Το ερώτημα που προκύπτει είναι πώς θα προσαρμοστούν αυτά τα εργαλεία σήμερα, ώστε να υπηρετήσουν αποτελεσματικότερα το εργατικό δυναμικό στις νέες συνθήκες που έχει δημιουργήσει η τρέχουσα συγκυρία, τις οποίες οι εργοδότες επιχειρούν, σε αρκετές περιπτώσεις, να εκμεταλλευτούν εις βάρος των εργαζομένων;

Μια διάσταση της τηλεργασίας είναι πως η ευελιξία δεν αποτελεί πρόκληση μόνο για το χαμηλά ειδικευμένο-χαμηλά αμειβόμενο κομμάτι του εργατικού δυναμικού, αλλά αφορά οριζόντια τους εργαζομένους, αν και δεν τους επηρεάζει όλους με τον ίδιο τρόπο. Μακροπρόθεσμα, επιπλέον, η εξατομίκευση του εργατικού δυναμικού μέσα από τον κατακερματισμό του χώρου εργασίας, στον οποίο μπορεί να οδηγήσει η γενίκευση της τηλεργασίας, είναι πολύ ανησυχητική. Η επικοινωνία, για να διασφαλιστεί η ομαλή ροή της εργασιακής διαδικασίας, θα περάσει μέσα από τα ηλεκτρονικά μέσα, αλλά είναι ορατός ο κίνδυνος να ατονήσουν ακόμη περισσότερο η αλληλεγγύη, το αίσθημα κοινότητας και η δυναμική για οργάνωση των εργαζομένων που δημιουργεί η διαπροσωπική επαφή.

Πώς διαμορφώνεται το κοινωνικό κράτος στις νέες συνθήκες και ποιος ο ρόλος του σε σχέση με το αναπτυξιακό μοντέλο που πρέπει να εφαρμοστεί ώστε να αποφευχθεί μια νέα, ολέθρια, κρίση για την ελληνική κοινωνία; Το στοίχημα είναι πολλαπλό, καθώς δημιουργούνται πολλές διαφορετικές ανάγκες οι οποίες πρέπει να ικανοποιηθούν ταυτόχρονα.

Είναι η πανδημία μια ακόμα αιτία για μια νέα κρίση του καπιταλισμού; Υπάρχουν ενδείξεις ότι η απάντηση είναι μάλλον καταφατική. Για το λόγο αυτό, πρέπει έγκαιρα και στοχευμένα να προστατευθεί ο κόσμος της εργασίας, ώστε να μην επαληθευτεί και αυτή τη φορά η διαπίστωση ότι «όπως σε κάθε κρίση του καπιταλισμού, έτσι και τώρα ο κόσμος της εργασίας κινδυνεύει να πληρώσει βαρύτατο “φόρο αίματος” –ανεργία, υποαπασχόληση, μειώσεις μισθών, επιδείνωση εργασιακών σχέσεων–, και ένα μέρος του παραγωγικού συστήματος να κινδυνεύει να καταστραφεί»[11].

Αγγελικής Μητροπούλου

Πηγή: www.huffingtonpost.gr

Διαβάστε το άρθρο από την πηγή

Εγγραφή RSS για αυτά τα σχόλια Σχόλια (0)

συνολικά: | προβολή:

Σχολιάστε το άρθρο comment

Παρακαλώ εισάγετε τον κωδικό που βλέπετε στην εικόνα:

Eshop
  • email Αποστολή άρθρου
  • print Εμφάνιση εκτύπωσης
  • Plain text Προβολή ώς Plain Text