Αρχική | Διάφορα | Τεύχη 2018-2023 (Νο 199 έως Νο 253) | Χ&Α - 223 | Τράπεζες: Το χρηματιστηριακό τους μέλλον

Τράπεζες: Το χρηματιστηριακό τους μέλλον

Μέγεθος γραμμάτων: Decrease font Enlarge font
Τράπεζες: Το χρηματιστηριακό τους μέλλον

Ποιο είναι το χρηματιστηριακό
μέλλον των τραπεζών

Δρομολογούνται σημαντικές εξελίξεις

 

Οι τράπεζες έπαιξαν πρωταρχικό ρόλο στη λειτουργία και την ανάπτυξη του Χρηματιστηρίου της Αθήνας. Η Εθνική Τράπεζα, η παλαιότερη ανώνυμη εταιρία που λειτουργεί σήμερα στην Ελλάδα, ήταν η πρώτη και η κυριότερη μετοχή που εισήχθη  σ’ αυτό. Η εξέλιξη της τιμής της μετοχής της προσδιόριζε το χρηματιστηριακό κλίμα και, επί πολλά χρόνια, και την κατάσταση της υγείας και του επενδυτικού κλίματος ολόκληρης της οικονομίας. Άλλωστε, η Εθνική Τράπεζα, ως η μεγαλύτερη τράπεζα της Ελλάδας, αλλά και αυτή που, μέχρι το 1928, κατείχε το εκδοτικό προνόμιο, είχε εξαιρετικά μεγάλη βαρύτητα στην εξέλιξη της οικονομίας και ο εκάστοτε διοικητής της, συχνά διέθετε μεγαλύτερη ισχύ από το εκάστοτε υπουργό της Εθνικής Οικονομίας.

Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε ως τις αρχές της δεκαετίας του 2010. Οι τράπεζες, ο αριθμός των οποίων αυξομειώνονταν ανάλογα με τις οικονομικές εξελίξεις και πρακτικές, μέχρι και τις μέρες μας, αποτέλεσαν τον κυριότερο χρηματιστηριακό κλάδο. Η χρηματιστηριακή κεφαλαιοποίηση των μετοχών τους συχνά υπερέβαινε το 50% του συνόλου (διάγραμμα 1)  και η παρουσία τους ήταν αυτονόητη, σχεδόν σε κάθε επενδυτικό χαρτοφυλάκιο. Οι τράπεζες ήταν οι πιο σταθεροί διανομείς μερίσματος στους μετόχους τους και οι χρηματιστηριακές επιδόσεις τους, διαχρονικά ήταν οι καλύτερες της χρηματιστηριακής αγοράς.

Δείτε το διάγραμμα διαδραστικά εδώ.


Η κορύφωση σημειώθηκε στη δεκαετία του 1990, όταν η απελευθέρωση της λειτουργίας των τραπεζών και το ευνοϊκό επενδυτικό περιβάλλον στην Ελλάδα και το εξωτερικό, οδήγησε σε μία “έκρηξη” μεγεθών, γεωγραφικής επέκτασης εντός και εκτός της Ελλάδας, επιχειρηματικής ανάπτυξης, κερδών και χρηματιστηριακών αποτιμήσεων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, αν θεωρήσουμε το 1980, ως έτος βάσης στον υφιστάμενο χρηματιστηριακό δείκτη και ίσο προς 100, τότε, το Σεπτέμβριο του 1999, στο υψηλότερο σημείο της ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς, ο Γενικός Δείκτης του Χρηματιστηρίου είχε τιμή 6.355 μονάδες, ενώ η τιμή του κλαδικού δείκτη των τραπεζών, έφτανε στις 11.352 μονάδες. (Σήμερα, η τιμή του Γενικού Δείκτη κινείται κοντά στις 800 μονάδες, ενώ ο δείκτης των τραπεζών καταγράφει απώλειες υψηλότερες από 99,9% και συνεπώς, και στις δύο περιπτώσεις, δεν υπάρχει λόγος σύγκρισης).

Στη δεκαετία του 2000, σε νομισματικό καθεστώς “ευρώ” πλέον, οι τράπεζες συνέχισαν τη γεωγραφική και επιχειρηματική εξάπλωσή τους και ακολούθησαν τις διεθνείς τάσεις, εμπλεκόμενες στη διαχείριση “σύνθετων” χρηματοοικονομικών προϊόντων, υψηλής κερδοφορίας, αλλά και υψηλού ρίσκου. Στην διεθνή χρηματοοικονομική κρίση του 2008, οι τράπεζες, αντιμετώπισαν προβλήματα (ρευστότητας, μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και κεφαλαιακής επάρκειας), όπως άλλωστε συνέβη και με τις περισσότερες τράπεζες σε όλο το κόσμο. Μετά τη λήψη προληπτικών μέτρων από την τότε Κυβέρνηση, αλλά και την εξομάλυνση της κατάστασης στις διεθνείς αγορές, τα προβλήματα ξεπεράστηκαν και -σταδιακά- ξεχάστηκαν, από τους περισσότερους. Αποδείχτηκε δε ότι, η κρίση του 2008, ήταν μεν ένα σοβαρό περιστατικό, αλλά όχι το σοβαρότερο που είχε αντιμετωπίσει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, στην εξέλιξη της ιστορίας του.

Το πραγματικά μεγάλο πρόβλημα, εμφανίστηκε το έτος 2010 και προκλήθηκε από την κρίση χρέους -που εξελίχθηκε σε χρεοκοπία- του ελληνικού Κράτους.
Η χρεοκοπία του τραπεζικού συστήματος, του κράτους που χρεοκοπεί, είναι σύνηθες φαινόμενο στην ιστορία των χρεοκοπιών. Όμως, αυτό συμβαίνει λόγω γεγονότων που προηγήθηκαν της κρίσης και καταστάσεων όπου και το τραπεζικό σύστημα, αλλά και το επίσημο κράτος, είχαν παράλληλη εμπλοκή, συμμετοχή και συνενοχή. Στην περίπτωση της ελληνικής κρίσης χρέους, οι τράπεζες χρεοκόπησαν και απαξιώθηκαν, λόγω γεγονότων που συνέβησαν μετά το ξέσπασμα της κρίσης.


Πώς χρεοκόπησαν οι τράπεζες

Στο τέλος του 2009, το ελληνικό δημόσιο χρέος έφτανε στα € 298,5 δισεκατομμύρια. Από αυτό, όπως αναφέρεται σε οικονομικά δελτία της περιόδου και επιβεβαίωσε η Τράπεζα της Ελλάδας, ποσό € 197,2 δισεκ. βρισκόταν σε χαρτοφυλάκια τραπεζών, φορέων και ιδιωτών επενδυτών του εξωτερικού. Οι ελληνικές τράπεζες, τόσο μέσω των μητρικών, όσο και μέσω των θυγατρικών τους εταιριών, κατείχαν ελληνικά ομόλογα ύψους € 20,1 δισεκατομμυρίων (έναντι € 14,6 δισεκ. στο τέλος του 2008) .
Δεν είναι γνωστές οι συμφωνίες που έγιναν μεταξύ της ελληνικής Κυβέρνησης, των ευρωπαϊκών Κυβερνήσεων και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Όμως, είναι γνωστό ότι, μεταξύ των πρώτων μηνών του 2010 και της άνοιξης του 2012 (οπότε και πραγματοποιήθηκε το PSI), ένα μεγάλο τμήμα του χρέους που βρισκόταν στο εξωτερικό, αγοράστηκε από τις ελληνικές τράπεζες, ενώ ένα άλλο πολύ μεγάλο τμήμα, αγοράστηκε από την ΕΚΤ (χρέος που εξακολουθούμε να αποπληρώνουμε προς αυτή) και ένα μικρότερο, από ελληνικά ασφαλιστικά ταμεία. Είναι επίσης γνωστό ότι, στο ίδιο διάστημα, οι ευρωπαϊκές τράπεζες και άλλοι οργανισμοί, πουλούσαν τεράστιες ποσότητες ελληνικών ομολόγων και έτσι, μέσα στη διετία 2010-2012, μείωσαν σημαντικά την έκθεσή τους στους τοξικούς ελληνικούς τίτλους, οι οποίοι επρόκειτο να “κουρευτούν”.

Με τον τρόπο αυτό, προστατεύθηκαν οι ευρωπαϊκές τράπεζες από σοβαρότατα κεφαλαιακά προβλήματα, τα οποία, λίγους μήνες μετά τη χρεοκοπία της Lehman Brothers, θα μπορούσαν να είχαν προκαλέσει ένα νέο διεθνές “συστημικό σοκ”, ενώ ένα πολύ μεγάλο μέρος των τοξικών ελληνικών ομολόγων, μεταφέρθηκε (μέσω αγορών τους σε υψηλότατες τιμές) στα χαρτοφυλάκια των ελληνικών τραπεζών και των ελληνικών ασφαλιστικών ταμείων. Έτσι, ενώ όλες οι ευρωπαϊκές τράπεζες, καθ’ όλη την παραπάνω περίοδο μείωναν τις θέσεις τους στα ελληνικά ομόλογα, οι ελληνικές τράπεζες την αύξαναν. Με βάση τα στοιχεία της 31/12/2011, τα ομόλογα που κατέχονταν από το σύνολο των ελληνικών τραπεζών, είχαν αυξηθεί από τα € 20,1 δισεκ. του τέλους του 2009, σε € 46,9 δισεκατομμύρια. Και εκτιμούμε ότι, κατά τους πρώτους μήνες του 2012, δηλαδή πριν πραγματοποιηθεί το PSI, το ποσό αυτό αυξήθηκε ακόμη περισσότερο, όμως είναι κάτι που δε θα  μάθουμε ποτέ.

Όλη η ιστορία της ελληνικής χρεοκοπίας τηρείται μυστική. Ακόμη και τα στοιχεία των κατόχων των ελληνικών ομολόγων πριν από την κρίση και κατά τη διάρκεια αυτής, θεωρούνταν ως απόρρητα και βγήκαν στη δημοσιότητα, μετά από επίμονες προσπάθειες του τότε βουλευτή Αθηνών και τέως Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Προκόπη Παυλόπουλου, στη Βουλή. Δυστυχώς και γι’ αυτό το έγκλημα -όχι μόνον κατά των τραπεζών, αλλά και κατά του ελληνικού λαού- ουδεμία έρευνα πραγματοποιήθηκε, ουδείς θεωρήθηκε υπεύθυνος και ουδείς τιμωρήθηκε. Μετά από έρευνα, ο υπογράφων το παρόν άρθρο, το 2013, εξέδωσε το βιβλίο “Οι ζημιές μας, κέρδη τους - Η λεηλασία της Ελλάδας”, όπου περιγράφονται και σχολιάζονται τα όσα έγιναν, σε εκείνη την περίοδο της ιστορίας μας, που τόσο σημαντικά επέδρασε και εξακολουθεί να επιδρά στην εξέλιξη του κράτους μας, της κοινωνίας μας και της ζωής μας -δείτε εδώ)

Στη συνέχεια, το Δεκέμβριο του 2012, ακολούθησε το PSI+, όπου κουρεύτηκαν -για δεύτερη φορά- τα ήδη “κουρεμένα” ομόλογα των ελληνικών τραπεζών.
Τα γεγονότα των ελληνικών ομολόγων και της χρεοκοπίας του κράτους, είχαν καταστροφικά αποτελέσματα για τις τράπεζες. Συνολικά, από τα δύο PSI του 2012, οι τράπεζες υπέστησαν συνολικές απώλειες ύψους € 28,4 δισ. Το 2013, υποχρεωτικά έγινε η ανακεφαλαιοποίησή τους -με χρήματα που δανείστηκε το Κράτος και τα οποία τελικά επιβάρυναν το δημόσιο χρέος. Παράλληλα, υπήρξαν και έμμεσες ζημιές στην οικονομία, αφού τα χρήματα με τα οποία οι τράπεζες αγόραζαν ομόλογα (από τις ξένες τράπεζες που προσπαθούσαν να τα “ξεφορτωθούν”) κατά την περίοδο 2010-2012, έφυγαν από την πραγματική οικονομία και επιβάρυναν ακόμη περισσότερο την κρίση. Τέλος, από την πράξη αυτή ζημιώθηκαν οι εκατοντάδες χιλιάδες μέτοχοι των τραπεζών, αφού οι απώλειές τους ξεπέρασαν το 99%!

Ο υπολογισμός των ζημιών των επενδυτών από την “τραπεζική περιπέτεια” της περιόδου από το 2007 έως και σήμερα, προέρχεται από άρθρο του “Χ&Α” του Φεβρουαρίου του 2019 (εδώ), επί του οποίου έγινε επανυπολογισμός με τιμές της 14/12/2020. Το μέγεθος των ζημιών εκτιμήθηκε από την απώλεια  της χρηματιστηριακής αξίας και τα ποσά των αυξήσεων του μετοχικού κεφαλαίου αυτής της περιόδου. Με βάση τις τιμές του τέλους του 2020, έφταναν στο στο αστρονομικό ποσό των € 135,7 δισεκατομμυρίων!  Δείτε τον Πίνακα 1.







Απώλειες κεφαλαίου και κεφαλαιοποίησης από τον τραπεζικό κλάδο
2008-2020 (εκατ. €)

Τράπεζα Αντληθέν ποσό Κεφαλ/ση 31/12/2007 Κεφαλ/ση 14/12/2020 Απώλειες (14/12/2020)

Alpha Bank 9.320,3 10.233,3 1.302,9 -18.250,8

Aspis Τράπεζα 50,0 201,9 0,0 -251,8

Eurobank 11.059,0 12.640,7 2.125,3 -21.574,4

Αγροτική Τράπεζα 1.549,5 3.458,8 0,0 -5.008,3

Γενική Τράπεζα 910,5 576,9 0,0 -1.487,4

Εθνική Τράπεζα 17.556,4 22.345,4 1.912,7 -37.989,2

Εμπορική Τράπεζα 1.838,9 2.690,2 0,0 -4.529,1

Ταχ. Ταμιευτήριο 531,3 1.743,9 0,0 -2.275,2

Τράπεζα Αττικής 1.319,6 531,1 104,0 -1.746,7

Τράπεζα Πειραιώς 13.587,7 9.056,6 555,6 -22.088,7

Τράπεζα της Ελλάδος
1.462,1 308,7 -1.153,4

Proton Bank
614,3
-614,3







Τράπεζα Κύπρου 763,7 7.029,2 0,0 -7.792,9

Λαϊκή Τράπ. Κύπρου 1.799,1 1.437,4 0,0 -3.236,4

Marfin Popular Bank 488,2 7.249,9 0,0 -7.738,1

Σύνολα 60.774,2 81.271,7 6.309,3 -135.736,6

Δείτε περισσότερα στοιχεία για τις αυξήσεις μετοχικού κεφαίλου των τραπεζών εδώ.


Το πρόβλημα των κόκκινων δανείων

Καθ’ όσον βρίσκονταν σε εξέλιξη η κρίση των ελληνικών ομολόγων, στον τραπεζικό τομέα, άρχισε να  διαφαίνεται το πρόβλημα των “κόκκινων” δανείων, ή όπως ευρύτερα αποκαλείται στην τραπεζική ορολογία, των “μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων”, έννοια που περιλαμβάνει και άλλες πηγές επισφαλειών για τις τράπεζες, πέραν από τα δάνεια.

Το πρόβλημα αυτό ήταν η φυσιολογική εξέλιξη της κρίσης της οικονομίας, η οποία προκλήθηκε από την κρίση του χρέους. Οι διαδικασίες για τον περιορισμό των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και τη σταδιακή εμφάνιση δημοσιονομικών πλεονασμάτων που συμφωνήθηκαν στα τρία “μνημόνια” μεταξύ του ελληνικού κράτους και των ευρωπαίων δανειστών, είχαν ως αποτέλεσμα την πρόκληση μίας μεγάλου μεγέθους οικονομικής ύφεσης, η οποία διήρκεσε από το 2010 έως και το 2016. Ένα από τα δυσμενέστατα αποτελέσματα της ύφεσης αυτής, υπήρξε και η αδυναμία ενός μεγάλου μέρους των δανειοληπτών να εξοφλήσουν τις υποχρεώσεις τους προς τις τράπεζες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση των επισφαλειών, από τα συνήθη ποσοστά μεταξύ του 4% έως 6%, πριν από την κρίση, σε πάνω από το 40% -ή σε € 107 δισεκατομμυρίων-  κατά το Μάρτιο του 2016.

Αυτό, είναι ένα σύνηθες τραπεζικό πρόβλημα, σε οικονομίες που αντιμετωπίζουν ύφεση και λόγος χρεοκοπιών πολλών τραπεζών, ή ακόμη και επέμβασης των κυβερνήσεων για τη διάσωσή τους. Στην Ελλάδα, το πρόβλημα των τραπεζών ήταν διπλό: αφ’ ενός μεν το ζήτημα της κεφαλαιακής επάρκειας που είχε ανακύψει λόγω της χρεοκοπίας του κράτους και της απαξίωσης των ομολόγων που είχαν βρεθεί στα χαρτοφυλάκιά τους -ζήτημα που οι αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου του 2013 δε μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν πλήρως- και παράλληλα μ’ αυτό, ένα τεράστιο πρόβλημα “μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων”. Η κατάσταση αυτή ήταν πραγματικά δραματική.
Από την άλλη πλευρά, η ύπαρξη ενός τόσο υψηλού επιπέδου προβληματικών δανείων, προκαλεί κοινωνικές εντάσεις και ανασφάλεια, στοιχείο που επιδρά στη λειτουργία της οικονομίας και της πολιτικής.

Στο μεταξύ, το τραπεζικό σύστημα συρρικνώθηκε δραματικά. Ένας αριθμός ξένων τραπεζών αποχώρησαν από την Ελλάδα, η πλειοψηφία των μικρών -κυρίως συνεταιριστικών τραπεζών- απορροφήθηκαν από άλλες, ενώ από τον πίνακα του Χρηματιστηρίου διεγράφησαν 9 τραπεζικές εταιρίες.
Κατά το 2015 πραγματοποιήθηκαν νέες αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών -αυτή τη φορά με τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα- συνολικού ύψους € 9,4 δισεκατομμυρίων.

Στα επόμενα χρόνια, οι τράπεζες, μετά από κατάλληλες νομοθετικές ρυθμίσεις, προσπάθησαν να ρυθμίσουν μεγάλο μέρος των δανείων τους, απευθείας με τους πελάτες τους, είτε να μεταβιβάσουν τμήματα των προβληματικών δανειακών σε τρίτες εταιρίες διαχείρισης προβληματικών δανείων. Παράλληλα, αιμορραγούσαν -και εξακολουθούν να αιμορραγούν- με δυσβάστακτες προβλέψεις, οι οποίες περιορίζουν την κερδοφορία τους, ενώ τα περιθώρια κέρδους τους έχουν καταρρεύσει, λόγω των εγχώριων, αλλά και των διεθνών συνθηκών και τάσεων.
Οι προσπάθειες μείωσης του επιπέδου των “κόκκινων δανείων”, κατά τα δύο τελευταία χρόνια, ήταν αρκετά πετυχημένη, όμως χωρίς να κατορθώσει να επιλύσει το πρόβλημα. Στα μέσα του 2020, ένα ποσό € 58,7 δισεκατομμυρίων (Ενδιάμεση Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής 2020, σελ. 22 εδώ),εξακολουθούσε να παραμένει ως “βαρίδι” στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών.

Σήμερα, στο Χρηματιστήριο διαπραγματεύονται οι μετοχές μόλις 5 τραπεζών (συν τη μετοχή της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία όμως είναι , αριθμός που είναι ο μικρότερος, από το 1902. Η κεφαλαιοποίησή τους (στοιχεία της 14/12/2020) φτάνει μόλις στα € 6.309 εκατομμύρια (ενώ είχε βρεθεί στα € 2.802 εκατομμύρια, την 2/11/2020, όταν ο κλαδικός χρηματιστηριακός δείκτης των τραπεζών (ΔΤΡ) είχε βρεθεί στο χαμηλότερο σημείο της ιστορίας του, τις 234,97 μονάδες).


Η επίλυση του προβλήματος και η χρηματιστηριακή επίδραση

Σε χρηματιστηριακό επίπεδο, επιχειρείται σήμερα να εμπεδωθεί ένα κλίμα αισιοδοξίας για τις εξελίξεις στον κλάδο, καθώς μετά από μεγάλες καθυστερήσεις και διαβουλεύσεις και υπολογισμούς πολλών μηνών, η πανδημία του Covid έρχεται να λειτουργήσει ως “καταλύτης” για την υπέρβαση αυτού του τόσο σημαντικού προβλήματος του κλάδου, αφού θα οδηγήσει, με γρήγορες διαδικασίες, σε λύσεις, με ποιο “χαλαρούς” και ευνοϊκούς για τις τράπεζες, όρους.

Κατά τα φαινόμενα, βρισκόμαστε στο στάδιο της λήψης αποφάσεων, κάτι για το οποίο είναι σύμφωνη και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Εκτιμάται ότι, θα επιχειρηθεί η ριζική και οριστική αντιμετώπιση αυτού χρόνιου προβλήματος, το οποίο κρατά καθηλωμένο το τραπεζικό σύστημα επί σειρά πολλών ετών.
Πιθανότατα, στη βάση σχεδίου της Τράπεζας της Ελλάδας, θα επιχειρηθεί η απορρόφηση του συνόλου των μη εξυπηρετούμενων δανείων, τόσο του σημερινού αποθέματος όσο και των νέων “κόκκινων”, που δημιουργούνται λόγω της πανδημίας, μέσα από τη δημιουργία εταιρίας διαχείρισης στοιχείων ενεργητικού (Asset Management Company – AMC).

Το διαδικαστικό ή το λογιστικό τμήμα αυτής της “επιχείρησης”, δεν είναι ακόμη γνωστό. Όμως, δεν έχει μεγάλη σημασία. Σημασία έχει το γεγονός ότι, η Κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να επιλύσει, όσο πιο σύντομα μπορεί, το πρόβλημα, το οποίο κρατά καθηλωμένη την εθνική οικονομία, εμποδίζει τον αναπτυξιακό ρόλο των τραπεζών και απαξιώνει τη χρηματιστηριακή αξία του κλάδου, κάτι το οποίο θα έχει μακροχρόνιες επιδράσεις.

Καθώς έρχεται το πλήρωμα του χρόνου για τη λήψη των αποφάσεων, “φουντώνουν” τα δημοσιεύματα και οι αναλύσεις που εκφράζονται από θετικά, έως και θριαμβευτικά, για τον τραπεζικό κλάδο.

Η συνειδητοποίηση ότι, η Κυβέρνηση, επείγεται να δώσει μία οριστική λύση στο πρόβλημα των “κόκκινων” τραπεζικών δανείων και στο ξεκαθάρισμα των ισολογισμών των τραπεζών από “αστοχίες” του παρελθόντος και η ώθηση που παίρνει το γεγονός αυτό από τα ΜΜΕ, λειτουργεί θετικά στο Χρηματιστήριο και, έστω και προσωρινά, ξεχνιέται η αποτυχημένη συμπεριφορά των τραπεζικών μετοχών επί περισσότερο από μία δεκαετία.

Την περίοδο του Νοεμβρίου, όταν, στο Χρηματιστήριο ξεκίνησε μία μεγάλη ανοδική κίνηση των μετοχών του τραπεζικού κλάδου, είχε υπάρξει μία “τριπλή” συγκυρία: α) Οι τιμές των τραπεζικών μετοχών ήταν κοντά στα ιστορικά χαμηλότερα επίπεδά τους. β) Υπήρξε η ανακοίνωση για τη δημιουργία του εμβολίου κατά του Covid και γ) Είχαν αρχίσει να προβάλλουν ανακοινώσεις και άρθρα σχετικά με τη δημιουργία μίας ευρείας “bad bank”, η οποία θα απορροφούσε ένα μεγάλο τμήμα των “κόκκινων” δανείων.

Όλα αυτά, επέδρασαν θετικά και προκάλεσαν μία από τις πιο έντονες ανόδου στην ιστορία του κλάδου. Βέβαια, στη μνήμη πολλών επενδυτών, λειτούργησε και η αντίστοιχη εμπειρία του Ιανουαρίου του 2019, όταν, με μία παρόμοια αφορμή, ξεκίνησε μία μεγάλη άνοδος των τιμών των μετοχών του κλάδου, που ανέβασε τον κλαδικό δείκτη (ΔΤΡ) από τις 372,2  μονάδες (την 21/1/2019) στις 915,36 μονάδες (την 19/11/2019).


Τί προσδοκούν οι επενδυτές;

Η παρούσα άνοδος των τραπεζικών μετοχών έχει θεμελιώδεις, αλλά και κερδοσκοπικές διαστάσεις. Από τη θεμελιώδη τους πλευρά, τα επιχειρήματα είναι ότι, με τον περιορισμό των “κόκκινων” δανείων, θα απελευθερωθούν κεφάλαια και οι τράπεζες θα λειτουργήσουν περισσότερο ορθολογικά. Παράλληλα, θα μειωθούν οι προβλέψεις, με αποτέλεσμα τη δυνατότητα ενίσχυσης της οργανικής κερδοφορίας των τραπεζών, κάτι που θα ενισχύσει το επενδυτικό τους προφίλ και θα επανέλθει η ισορροπία στη χρηματιστηριακή τους συμπεριφορά και τη μετοχική βάση. Αυτά είναι αληθή.

Οι κερδοσκοπικές διαστάσεις της παρούσας ανόδου των τραπεζικών μετοχών εντοπίζονται στο γεγονός ότι, ενώ οι περισσότεροι δε γνωρίζουν τα ακριβή προβλήματα και το είδος των ισορροπιών στα οικονομικά των τραπεζών, αλλά ούτε και τις δυσκολίες που θα αντιμετωπιστούν στο μέλλον, παρασυρόμενοι από τα δημοσιεύματα του Τύπου και την κερδοσκοπική μανία που συνήθως γεννά αυτή η ταχύτητα ανόδου, αιφνιδίως ανακήρυξαν τις τραπεζικές μετοχές ως “τις καλύτερες” του Χρηματιστηρίου και σπεύδουν να εκμεταλλευτούν την περίοδο, ενισχύοντας έτσι την κερδοσκοπική τάση.

Είναι μία καλή περίοδος για κερδοσκοπία επί των τραπεζικών μετοχών. Καθώς το κλίμα είναι -και σε εγχώριο, αλλά και σε διεθνές επίπεδο- ευνοϊκό, η ανοδική κίνηση των τιμών γίνεται εύκολα. Όντως, η εξέλιξη αυτή, θυμίζει την περίοδο Ιανουαρίου - Ιουλίου του 2019.



Δείτε το διάγραμμα διαδραστικά εδώ.

Υπάρχουν πολλές πιθανότητες να επαναληφθεί το ίδιο και τώρα. Αν η άνοδος του 2019 είχε μία “πειραματική” βάση, καθ’ όσον η χώρα μόλις έβγαινε από τη μνημονιακή της περιπέτεια, η άνοδος αυτής της φάσης δείχνει να έχει καλύτερες προοπτικές. Ειδικά για τις τράπεζες, υπάρχει ένα κρίσιμο σημείο: Οι αυξήσεις του μετοχικού κεφαλαίου που, ενδεχομένως και όλες, θα πραγματοποιήσουν μετά το α’ εξάμηνο του 2021 ή στο α’ εξάμηνο του 2022.
Το συνολικό ποσό των αυξήσεων θα κυμανθεί μεταξύ 4,5 έως 6 δισεκατομμυρίων ευρώ, ποσό αρκετά μεγάλο για την -τόσο πληγείσα κατά τα προηγούμενα χρόνια- ελληνική χρηματιστηριακή αγορά. Όμως, όπως διαδίδεται κατά το τελευταίο διάστημα, στις αυξήσεις κεφαλαίου θα συμμετάσχει και το Κράτος, μέσω του ΤΧΣ, κάτι που, αν συμβεί, θα διευκολύνει τις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου, ενώ η, με αυτό το τρόπο, παρεχόμενη ασφάλεια θα βοηθήσει τις τιμές των τραπεζικών μετοχών.
Σε κάθε περίπτωση, κατά το επόμενο διάστημα θα πρέπει να αναμένουμε την προσπάθεια για τη διατήρηση των τιμών των μετοχών σε ικανοποιητικά επίπεδα, ώστε να μπορεί να εφαρμοστεί το discount του 30% έως 40% από την τρέχουσα τιμή, κάτι που θα είναι φυσιολογικό και απαραίτητο.

Όμως, με δεδομένο το ενδιαφέρον του κράτους για την απεμπλοκή των τραπεζών από το πρόβλημα των “μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων”, τα πράγματα γίνονται πιο εύκολα. Η απεμπλοκή αυτή, σε συνδυασμό με τη γνωστοποίηση της συμμετοχής του κράτους, θα λειτουργεί αυξητικά στις τιμές των μετοχών στην αγορά. Και κάπως έτσι, δημιουργείται ένα “σπιράλ ανόδου” και μπορεί όντως να υπάρξει μία θετική εξέλιξη.


Το πρόβλημα της κερδοφορίας

Αν όμως οι τράπεζες, σε συνεργασία με την Κυβέρνηση, την Τράπεζα της Ελλάδος και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, μπορούν να δημιουργήσουν ένα μηχανισμό απορρόφησης των “μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων”, λίγα μπορούν να κάνουν για τις εξελίξεις σε μακροοικονομικό επίπεδο.

Οι εξελίξεις αυτές, ιδιαίτερα μετά την πανδημία, δε θα συνθέτουν ένα ευνοϊκό περιβάλλον για τις τράπεζες, στον ευρωπαϊκό χώρο, αλλά και στο τμήμα του κόσμου που είχαμε συνηθίσει να ονομάζουμε ως “δυτικό”. Το πρόβλημα που ήδη υφίσταται και το οποίο ενδεχομένως εντείνεται σήμερα, λόγω της πανδημίας, είναι η απώλεια της ανταγωνιστικότητας της περιοχής αυτής, η χαμηλή ανάπτυξη, και η δημογραφική γήρανση, στοιχεία που συνθέτουν το περιβάλλον για τη διατήρηση του πληθωρισμού -και συνεπώς και των επιτοκίων- σε χαμηλά επίπεδα.

Οι τράπεζες δε μπορούν να πετύχουν αξιόλογα κέρδη, σε ένα περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων. Όσο και αν περικόψουν τις δαπάνες λειτουργίας τους μειώνοντας προσωπικό και κλείνοντας καταστήματα -και τις περικόπτουν επιθετικά- όσο και αν αυξήσουν τις προμήθειες που χρεώνουν (οι οποίες ήδη βρίσκονται σε αδικαιολόγητα δυσθεώρητα ύψη), δε θα μπορέσουν ποτέ να πετύχουν σημαντική (οργανική) κερδοφορία, αν δε βελτιωθεί το επιτοκιακό περιθώριο κέρδους τους, τουλάχιστον κατά δύο εκατοστιαίες μονάδες.

Δείτε στη σελίδα των αποτελεσμάτων του 9μήνου 2020, άρθρο με μερικά από τα βασικά συνοπτικά μεγέθη των ελληνικών τραπεζών, κατά τη διάρκεια της τελευταίας 5ετίας,

Πόσο θα διαρκέσει αυτό το περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων; Ουδείς γνωρίζει. Καθώς επί χρόνια παρακολουθούμε και διαβάζουμε για την ιστορία του πληθωρισμού (εδώ) -κάτι που μας βοήθησε σημαντικά ώστε να “δούμε” έγκαιρα τις εξελίξεις- διατηρούμε μία άποψη που έχουμε εκφράσει εδώ και αρκετά χρόνια: Η ιστορία έχει δείξει ότι, τα μεγάλα κύματα “πληθωρισμού - αποπληθωρισμού - ισορροπίας”, απέχουν αρκετές δεκαετίες μεταξύ τους. Για να επανεμφανιστεί ο πληθωρισμός, ώστε να επανέλθουν τα επιτόκια σε υψηλότερα επίπεδα, θα πρέπει να υπάρξει και πάλι δημογραφική ισορροπία, ισορροπία στις αμοιβές των συντελεστών παραγωγής και εξίσωση της ανταγωνιστικότητας μεταξύ των διαφόρων περιοχών της γης.

Θα πρέπει να προετοιμαζόμαστε να δεχτούμε ότι, το περιβάλλον χαμηλής κερδοφορίας των τραπεζών, θα διαρκέσει επί αρκετά ακόμη χρόνια. Βέβαια, αυτό θα τις οδηγήσει -σε παγκόσμιο επίπεδο- να αλλάξουν μορφή και τρόπο λειτουργίας, ώστε να αυξήσουν την παραγωγικότητά τους, τη γκάμα των δραστηριοτήτων τους και συνεπακόλουθα και την κερδοφορία τους. Ναι, θα υπάρξει μετασχηματισμός του κλάδου. Όμως, αυτό δε θα συμβεί ούτε αύριο, ούτε του χρόνου. Ο μετασχηματισμός αυτός, θα αποτελέσει το ένα κύριο στοιχείο για την προώθηση τραπεζικών μετοχών σε μερικά χρόνια από σήμερα. Όχι όμως τώρα. Προς το παρόν, οι τράπεζες πραγματοποιούν λειτουργικές βελτιώσεις και όχι ανασχηματισμό του ρόλου και της παρουσίας τους στις οικονομίες.

Στην παρούσα φάση, αυτό που θα πρέπει να κάνουμε είναι να αντιληφθούμε πώς κινείται το “κύμα” της τρέχουσας χρηματιστηριακής φάσης. Και να  ανεβούμε επάνω του, αν δεν έχουμε ήδη ανέβει.
Οι κίνδυνοι είναι μικρότεροι σε σχέση με το παρελθόν. Τουλάχιστον σ’ αυτή τη φάση και με την προϋπόθεση ότι δε θα συμβεί κάτι, γενικότερα αρνητικό. Οι τραπεζικές μετοχές, αυτά τα χρόνια έγιναν πολύ ευμετάβλητες και επιθετικές. Αυτό θα κοπάσει, με τον καιρό. Όμως, θα χρειαστούν μερικά χρόνια για να θυμίζουν και πάλι τη συμπεριφορά των blue chips των δεκαετιών του 1990 και του 2000.

Να μην απορρίπτουμε τις τραπεζικές μετοχές, παρά το ρίσκο που έχουν. Αυτό, επειδή όντως θα υπάρξουν εξελίξεις, αλλά και επειδή κανείς δε θέλει σήμερα τις τραπεζικές μετοχές σε χαμηλότερες τιμές. Όταν θα έρθει η εποχή των αυξήσεων του μετοχικού κεφαλαίου, ενδεχομένως να υπάρξουν σοβαρές διακυμάνσεις. Όμως και πάλι, αυτό δε θα είναι απαραίτητα αρνητικό.

Θα προσεγγίσουμε τις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών με σκεπτικισμό, γνωρίζοντας ότι, το περιβάλλον λειτουργίας και κερδοφορίας τους θα είναι δύσκολο, στοιχείο που θα αποτυπώνεται στις μελλοντικές τους αποτιμήσεις. Όμως, σε εκείνο το σημείο, θα επανεξετάσουμε την κατάσταση, με περισσότερα δεδομένα στη διάθεσή μας και σε ένα διαφορετικό περιβάλλον.

Επιστροφή στα περιεχόμενα (εδώ)

 


Εγγραφή RSS για αυτά τα σχόλια Σχόλια (0)

συνολικά: | προβολή:

Σχολιάστε το άρθρο comment

Παρακαλώ εισάγετε τον κωδικό που βλέπετε στην εικόνα: