Αρχική | Πολιτική | Εξωτερική Πολιτική | Η ελληνική αιγιαλίτιδα ζώνη και η προοπτική επέκτασής της

Η ελληνική αιγιαλίτιδα ζώνη και η προοπτική επέκτασής της

Μέγεθος γραμμάτων: Decrease font Enlarge font
Η ελληνική αιγιαλίτιδα ζώνη και η προοπτική επέκτασής της

Του Δρ. Γιώργου Λιμαντζάκη

Τα χωρικά ύδατα ή αιγιαλίτιδα ζώνη αποτελούν την πρώτη θαλάσσια περιοχή στην οποία αναγνωρίστηκε η κυριαρχία του παράκτιου κράτους ήδη από τον 17ο αιώνα. Ο πρώτος που αναφέρθηκε στην κυριαρχία αυτή ήταν ο Hugo Grotius στο βιβλίο του De jure belli ac pacis (Περί του Νόμου του Πολέμου και της Ειρήνης) το 1625, ο οποίος υποστήριξε ότι η κυριαρχία στη θάλασσα αποκτάται όπως και στην ξηρά, αλλά αποδυναμώνεται όσο κανείς απομακρύνεται από αυτήν [1]. Με δεδομένο ότι ο ορισμός αυτός ήταν ασαφής ως προς το καθεστώς και το πλάτος της αιγιαλίτιδας, μεγαλύτερη απήχηση βρήκαν οι ιδέες του Cornelius van Bynkershoek, ο οποίος υποστήριξε στο βιβλίο του De Dominio Maris Dissertatio (Περί της Κυριαρχίας στην Θάλασσα) το 1702 ότι δεν μπορεί να υπάρχει κυριαρχία στην θάλασσα αν δεν φτάνει εκεί η εξουσία (ή βία) της ξηράς, συνδέοντας το πλάτος της αιγιαλίτιδας ζώνης με αυτό του βεληνεκούς των κανονιών, το οποίο όρισε συμβατικά στα 3 ν. μίλια (παρά το γεγονός ότι το πραγματικό βεληνεκές των κανονιών της εποχής δεν υπερέβαινε το 1,5 μίλι) [2].

Παρότι τις επόμενες δεκαετίες φάνηκε να διαμορφώνεται μια συναίνεση μεταξύ των παράκτιων κρατών ως προς το καθεστώς της αιγιαλίτιδας και τα δικαιώματα κυριαρχίας που μπορούσαν να ασκήσουν τα παράκτια κράτη σε αυτήν, δεν υπήρχε συμφωνία ως προς το πλάτος της. Ο κύριος λόγος για αυτό ήταν ότι οι μεγάλες ναυτικές δυνάμεις (ιδίως η Βρετανία, η Ολλανδία και η Πορτογαλία) ήθελαν να διατηρήσουν αλώβητη την ελευθερία των θαλασσών, ενώ άλλα κράτη ήθελαν να επεκτείνουν την δικαιοδοσία τους όσο το δυνατόν περισσότερο. Το αποτέλεσμα ήταν να μην υπάρχει ομοιόμορφη πρακτική μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, καθώς άλλα κράτη όριζαν την αιγιαλίτιδα ζώνη τους στα 3 ν. μίλια και άλλα «σε απόσταση ορατότητας γυμνού οφθαλμού», ένας ορισμός φύσει προβληματικός, καθώς η απόσταση διαφέρει ανάλογα με το αν κοιτάζει κανείς το πλοίο από την ακτή ή την ακτή από το πλοίο, ενώ την ορατότητα επηρεάζουν σημαντικά -και ίσως κατά κανόνα στις βόρειες χώρες- οι καιρικές συνθήκες.

Η ΠΡΩΤΗ ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΚΩΔΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΘΕΣΜΟΥ ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ

Μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την δημιουργία της Κοινωνίας των Εθνών έγιναν σοβαρές προσπάθειες να συζητηθεί και να διευθετηθεί το θέμα σε διεθνές επίπεδο. Για τον σκοπό αυτό συγκλήθηκε η Διάσκεψη της Χάγης το 1930, αλλά τα κράτη που συμμετείχαν σε αυτή δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν σε έναν ορισμό, με αποτέλεσμα να μην αποκτήσει συμβατική ισχύ ο εθιμικός κανόνας των 3 ν. μιλίων που είχαν υιοθετήσει τα περισσότερα κράτη. Μόλις έναν χρόνο αργότερα, η Ελλάδα ψήφισε τον νόμο 5017/1931 «περί πολιτικής αεροπορίας», ο οποίος όριζε ότι το κράτος ασκεί πλήρη και απόλυτη κυριαρχία στον ατμοσφαιρικό χώρο πάνω από το έδαφός του, στον οποίο «περιλαμβάνονται τα χωρικά ύδατα και ο υπερκείμενος ατμοσφαιρικός αέρας» (άρθρο 1, παρ. 2) [3]. Τον ίδιο χρόνο εκδόθηκε Προεδρικό Διάταγμα «περί καθορισμού πλάτους χωρικών υδάτων όσον αφορά τα ζητήματα της Αεροπορίας και της Αστυνομίας αυτής», με το οποίο ορίστηκε ότι το πλάτος της αιγιαλίτιδας που αναφέρεται στο άρθρο 2 του νόμου 5017 είναι 10 ν. μίλια από τις ακτές της επικράτειας [4].

Παρά ταύτα, το βασικό νομοθέτημα που ρύθμισε την έκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης ήταν ο αναγκαστικός νόμος 230/1936, ο οποίος όριζε στο ένα και μοναδικό του άρθρο ότι η έκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης ορίζεται σε έξι ναυτικά μίλια από την ακτή, χωρίς να θίγονται οι διατάξεις σε ισχύ που αφορούν ειδικές περιπτώσεις και σύμφωνα με τις οποίες η αιγιαλίτιδα ζώνη ορίζεται «μείζων ή ελάσσων των εξ ναυτικών μιλίων» [5]. Κατά συνέπεια, ο νόμος του 1936 θεωρείται επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων από τα 3 ν. μίλια που εφάρμοζε έως τότε εθιμικά η Ελλάδα (και τα περισσότερα κράτη) στα 6 ν. μίλια. Η κίνηση αυτή δεν είχε ως κίνητρο την επέκταση της ελληνικής κυριαρχίας στον θαλάσσιο χώρο του Αιγαίου ή της ανατολικής Μεσογείου, αλλά το να αντιμετωπιστούν οι επεκτατικές τάσεις της φασιστικής Ιταλίας, η οποία κατείχε τα Δωδεκάνησα και εγκαθιστούσε στρατιωτικές βάσεις και εποίκους σε αυτά. Η Τουρκία δεν αντέδρασε στην επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας, αλλά αντιθέτως, έδειξε με την στάση της ότι την αποδέχεται [6].

ΟΙ ΔΙΑΣΚΕΨΕΙΣ ΤΩΝ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΕΘΝΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τα Ηνωμένα Έθνη πήραν νέες πρωτοβουλίες για την κωδικοποίηση του διεθνούς δικαίου ως προς τον θαλάσσιο χώρο. Η πρώτη Διάσκεψη για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS, United Nations Convention on the Law of the Sea) έγινε στην Γενεύη το 1956 και είχε ως αποτέλεσμα την υπογραφή τεσσάρων σημαντικών συμβάσεων το 1958, αλλά καμία από αυτές δεν όριζε σαφώς το πλάτος της αιγιαλίτιδας ζώνης [7]. Το θέμα τέθηκε και πάλι στην δεύτερη Διάσκεψη για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS II) που έγινε το 1960, αλλά τα κράτη χωρίστηκαν σε δύο κυρίως ομάδες, εκ των οποίων καμία δεν κατάφερε να επικρατήσει [8]. Η τρίτη και πιο αξιόλογη προσπάθεια για την κωδικοποίηση και ομογενοποίηση του Δικαίου της Θάλασσας ξεκίνησε το 1973, όταν συγκλήθηκε στη Νέα Υόρκη η τρίτη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για τον σκοπό αυτό (UNCLOS III). Θεωρώντας ότι η διεθνής συγκυρία ήταν ευνοϊκή, η Ελλάδα εξέδωσε το νομοθετικό διάταγμα 187/1973 «περί Κώδικος Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου», σύμφωνα με το οποίο το πλάτος των χωρικών υδάτων ορίστηκε «εις εξ ναυτικά μίλια, δυνάμενον να ορισθεί και διαφόρως διά Προεδρικών Διαταγμάτων, εκδιδομένων προτάσει του Υπουργικού Συμβουλίου» (άρθρο 139) [9].

Εκτιμώντας -ορθά- ότι οι διαφαινόμενες αλλαγές στο Δίκαιο της Θάλασσας θα ευνοούσαν την επέκταση της ελληνικής κυριαρχίας ή των κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο, η Τουρκία επιδόθηκε σε μια έντονη διπλωματική προσπάθεια να ακυρώσει την προοπτική αυτή, ή έστω να την περιορίσει. Στο πλαίσιο αυτό, η Άγκυρα υποστήριξε ότι το Αιγαίο είναι μια «ημίκλειστη θάλασσα» που πρέπει να αντιμετωπιστεί ως «ειδική περίπτωση», με τα όποια προβλήματα καθορισμού της αιγιαλίτιδας και οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας σε αυτό να αντιμετωπίζονται με «ειδικές λύσεις, πέραν των γενικών κανόνων και αρχών που προβλέπουν οι διεθνείς συνθήκες» [10]. Προς την κατεύθυνση αυτή η Τουρκία πρότεινε -με την συνεπικουρία της Τυνησίας- την θέσπιση ειδικού νομικού καθεστώτος για τα νησιά που βρίσκονται κοντά στις ακτές ενός κράτους αλλά ανήκουν σε άλλο, ενώ παράλληλα εκδήλωσε την αντίθεσή της στην καθιέρωση γενικού κανόνα που θα επέτρεπε στα παράκτια κράτη να επεκτείνουν την αιγιαλίτιδά τους μέχρι τα 12 ν. μίλια. Οι προτάσεις της ωστόσο δε βρήκαν απήχηση, εξέλιξη που ώθησε την Τουρκία να επιχειρήσει να πείσει παρασκηνιακά τις αντιπροσωπείες των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης ότι η επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας θα είχε δυσμενείς συνέπειες για την ελεύθερη κίνηση των στόλων τους στο Αιγαίο και τον Εύξεινο Πόντο [11].

Ενθαρρυμένη από την επιλογή πολλών κρατών να επεκτείνουν την αιγιαλίτιδα ζώνη τους ενώ η τρίτη Διάσκεψη για το Δίκαιο της Θάλασσας βρισκόταν ακόμα σε εξέλιξη, τον Ιούνιο του 1974 η Ελλάδα εκδήλωσε την πρόθεση να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της στα 12 ν. μίλια. Η Άγκυρα έσπευσε να αποτρέψει ένα τέτοιο ενδεχόμενο με απειλές, με τον Τούρκο κυβερνητικό εκπρόσωπο να δηλώνει ότι «τυχόν επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας στα 12 ναυτικά μίλια θα συνεπαγόταν ελληνοτουρκικό πόλεμο» [12]. Η επιθετική τοποθέτηση της Τουρκίας ερχόταν σε αντίθεση με την καθιερωμένη διεθνή πρακτική, καθώς η επέκταση της αιγιαλίτιδας ήταν και είναι ζήτημα που άπτεται αποκλειστικά της διακριτικής ευχέρειας του παράκτιου κράτους. Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο έναν μήνα αργότερα (20 Ιουλίου 1974) οδήγησε τις δύο χώρες στα πρόθυρα του πολέμου, ενώ επηρέασε σημαντικά τις διεθνείς σχέσεις τους και την θέση τους στο ΝΑΤΟ. Το τέλος των επιχειρήσεων στην Κύπρο δεν ευνόησε την αποκατάσταση των σχέσεων, ενώ οι τουρκικές απειλές για την προοπτική επέκτασης της ελληνικής αιγιαλίτιδας επαναλήφθηκαν μερικούς μήνες αργότερα, όταν ο Τούρκος πρωθυπουργός Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ (Süleyman Demirel) δήλωσε στις 15 Απριλίου 1975 ότι «η Τουρκία δε θα αναγνώριζε επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας σε 12 μίλια» και ότι «σε κάθε τετελεσμένο γεγονός η Άγκυρα θα απαντήσει με τετελεσμένο γεγονός» [13].

Παρότι οι ελληνοτουρκικές σχέσεις παρέμειναν τεταμένες για καιρό, οι εργασίες της τρίτης Διάσκεψης για το Δίκαιο της Θάλασσας ολοκληρώθηκαν απρόσκοπτα και το τελικό κείμενο υιοθετήθηκε στη Νέα Υόρκη στις 30 Απριλίου 1982 [14]. Το αποτέλεσμα ήταν η ομώνυμη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, η οποία υπογράφηκε από εκπροσώπους 120 κρατών στο Μοντέγκο Μπέι της Τζαμάικα στις 10 Δεκεμβρίου 1982 [15]. Ιδιαίτερα σημαντικό για τα ελληνικά συμφέροντα ήταν το άρθρο 3 της Σύμβασης, το οποίο ορίζει ότι «Κάθε κράτος έχει το δικαίωμα να καθορίσει το πλάτος της αιγιαλίτιδας ζώνης του. Το πλάτος της αιγιαλίτιδας ζώνης δεν υπερβαίνει τα 12 ν. μίλια και μετριέται από τις γραμμές βάσης που καθορίζονται σύμφωνα με την παρούσα Σύμβαση» [16]. Σε εφαρμογή της Σύμβασης, από το 1982 έως σήμερα 148 από τα 152 παράκτια κράτη στον κόσμο έχουν υιοθετήσει αιγιαλίτιδα πλάτους 12 ν. μιλίων. Η μεγάλη πλειονότητα αυτών είναι συμβαλλόμενα μέρη στην Σύμβαση, αν και υπάρχουν τρία συμβαλλόμενα κράτη που διεκδικούν αιγιαλίτιδα διπλάσια ή και πολλαπλάσια αυτής που προβλέπει η Σύμβαση [17].

ΟΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΚΑΙ Η ΑΣΥΝΕΠΗΣ ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ ΕΚΤΟΤΕ

Η αποτυχία της Άγκυρας να επιβάλει την άποψη ότι το καθεστώς των 12 ν. μιλίων δεν μπορούσε να την δεσμεύει την ώθησε σε δύο σπασμωδικές ενέργειες: Η πρώτη από αυτές ήταν η απόφαση να μην υπογράψει την Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας μαζί με την συντριπτική πλειονότητα των κρατών της διεθνούς κοινότητας, παρότι εφάρμοσε ορισμένες από τις διατάξεις της στη Μεσόγειο και τον Εύξεινο Πόντο. Η δεύτερη ήταν ότι εξέδωσε νόμο με βάση τον οποίο η οριοθέτηση των θαλάσσιων συνόρων της θα γίνεται με βάση την αρχή της ευθυδικίας (equity) και όχι με βάση τη μέση γραμμή (median line) [18]. Με την έκδοση αυτού του νόμου δημιούργησε συνειδητά ένα πρόσθετο πρόβλημα στις -ήδη επιβαρυμένες- ελληνοτουρκικές σχέσεις, καθώς η υιοθέτηση της αρχής της ευθυδικίας δεν επηρεάζει μόνο τον καθορισμό της υφαλοκρηπίδας (που ήταν το κύριο αίτιο τριβής την εποχή εκείνη), αλλά δημιουργεί σημαντικά προβλήματα και στον καθορισμό του συνόρου μεταξύ των αιγιαλίτιδων της Ελλάδας και της Τουρκίας στο βορειοανατολικό Αιγαίο, ενώ μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αμφισβητήσει και το θαλάσσιο σύνορο που συμφωνήθηκε μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας το 1932 ως προς τα Δωδεκάνησα και την απέναντι μικρασιατική ακτή.

Παρά τις αντιδράσεις της Τουρκίας, η Ελλάδα κύρωσε την Σύμβαση του 1982 για το Δίκαιο της Θάλασσας με το νόμο 2321/1995, το άρθρο 2 του οποίου ορίζει ότι «η Ελλάδα έχει το αναφαίρετο δικαίωμα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3 της κυρούμενης Συμβάσεως να επεκτείνει σε οποιονδήποτε χρόνο το εύρος της χωρικής της θάλασσας μέχρι αποστάσεως 12 ν. μιλίων» [19]. Ως αντίδραση στην κίνηση αυτή, τον Ιούνιο του 1995 η Τουρκική Εθνοσυνέλευση εξέδωσε ένα ψήφισμα που ανέφερε ότι η Ελλάδα είχε παραβιάσει την «ισορροπία» που είχε δημιουργηθεί με την Συνθήκη της Λωζάνης (1923) όταν επέκτεινε την ελληνική αιγιαλίτιδα στα 6 ν. μίλια το 1936. Θέλοντας να αποτρέψει την πλήρη ανατροπή της «ισορροπίας» αυτής, η Εθνοσυνέλευση δήλωσε ότι η Τουρκία «δεν μπορεί να δεχτεί ότι θα διεξάγει την θαλάσσια επικοινωνία της με τις ανοιχτές θάλασσες και τους ωκεανούς διαμέσου των ελληνικών χωρικών υδάτων, καθώς έχει ζωτικά συμφέροντα στο Αιγαίο». Στο πλαίσιο αυτό, «η Τουρκική Εθνοσυνέλευση αποφάσισε να εκχωρήσει στην τουρκική κυβέρνηση όλες τις αρμοδιότητες να λάβει μέτρα, ακόμη και στρατιωτικά, για την διατήρηση και υπεράσπιση των ζωτικών συμφερόντων της χώρας μας». Η απειλή λήψης στρατιωτικών μέτρων αποτελεί ευθεία παραβίαση του άρθρου 2.4. του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, σύμφωνα με τον οποίο η απειλή χρήσης βίας στις διεθνείς σχέσεις απαγορεύεται όσο και η ίδια η χρήση της. Είναι δε αξιοπρόσεκτο ότι η τουρκική απειλή πολέμου δεν αφορά παραβίαση της διεθνούς νομιμότητας, αλλά την περίπτωση όπου ένα κράτος ασκεί δικαιώματα που προβλέπει το συμβατικό και εθιμικό διεθνές δίκαιο [20]. Παρά ταύτα, η Άγκυρα εξακολουθεί να υποστηρίζει έως σήμερα ότι τυχόν επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων αποτελεί για την ίδια αιτία πολέμου (casus belli).

Η Τουρκία υποστηρίζει ότι η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας είναι κατ’ αυτήν res inter alios pacta (αντικείμενο συμφωνίας τρίτων), κατά συνέπεια δεν μπορεί να την δεσμεύει επειδή δεν την έχει υπογράψει. Ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί, επειδή η Σύμβαση κωδικοποίησε εθιμικό δίκαιο που βρισκόταν ήδη σε ισχύ, ενώ η υπογραφή και επικύρωσή της από την συντριπτική πλειονότητα των κρατών του πλανήτη τής προσέδωσε και συμβατική ισχύ, ανεξάρτητα από τις δηλώσεις και επιθυμίες της Άγκυρας. Το διεθνές δίκαιο δέχεται ότι ένας κανόνας δικαίου μπορεί να μη δεσμεύει ένα κράτος όταν αυτό έχει εκδηλώσει με συνέπεια και συνέχεια την αντίθεσή του στο στάδιο του σχηματισμού του, μέσω της πρακτικής του, της συμπεριφοράς του και των δηλώσεων των εκπροσώπων του, περίπτωση κατά την οποία θεωρείται «επίμονος αντιρρησίας». Αυτό δεν ισχύει στην περίπτωση της Τουρκίας, καθώς η όψιμη αντίθεσή της στον κανόνα των 12 ν. μιλίων έρχεται σε αντίθεση με την αποδοχή του ίδιου κανόνα κατά την Διάσκεψη της Γενεύης το 1956, όταν ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Τουρκίας στον ΟΗΕ δήλωσε ότι «το όριο των 12 ν. μιλίων έχει ήδη γίνει αρκούντως αποδεκτό στην πρακτική, για να μπορεί να θεωρηθεί κανόνας του διεθνούς δικαίου» [21].

 

Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο απο την πηγή (foreignaffairs - hellenic edition) εδώ

Διαβάστε το άρθρο από την πηγή

Εγγραφή RSS για αυτά τα σχόλια Σχόλια (0)

συνολικά: | προβολή:

Σχολιάστε το άρθρο comment

Παρακαλώ εισάγετε τον κωδικό που βλέπετε στην εικόνα:

Eshop
  • email Αποστολή άρθρου
  • print Εμφάνιση εκτύπωσης
  • Plain text Προβολή ώς Plain Text