Αρχική | Οικονομία | Ελληνική Οικονομία | Γιατί η Ελλάδα έχασε τον οικονομικό ανταγωνισμό με την Τουρκία στις αρχές του 21ου αιώνα;

Γιατί η Ελλάδα έχασε τον οικονομικό ανταγωνισμό με την Τουρκία στις αρχές του 21ου αιώνα;

Μέγεθος γραμμάτων: Decrease font Enlarge font
Γιατί η Ελλάδα έχασε τον οικονομικό ανταγωνισμό με την Τουρκία στις αρχές του 21ου αιώνα;

Η Ελλάδα υφίσταται μια ακραία επιθετική πολιτική από την Τουρκία η οποία δεν θα μπορούσε να υποστηριχθεί αν δεν υπήρχε ανισορροπία στα οικονομικά μεγέθη των δύο κρατών. Τι συνέβη όμως και εκτροχιάστηκε η διαφορά τόσο πολύ ανάμεσα στις δύο γειτονικές χώρες;

Τα πάντα συνέβησαν την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα την οποία και θα διερευνήσουμε στο παρόν άρθρο. Αν κάποιος επέστρεφε στο 2000 και έβαζε στοίχημα για το ποια χώρα θα αποτελούσε τον επόμενο μεγάλο παίχτη στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο μάλλον θα τοποθετούσε το στοίχημα του υπέρ της Ελλάδος. Η Ελλάδα ήταν μια χώρα που εισερχόταν στο σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και γινόταν εταίρος των πιο εύρωστων οικονομιών του κόσμου. Ήταν η χώρα που ετοιμαζόταν να οργανώσει τους Ολυμπιακούς Αγώνες και η επικράτεια της είχε μεταβληθεί σε ένα απέραντο εργοτάξιο έργων υποδομής. Από την άλλη η Τουρκία ταλανιζόταν από μια ασθενική οικονομία που προκάλεσε τη μεγάλη οικονομική κρίση το 2001 και την επέμβαση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.

Τα οικονομικά μεγέθη των δύο χωρών, ήταν φαινομενικά συγκρίσιμα. Το Ακαθάριστο εγχώριο Προϊόν της Ελλάδος το 2002 ήταν 153,8 δις δολάρια ενώ της Τουρκίας 238,4 δις δολάρια. Ωστόσο σε όρους εισοδήματος ανά κάτοικο η Ελλάδα διέθετε το 2002 14.100,32 $ ανα κάτοικο ενώ της Τουρκίας ανερχόταν στα 3.659,94 € ανά κάτοικο, παραπέμποντας σε εικόνα τριτοκοσμικής χώρας1. Η εικόνα αυτή ανατράπηκε στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Το 20092 το Τουρκικό ΑΕΠ ανήλθε στα 644,6 δις δολάρια ενώ το ελληνικό στα 330 δις. δολάρια. Κοινώς το ΑΕΠ της Ελλάδας διπλασιάστηκε ενώ της Τουρκίας τριπλασιάσθηκε την ίδια περίοδο. Τι έκαναν οι Τούρκοι διαφορετικά από εμάς και ανέτρεψαν το οικονομικό ισοζύγιο τόσο γρήγορα αλλά και ξεπέρασαν μια μείζονα οικονομική κρίση και γιατί η δική μας ανάπτυξη δεν είχε διατηρησιμότητα;

Το θαύμα

Από ό,τι φαίνεται η οικονομική κρίση της τουρκικής οικονομίας του 2001 απελευθέρωσε μια μεταρρυθμιστική δυναμική στην Τουρκία που ήταν χωρίς προηγούμενο. Ήταν στις 3 Νοεμβρίου του 2002 που ανήλθε στην εξουσία το Ισλαμικό Κόμμα με αρχηγό τον Ρετσέπ Ταγίπ Ερντογάν. Μέχρι τότε μια σειρά από αδύναμα (και διεφθαρμένα) κυβερνητικά σχήματα προσπαθούσαν να διατηρήσουν, μέσω ενός στρατιωτικά ελεγχόμενου κρατικού μηχανισμού, τον έλεγχο πάνω στην οικονομία και στην κοινωνία της χώρας. Το Ισλαμικό Κόμμα εισήλθε δυναμικά στο προσκήνιο με μια απόλυτα φιλοπροοδευτική ατζέντα που εξέπληξε ευχάριστα τους δυτικούς. Ένα κόμμα που αποφάσισε να εφαρμόσει με πειθαρχία όλα τα προτεινόμενα βήματα για την ανόρθωση της οικονομίας που πρότεινε η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο από το 2001.

Κύρια στόχευση των μέτρων ήταν η θεσμική θωράκιση της χώρας, σύμφωνα με τα σύγχρονα ευρωπαϊκά πρότυπα. Κατά αυτόν τον τρόπο, το εμπνευσμένο από τους ξένους δανειστές σχέδιο ανόρθωσης της τουρκικής οικονομίας τέθηκε σε ισχύ την περίοδο 2002-2006 και το ΑΕΠ της Τουρκίας ανήλθε με ετήσιους ρυθμούς άνω του 6%, μια επίδοση που μόνο με αυτής της Κίνας και της Ινδίας μπορούσε να συγκριθεί.

Η σταθεροποίηση του οικονομικού κλίματος και ιδιαίτερα του πληθωρισμού (ο μέσος όρος πληθωρισμού τη δεκαετία του 1990 ανήλθε σε 80%3 !!!) επέτρεψε τη δημιουργία κλίματος σταθερότητας στην οικονομία και ώθησε στην αύξηση των επενδύσεων. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι για πρώτη φορά στην Τουρκία πραγματοποιήθηκαν επενδύσεις και έργα υποδομής στις ανατολικές φτωχές επαρχίες της και όχι μόνο στις ήδη υπάρχουσες μεγάλες παραλιακές πόλεις. Μια κίνηση που επέτρεψε την ταυτόχρονη ανάπτυξη όλων των περιοχών της Τουρκίας προσφέροντας ακόμα μεγαλύτερη δυναμική στην οικονομία της χώρας. Δίχως άλλο αυτές οι περιοχές χαρακτηρίζονταν από υψηλά επίπεδα φτώχιας και για πρώτη φορά εντάχθηκαν στο αναπτυξιακό στοίχημα της χώρας λαμβάνοντας σημαντικό μερίδιο από το εθνικό εισόδημα (μέχρι και σήμερα οι ανατολικές περιοχές της Τουρκίας αποτελούν τα προπύργια του Ισλαμικού Κόμματος).

Η περίοδος 2002-2009 υπήρξε, λοιπόν, μια χρονική περίοδος εξορθολογισμού και ανάπτυξης στην Τουρκία. Μια ανάπτυξη που δεν βασίσθηκε σε επενδύσεις του Δημόσιου Τομέα αλλά σε ιδιωτικές επενδύσεις ενώ θεσμικά στηρίχθηκε στην προσπάθεια απογαλακτισμού της κοινωνίας από το κράτος. Η διαδικασία αυτή του εκσυγχρονισμού κορυφώθηκε με την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση τον Δεκέμβριο του 2004. Γεγονός που σηματοδότησε διεθνώς ότι η τουρκική οικονομία εξελίσσεται σε έναν «τίγρη» της περιφέρειας της Ευρώπης. Τι συνέβη μέσα σε μια τετραετία εν ολίγοις;

Ένας διεφθαρμένος και κεντρικά ελεγχόμενος κυβερνητικός μηχανισμός περιορίσθηκε και δημιουργήθηκαν προπύργια ενός φιλελεύθερου μηχανισμού με κυριότερο όλων την ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας. Ένα σύστημα που περιόρισε τις σπατάλες των δημοσίων δαπανών και την αυθαιρεσία της εξουσίας.

Αρωγός στην προσπάθεια της Τουρκίας ήταν και το οικονομικό κλίμα στις αρχές του αιώνα. Η παγκόσμια οικονομική τάση μετά το 2000 χαρακτηριζόταν από τη μεταφορά βιομηχανικών υποδομών και κεφαλαίων από τις ανεπτυγμένες στις αναπτυσσόμενες χώρες. Μια τάση που βρήκε εύφορο έδαφος και στην Τουρκία η οποία εδραίωνε στα μάτια των επενδυτών ένα σταθερό οικονομικό περιβάλλον που δεν αντιμαχόταν τις ξένες επενδύσεις.

Οι ξένες επενδύσεις στην Τουρκία στην κυριολεξία απογειώθηκαν μετά το 2000 και μέχρι το 2009 έφτασαν στα υψηλότερα επίπεδα όλων των εποχών.To 2002 οι αθροιστικές εισροές άμεσων επενδύσεων ανέρχονταν σε 10 δις δολάρια ενώ το 2007 ανήλθαν σε άνω των 100 δις δολαρίων ανα έτος και μάλιστα στη βιομηχανία.

Αποτέλεσμα ήταν το 2002 η τουρκική οικονομία να αποκτήσει βιομηχανική υποδομή και ενώ εξήγαγε προϊόντα αξίας 32 δις δολαρίων το 2002 κατόρθωσε εν έτει 2009 να εξαγάγει προϊόντα αξίας 102 δις δολαρίων4. Μέσα σε μια δεκαετία η Τουρκία από μια κλειστή εισαγωγική οικονομία μετατράπηκε σε έναν παγκόσμιο εξαγωγέα βιομηχανικών προϊόντων.

Από τα ψηλά στα χαμηλά

Η Τουρκία υπήρξε ένας εξέχων μαθητής του ΔΝΤ, μια υποδειγματική περίπτωση χώρας που ανέκαμψε από μια χρεωκοπία, ένα πρότυπο εκδημοκρατισμού και εκσυγχρονισμού μιας μουσουλμανικής χώρας αλλά δυστυχώς προδίδεται από τους ίδιους τους ανθρώπους που την βοήθησαν να ξεφύγει από την οικονομική ασημαντότητα.

Τα σχέδια του Ερντογάν ξετυλίχθηκαν σε βάθος χρόνου και ιδιαίτερα μετά το 2009 ανέτρεψαν πολλές από τις μεταρρυθμίσεις. Ιδιαίτερα το Ισλαμικό Κόμμα συνειδητά υπέσκαψε την ευνοϊκή και προνομιακή σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση η οποία και στήριξε ουσιαστικά (με θεσμικό, οικονομικό αλλά και επικοινωνιακό τρόπο) το τουρκικό οικονομικό θαύμα. Από το 2009 παρατηρείται μια επιβράδυνση της αναπτυξιακής πορείας. Προφανώς η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 επηρέασε την τουρκική οικονομία αλλά σημαντικό ρόλο από ό,τι φαίνεται διαδραμάτισε και ο εναγκαλισμός του Ερντογάν με την εξουσία. Μια εξέλιξη που άρχισε να προκαλεί φθορές στο οικονομικό θαύμα της γείτονος χώρας αν και αποτελεί γνώριμο μοτίβο σε χώρες όπου οι ηγεσίες τους επιθυμούν να τιθασέψουν την ανάπτυξη προκειμένου να εξελιχθούν σε αιρετές δικτατορίες.

Ωστόσο, η Τουρκική οικονομία αν και διατηρεί ακόμα και σήμερα μια ισχυρή ανάπτυξη διαθέτει μια σειρά από αδυναμίες και ατέλειες που αποτελούν τροχοπέδη για τη συνέχιση της αναπτυξιακής πορείας.

Καταρχάς σε τεχνικό επίπεδο οι τουρκικές βιομηχανίες δεν έχουν επιτύχει να παράξουν ολοκληρωμένα τεχνολογικά και βιομηχανικά προϊόντα χωρίς τη συνδρομή ξένων εταίρων. Οι πρώτες ύλες των προϊόντων που παράγει, η ενέργεια που καταναλώνεται για την παραγωγή τους, σημαντικά αλλά και κρίσιμες τεχνολογίες δεν παράγονται εγχώρια αλλά εισάγονται.

Ως εκ τούτου η πτώση της τουρκικής λίρας ερμηνεύεται λανθασμένα από τους ειδικούς ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της εξαγωγικά προσανατολισμένης τουρκικής οικονομίας (να μπορεί να πουλά πιο φθηνά τα προϊόντα της) καθώς παραβλέπεται το γεγονός ότι η Τουρκία αναγκάζεται και εισάγει τόσο τις πρώτες ύλες των προϊόντων που μεταποιεί όσο και κρίσιμα τεχνολογικά υποσυστήματα τους. Ως εκ τούτου το κόστος των πρώτων υλών της (αλλά και της αγοραζόμενης ενέργειας παραγωγής) αυξάνεται όσο η λίρα πέφτει αυξάνοντας το κόστος παραγωγής. Παράλληλα, η τυχοδιωκτική πολιτική του Ερντογάν έχει αρχίσει και σπαταλά όχι μόνο το πολιτικό του κεφάλαιο αλλά και τα πραγματικά κεφάλαια της τουρκικής οικονομίας που με τόσο κόπο συσσωρεύτηκαν στις αρχές του 21ου αιώνα. Η κοινωνική οπισθοδρόμηση της χώρας προφανώς και δεν επιτρέπει την ανάπτυξη της καινοτομίας και την προσέλκυση νέων επιστημόνων και ως εκ τούτου η χώρα φαίνεται να μένει μετέωρη στην παραγωγή ενός μείγματος προϊόντων χαμηλής και μέσης τεχνολογίας που σε καμία περίπτωση δεν χτίζουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στο σημερινό παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον.

Διδάγματα για την Ελλάδα

Τα διδάγματα για τη χώρα μας είναι πολλά. Κατ’ αρχάς Σύμφωνα και με τον γνωστό Τούρκο οικονομολόγο Ατσέμογλου5η περίπτωση της Τουρκίας αποτελεί απόδειξη του κατά πόσο ο θεσμικός εκσυγχρονισμός ενός κράτους έχει άμεση επίδραση στην οικονομική ανάπτυξη του. Η επίτευξη ετήσιων δεικτών ανάπτυξης άνω του 7% αποτελούν μια σαφή ένδειξη του πώς μια οικονομία μπορεί από τα Τάρταρα να βρεθεί στον Όλυμπο μέσα σε μόνο μία δεκαετία. Οι επενδυτές απαιτούν τη δημιουργία ευκαιριών αλλά μέσα σε ένα περιβάλλον σταθερότητας. Η Τουρκία προσέφερε αυτό το μείγμα την κατάλληλη περίοδο που ένα τεράστιο ποσό διαθεσίμων κεφαλαίων αναζητούσαν υψηλές αποδόσεις σε αναπτυσσόμενες αγορές. Ακόλουθα, αποδεικνύεται η σημασία της βιομηχανικής παραγωγής για τη δυναμική ανάπτυξη μιας οικονομίας. Ωστόσο αυτή η ανάπτυξη για να είναι διατηρήσιμη προϋποθέτει και την ταυτόχρονη επένδυση στην ανάπτυξη, προσέλκυση και υποστήριξη εργαζομένων με υψηλή εξειδίκευση και επιστημονική κατάρτιση που μπορούν να παράγουν ολοκληρωμένα προϊόντα υψηλής τεχνολογίας.

Η Ελλάδα δυστυχώς τη δεκαετία 2000-2010, δεκαετία εκτόξευσης της τουρκικής οικονομίας, απέτυχε να δημιουργήσει θεσμικές δομές ενός σύγχρονου κράτους που επιθυμεί να προσελκύσει επενδύσεις. Χωρίς όραμα για τη χώρα αλλά και χωρίς την εγρήγορση που παράγει ένα σοκ (όπως αυτό της τουρκικής χρεοκοπίας το 2001) ακολουθήθηκε μια πορεία που στην καλύτερη περίπτωση έδινε την αίσθηση μιας πλασματικής ανάπτυξης και ήταν πλασματική γιατί βασιζόταν σε δημόσια κεφάλαια και όχι σε ιδιωτικά κεφάλαια (όπως βέβαια συμβαίνει και στην Τουρκία μετά το 2010 όπου το μείγμα των δημόσιων επενδύσεων στο ΑΕΠ εκτοξεύθηκε από το 12% στο 25% επιδεικνύοντας τον βαθμό της παρέμβασης του κράτους στην οικονομία πάλι).

Σε περίπτωση που η χώρα μας επιδείξει σύνεση και προσήλωση στις μεταρρυθμίσεις είναι πολύ πιθανόν η Ελλάδα να βιώσει ένα άλμα ανάπτυξης καθώς για μια ακόμα φορά (όπως το 2000-2010) τεράστια επενδυτικά κεφάλαια αναζητούν ασφαλείς προορισμούς με ελκυστικές αποδόσεις για να τοποθετηθούν. Θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι οι χώρες που επιθυμούν να ενταχθούν στο κλαμπ των ανεπτυγμένων κρατών δεν είναι ανάγκη να ανακαλύψουν τον τροχό. Η εργαλειοθήκη της ανάπτυξης υπάρχει διαθέσιμη και χρειάζεται να προσαρμοσθούν οι καλές πρακτικές των ανεπτυγμένων χωρών στις οικονομίες τους. Με αυτόν τον τρόπο μια χώρα που θέλει να γίνει ελκυστικός προορισμός δημιουργεί ένα γνώριμο θεσμικό και λειτουργικό περιβάλλον για τους ξένους επενδυτές και μειώνει τα εμπόδια εισόδου στις αγορές της.

 

Ανδρέας Αττάλογλου

Πηγή: www.huffigtonpost.gr

 

Διαβάστε το άρθρο από την πηγή

Εγγραφή RSS για αυτά τα σχόλια Σχόλια (0)

συνολικά: | προβολή:

Σχολιάστε το άρθρο comment

Παρακαλώ εισάγετε τον κωδικό που βλέπετε στην εικόνα:

Eshop
  • email Αποστολή άρθρου
  • print Εμφάνιση εκτύπωσης
  • Plain text Προβολή ώς Plain Text