Αρχική | Διάφορα | Τεύχη 2018-2023 (Νο 199 έως Νο 253) | Χ&Α - 223 | Κύριες οικονομικές ειδήσεις περιόδου 16 Νοεμβρίου 2020 - 17 Δεκεμβρίου 2020

Κύριες οικονομικές ειδήσεις περιόδου 16 Νοεμβρίου 2020 - 17 Δεκεμβρίου 2020

Μέγεθος γραμμάτων: Decrease font Enlarge font

Τεύχος 220 - Δεκέμβριος 2020

Κύριες οικονομικές ειδήσεις
16 Νοεμβρίου 2020 - 17 Δεκεμβρίου 2020

 

Μια νέα γενιά χρεών σε εφορία, ταμεία και τράπεζες έχει δημιουργήσει η πανδημία, σε ένα φαινόμενο το οποίο στην πλήρη εξέλιξή του θα γίνει αισθητό το 2021, όταν θα τερματιστούν τα όποια προγράμματα αναστολής πληρωμών και ελαφρύνσεων. Η μοναδική λύση για να μειωθεί το δυσβάσταχτο ιδιωτικό χρέος που μας κληρονόμησε η κρίση της περασμένης δεκαετίας αλλά και ο νέος όγκος υποχρεώσεων που γεννάει η πανδημία είναι να επιτύχουμε ρυθμούς ανάπτυξης που θα μας επιτρέψουν να φτάσουμε στο ΑΕΠ του 2008 μέχρι το 2030. Κάτι που σύμφωνα με τον Γ. Στουρνάρα είναι απολύτως εφικτό. Συνολικά, τα ληξιπρόθεσμα χρέη δανειοληπτών, φορολογούμενων και ασφαλισμένων ξεπερνούν τα 220 δισ. ευρώ, με τα 106 δισ. να είναι χρέη προς την εφορία και περίπου 96 δισ. σε δάνεια. Είναι χρέη των οποίων δεν συζητείται η διαγραφή τους ενώ ακόμα και αν δεν είχε ξεσπάσει η πανδημική κρίση, θα μιλούσαμε για ιδιωτικό χρέος άνω των 200 δισ. Ευρώ. (εδώ)

Στα 364,8 δισ. ευρώ διαμορφώθηκε στο τέλος Σεπτεμβρίου 2020 το χρέος της Κεντρικής Διοίκησης, καταγράφοντας αύξηση κατά 1,9 δισ. ευρώ σε σχέση με το τέλος Ιουνίου 2020. Από τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) προκύπτει πως στο τέλος Σεπτεμβρίου 2020 το χρέος της Κεντρικής Διοίκησης που είχε σταθερό επιτόκιο αντιστοιχούσε στο 96,6% του συνολικού χρέους, όταν στο τέλος Δεκεμβρίου 2019 αντιστοιχούσε στο 94,6% του συνολικού χρέους. Ομοίως, στο τέλος Σεπτεμβρίου 2020 το χρέος της Κεντρικής Διοίκησης που είχε κυμαινόμενο επιτόκιο αντιστοιχούσε στο 3,4% του συνολικού χρέους, όταν στο τέλος Δεκεμβρίου 2019 αντιστοιχούσε στο 5,4% του συνολικού χρέους. Αξίζει να σημειωθεί πως από τα 364,8 δισ. ευρώ του χρέους τα 248,5 δισ. ευρώ (68%) αφορούν στα δάνεια από τους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς στήριξης. (εδώ)

Προειδοποιήσεις ότι τα μέτρα στήριξης από την πανδημία πρέπει να είναι μετρημένα για να μη θέσουν σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα του χρέους απηύθυνε στην Ελλάδα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στην ανάλυση βιωσιμότητας χρέους, το βασικό σενάριο εκτιμά ότι το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ, για το 2020 θα φθάσει στο 207,1%, ενώ θα υποχωρήσει στο 199,6% του ΑΕΠ το 2021, στο 193,1% του ΑΕΠ το 2022 και εν τέλει στο 64% το 2060.Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι η επιτροπή βλέπει να επιστρέφουμε σε πρωτογενή πλεονάσματα από το 2023 και μάλιστα με βάση τα συμφωνηθέντα το 2018, φτάνοντας το 2,2% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο για 37 χρόνια, έως το 2060.(εδώ)

Υπερβολικές ανισορροπίες στην ελληνική οικονομία εντόπισε η έκθεση του Μηχανισμού Επαγρύπνησης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με την Κομισιόν να διαπιστώνει επιδείνωση της καθαρής διεθνούς επενδυτικής θέσης της χώρας μας και να προχωρεί μέσα στο επόμενο τετράμηνο σε εις βάθος αξιολόγηση των προβλημάτων. Αν και η ελληνική οικονομία ήταν προ της πανδημίας σε τροχιά μείωσης των οικονομικών αυτών ανισορροπιών με το ξέσπασμα του κορονοϊού τα πράγματα αντιστράφηκαν. Η πανδημία δημιούργησε νέους μακροοικονομικούς κινδύνους, καθώς το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ αυξήθηκαν.Τα ευρήματα της Κομισιόν όσον αφορά στις εσωτερικές και εξωτερικές ανισορροπίες της ελληνικής οικονομίας θα δημοσιευθούν την άνοιξη του 2021 από κοινού με την αξιολόγηση του Προγράμματος Σταθερότητας και Σύγκλισης της ΕΕ. (εδώ)

 

Θα χρειαστεί να περάσουν τουλάχιστον δέκα χρόνια για να αποπληρώσει η Ελλάδα τα χρέη που θα αφήσει πίσω της η πανδημία, και αυτό στο καλό σενάριο, εφόσον τα επιτόκια και το κόστος δανεισμού παραμείνουν στα σημερινά, εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα. Αυτό είναι το συμπέρασμα τελευταίας ανάλυσης της ING. Πιο συγκεκριμένα, ING προβλέπει ότι τα δημόσια χρέη στην Ευρωζώνη θα αυξηθούν φέτος κατά 15 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, κάτι που σημαίνει ότι θα ξεπεράσουν το 100% του ΑΕΠ. Η Ελλάδα είναι ανάμεσα στις χώρες που θα επιβαρυνθούν περισσότερο, καθώς όπως η Ιταλία και η Ισπανία, θα εμφανίσει αύξηση του δείκτη χρέους/ΑΕΠ άνω των 25 ποσοστιαίων μονάδων.  Για την ακρίβεια, αναμένεται να αυξηθεί στο 208,9% του ΑΕΠ, από 180,5% που ήταν πέρυσι και να πέσει στο 199,6% του ΑΕΠ το 2021. (εδώ)

 

Η Ελλάδα αποτέλεσε την αρνητική έκπληξη σε όλη την Ευρώπη καθώς στο γ΄ τρίμηνο του 2020 εμφάνισε την μεγαλύτερη ύφεση σε ετήσια βάση και την μικρότερη ανάκαμψη σε τριμηνιαία βάση σε όλη την  Ευρώπη. Η Ελλάδα στο γ΄ τρίμηνο του 2020 εμφάνισε ύφεση -11,7% σε ετήσια βάση και ανάκαμψη +2,3% σε σχέση με το β΄ τρίμηνο του 2020.

Οι επιδόσεις αυτές είναι οι χειρότερες στην Ευρώπη ενώ μας ξεπέρασε και η Τουρκία αποτιμώμενη σε εθνικό νόμισμα. Την ίδια στιγμή ακόμη και χώρες όπως η Ουγγαρία, η Βουλγαρία ή η Ρουμανία είχαν καλύτερες επιδόσεις από την Ελλάδα. Με βάση συγκλίνουσες εκτιμήσεις και με βάση την ύφεση που θα υπάρξει και στο δ΄ τρίμηνο του 2020 η συνολική ύφεση δεν θα διαμορφωθεί στο -10,5% που έχει εκτιμηθεί αλλά στο -11,6%. Η Ελλάδα στο α΄ τρίμηνο 2020 παρήγαγε ΑΕΠ 41,4 δισεκ. στο β ΄ τρίμηνο 39 δισεκ. στο γ΄ τρίμηνο 40,3 δισεκ. ενώ πιθανό να επιτευχθεί ΑΕΠ 40 δισεκ. και το δ΄ τρίμηνο προσεγγίζοντας τα 160,7 δισεκ. ή 161 δισεκ. συνολικά την χρονιά. Για το 2021 αναμένεται ανάκαμψη +2,5% άπαξ και η Ελλάδα θα επιστρέψεις την κανονικότητα από το β΄6μηνο του 2021. (εδώ)

 

Σταδιακή ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας το 2021 προβλέπει ο ΟΟΣΑ στην έκθεσή του για τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας. Η ανάκαμψη προβλέπεται να επιταχυνθεί το 2022, καθώς, όπως αναφέρει η έκθεση, ο κορονοϊός θα έχει ελεγχθεί καλύτερα με πιο γενικούς εμβολιασμούς, οι περιορισμοί θα χαλαρώνουν σε παγκόσμιο επίπεδο και η κυβέρνηση θα υλοποιεί νέα επενδυτικά προγράμματα. Εκτιμά ακόμη ότι η ελληνική οικονομία θα συρρικνωθεί φέτος κατά 10,1% για να αναπτυχθεί 0,9% το 2021 και 6,6% το 2022. Η ανεργία προβλέπεται ότι θα κινηθεί κοντά στα προ της κρίσης επίπεδα καθώς τα μέτρα στήριξης της κυβέρνησης έχουν περιορίσει τις απώλειες θέσεων εργασίας και έχουν μειωθεί αυτοί που αναζητούν εργασία. Για το 2020 το ποσοστό ανεργίας εκτιμάται στο 16,9% από 17,3% πέρυσι, για να αυξηθεί στο 17,8% το 2021 και να υποχωρήσει ξανά στο 17,2% το 2022. (εδώ)

 

Ύφεση της ελληνικής οικονομίας κατά 9,5% το 2020, καθώς και ανάκαμψη κατά 5,7% το 2021 προβλέπει η έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ). Μεταξύ των βασικών πορισμάτων της έκθεσης, συγκαταλέγονται τα εξής: τη συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 7,9% του ΑΕΠ το α’ εξάμηνο του 2020. Η οικονομία αναμένεται να καταγράψει μια οξεία ύφεση. Όσον αφορά το δημόσιο χρέος, το οποίο το 2020 αναμένεται να φθάσει στο 208,1% του ΑΕΠ, προτού υποχωρήσει στο 199,1% του ΑΕΠ το επόμενο έτος, το Ταμείο επιβεβαιώνει τη βιωσιμότητά του σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο. Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, η πανδημία της Covid-19 προκαλεί, μια άνευ προηγουμένου αβεβαιότητα, με τους καθοδικούς κινδύνους να αποτυπώνονται σ’ ολους τους τομείς της οικονομίας. (εδώ)

 

Την ανάγκη ελάφρυνσης του φορολογικού και ασφαλιστικού βάρους της μισθωτής εργασίας υπογραμμίζει, η Επιτροπή Πισσαρίδη, η οποία καλεί την κυβέρνηση να αναλάβει δράση για τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους στην Ελλάδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο συντελεστής επιβάρυνσης της εργασίας από φόρους και εισφορές, είναι ιδιαίτερα υψηλός σε σχέση με τη συνολική μισθολογική δαπάνη, ενώ εμφανίζει πολύ έντονη προοδευτικότητα από τα μεσαία εισοδήματα. Η επιβάρυνση δε, είναι υψηλότερη για τη μισθωτή παρά για τη μη μισθωτή εργασία. Ενδεικτικά, μισθωτός, ο οποίος λαμβάνει καθαρό μισθό, ύψους 1.000 ευρώ μηνιαίως (δηλαδή 14.000 ευρώ ετησίως) κοστίζει περίπου 23.000 ευρώ ετησίως στον εργοδότη. Εφόσον, ο τελευταίος θελήσει να δώσει καθαρή αύξηση στον εργαζόμενο, ύψους 1.000 ευρώ ετησίως, τότε αυτό θα κοστίσει περίπου 2.000 ευρώ. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με την Επιτροπή Πισσαρίδη, η υπέρμετρη επιβάρυνση της μισθωτής εργασίας από φόρους και εισφορές, ειδικά στη μεσαία εισοδηματική κλίμακα, έχει αρνητικές συνέπειες στη διεθνή ανταγωνιστικότητα. (εδώ)

 

Την ανάγκη να επιστρέψει η Ελλάδα στη δημοσιονομική πειθαρχία μόλις αντιμετωπιστεί η υγειονομική κρίση και οι οικονομικές επιπτώσεις της, ώστε να μην κινδυνεύσει η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, τονίζει το Γραφείο Προϋπολογισμού του κράτους στη Βουλή. Στήν έκθεση του ΓΠΚΒ, σημειώνεται πως θα πρέπει να διασφαλιστεί η αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας όταν ολοκληρωθεί η ανάκαμψη της οικονομίας, προκειμένου να μην χαθεί αυτή η εμπιστοσύνη των αγορών στις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Όπως τονίζεται, κατά το 9μηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου η δημοσιονομική επιδείνωση έφτασε τα 10,8 δισ. ευρώ. Με δεδομένο ότι οι μακροοικονομικές προοπτικές έχουν επιδεινωθεί και οι προβλέψεις κάνουν, πλέον, λόγο για ύφεση 10,5% φέτος, είναι ιδιαίτερα καθοριστικό να αξιοποιηθούν τόσο τα διαθέσιμα κονδύλια του ταμείου ανάκαμψης (Next Generation EU) που φτάνουν τα 32 δισ. ευρώ, όσο και τα 40 δισ. από το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο. Ο οδικός χάρτης για την αξιοποίηση αυτών των κονδυλίων περιλαμβάνει, σε μεγάλο βαθμό, τις προτάσεις που παρουσίασε πρόσφατα η επιτροπή Πισσαρίδη. (εδώ)

 

Η χρονική επέκταση της καραντίνας υπονομεύει τις προοπτικές για την ανάκαμψη το 2021 και καθιστώντας έωλη την πρόβλεψη για ανάπτυξη 4,8% τον επόμενο χρόνο από ύφεση 10,5% φέτος. Σε απόλυτα ποσά, το ΑΕΠ θα υποχωρήσει φέτος στο θλιβερό ρεκόρ των 162,776 δισ. ευρώ από 183,413 δισ. ευρώ το 2019, γράφοντας απώλειες πάνω από 20,6 δισ. ευρώ. Στο μέτωπο των δαπανών η παράταση του lockdown αυξάνει τον λογαριασμό των μέτρων για την στήριξη της πραγματικής οικονομίας και απειλεί με ανατροπή τη πρόβλεψη για αυστηρή συγκράτηση τους στα 67,2 δισ. ευρώ, αν και έχει εγγραφεί στον προϋπολογισμό αποθεματικό 3 δισ. ευρώ για έκτακτες παρεμβάσεις για την αναχαίτιση των επιπτώσεων από την πανδημία. Σημειώνεται ότι το 2020 οι ανάγκες για μέτρα εκτίναξαν τις συνολικές δαπάνες στα 69,3 δισ. ευρώ έναντι αρχικής εκτίμησης για 57,1 δισ. ευρώ. (εδώ)

 

Η μεγαλύτερη πηγή εσόδων στην Ελλάδα το 2019 ήταν η φορολογία στα αγαθά και υπηρεσίες. Τα φορολογικά έσοδα της Ελλάδας μειώθηκαν ελαφρά το 2019 ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά παραμένουν σημαντικά υψηλότερα από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ. Συγκεκριμένα, τα προσωρινά στοιχεία δείχνουν ότι το ποσοστό των εσόδων στο ΑΕΠ μειώθηκε στο 38,7% από 38,9% το 2018, ενώ για τις χώρες του ΟΟΣΑ υποχώρησε στο 33,8% από 33,9%. Από τις 35 χώρες του ΟΟΣΑ για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία για το 2019, το ποσοστό των φορολογικών εσόδων προς το ΑΕΠ αυξήθηκε στις 20 και μειώθηκε στις 15. (εδώ)

 

Η υψηλή ζήτηση τόσο από εταιρείες logistics, όσο και από εμπορικές αλυσίδες, έχει φέρει τα βιομηχανικά ακίνητα στην κορυφή του επενδυτικού ενδιαφέροντος αυτήν την περίοδο. Με «μπροστάρηδες» τις εταιρείες επενδύσεων σε ακίνητη περιουσία, αλλά και ομίλους real estate, όπως την Pasal Development, το τελευταίο διάστημα καταγράφονται συμφωνίες για την ανάπτυξη ή την αγορά ακινήτων αξίας άνω των 70 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με τον Ελληνικό Σύνδεσμο Ηλεκτρονικού Εμπορίου (GR.EC.A), κατά την εβδομάδα από 21 Νοεμβρίου μέχρι 27 Νοεμβρίου, σημειώθηκε αύξηση κατά 154,9% στην αξία των αγορών μέσω διαδικτύου, συγκριτικά με τον μέσο όρο των προηγούμενων οκτώ εβδομάδων του 2020. Αυξημένη κατά 78,1% ήταν και η επισκεψιμότητα των χρηστών στα ηλεκτρονικά καταστήματα. Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο GR.EC.A. προβλέπει ότι κατά το 2020, η αξία των ηλεκτρονικών αγορών από Έλληνες χρήστες θα αγγίξει τα 10,7 δισ. ευρώ, σημειώνοντας άνοδο κατά 42,7%. Αντίστοιχα, όπως προβλέπει η εταιρεία Statista, μέχρι το 2025, το ηλεκτρονικό εμπόριο στην Ελλάδα θα «τρέχει» με μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξεως 8,9%. (εδώ)

 

Σημαντική εισροή κεφαλαίων δέχονται τα τελευταία χρόνια οι ελληνικές νεοφυείς επιχειρήσεις, καθώς από το 2018 και μετά τα κεφάλαια που επενδύονται στην ευρύτερη αγορά αγγίζουν πλέον το 1 δισ. δολ. ετησίως. Η πλειονότητα των κεφαλαίων, ήτοι περίπου 800 εκατ., κατευθύνθηκε σε εταιρίες Ελλήνων ιδρυτών οι οποίες διατηρούν την έδρα τους στο εξωτερικό, ενώ 210 εκατ. έχουν αντλήσει εταιρίες που είτε έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα είτε διατηρούν έντονη παρουσία στη χώρα μας. Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, τα κεφάλαια που αντλούσαν ελληνικές εταιρίες με παρουσία στη χώρα μας την περίοδο 2014-2017 κινούνταν μεταξύ 50-100 εκατ. δολ., ενώ το 2010 κινούνταν σε σχεδόν μηδενικά επίπεδα. Το τελευταίο διάστημα έχει αυξηθεί και ο αριθμός των εργαζομένων που απασχολούνται σε νεοφυείς εταιρίες στην Ελλάδα. Από τις αρχές του 2020 έως τον Σεπτέμβριο, ο αριθμός των εργαζομένων είχε ανέλθει στις 7.746 έναντι 7.321 το 2019 και 5.552 το 2018. (εδώ)

 

Η πλειοψηφία των ελληνικών επιχειρήσεων αναμένουν να επιστρέψουν στα προ-COVID επίπεδα κερδοφορίας μέχρι το τέλος του 2022, επισημαίνεται στη νέα έρευνα του τομέα Επιχειρηματικής Τραπεζικής της HSBC. Σύμφωνα με την έρευνα, το ποσοστό των ελληνικών επιχειρήσεων που είναι περισσότερο αισιόδοξες για τις προοπτικές ανάπτυξής τους σε σχέση με το προηγούμενο έτος έπεσε από 65% το 2019, στο 28% το 2020, μια πτώση σημαντικά πιο έντονη από αυτή που σημειώθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη και σε ολόκληρο τον κόσμο. Μόνο το 9% των ελληνικών επιχειρήσεων είναι πλέον πιο κερδοφόρες σε σύγκριση με τα προ- COVID επίπεδα και το 34% αναμένει να επιστρέψει στην προ- πανδημίας κερδοφορία μέχρι το τέλος του 2021. Πάντως, το 32% και το 11% των επιχειρήσεων θεωρούν ότι θα χρειαστούν μέχρι το τέλος του 2022 και του 2023 αντίστοιχα, προκειμένου να κερδίσουν το χαμένο έδαφος από την κρίση της πανδημίας. Μάλιστα, το 8% βλέπει κάτι τέτοιο να πραγματοποιείται από το 2024 και έπειτα. (εδώ)

 

Με βασικό στόχο την ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά 3,5% μ.ο. για την επόμενη δεκαετία, παραδόθηκε σήμερα στην κυβέρνηση η τελική έκθεση της «Επιτροπής Πισσαρίδη». Όπως τονίζεται, εάν επιτευχθεί ετήσια αύξηση της απασχόλησης κατά 1% και ετήσια αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας κατά 2,5%, τότε το 2030 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε ισοτιμίες αγοραστικής δύναμης αναμένεται να ανέλθει στο 81% της ΕΕ (από το 67% το 2019) ενώ η ανεργία θα μειωθεί στο 7% (από το 17,2% το 2019). Σύμφωνα με την Επιτροπή, κεντρικός στόχος για την ελληνική οικονομία κατά την επόμενη δεκαετία είναι η συστηματική αύξηση του κατά κεφαλήν πραγματικού εισοδήματος, ώστε αυτό να συγκλίνει σταδιακά με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Προϋποθέσεις για να γίνει κάτι τέτοιο είναι πρώτον η  σημαντική αύξηση της απασχόλησης και δεύτερον η ισχυρή αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, σύμφωνα με την έκθεση. Διαβάστε τις προτεινόμενες δράσεις της έκθεσης εδώ και το σύνολο αυτής εδώ.

 

Η εισηγητική έκθεση του Προϋπολογισμού 2021, παρουσιάζει μια σαφώς δυσμενέστερη εικόνα σε σχέση με το προσχέδιο. Αυτό οφείλεται, αφενός στην επιβολή νέων περιοριστικών μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας και αναθεώρηση των μακροοικονομικών προβλέψεων προς τα κάτω, και αφετέρου στη λήψη πρόσθετων έκτακτων δημοσιονομικών μέτρων για την προστασία νοικοκυριών και επιχειρήσεων που επιδεινώνουν το δημοσιονομικό αποτέλεσμα" αναφέρει μεταξύ άλλων το γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους, στο κείμενο των συμπερασμάτων του που έδωσε στη δημοσιότητα. Οι δημοσιονομικές προβλέψεις της εισηγητικής έκθεσης, αποτυπώνουν μια μεγαλύτερη επιδείνωση σε σχέση με το προσχέδιο για το τρέχον έτος, που οδηγεί σε συνολικό έλλειμμα 16,1 δισ. ευρώ ή 9,9% του ΑΕΠ σε όρους ESA (έναντι 14,7 δισ. ευρώ ή 8,6% ΑΕΠ στο προσχέδιο) ενώ το πρωτογενές έλλειμμα του 2020 εκτιμάται στα 11,1 δισ. ευρώ ή 6,8% του ΑΕΠ σε όρους ESA (έναντι 9,7 δισ. ευρώ ή 5,7% ΑΕΠ στο προσχέδιο) και στα 11,7 δισ. ευρώ ή 7,2% του ΑΕΠ σε όρους ενισχυμένης εποπτείας (έναντι 10,6 δισ. ευρώ ή 6,2% ΑΕΠ στο προσχέδιο). (εδώ)

 

Ο προϋπολογισμός που κατατέθηκε στη Βουλή είναι τουλάχιστον υπεραισιόδοξος ως προς το σκέλος των εσόδων. Ηδη από τον πρώτο μήνα του έτους το οικονομικό επιτελείο υπολογίζει να εισπράξει το ποσό των 4,6 δισ. ευρώ, όταν το 2020 υπολόγιζε (πριν δηλαδή από την πανδημία) έσοδα ύψους 4,58 δισ. ευρώ. Συνολικά, το πρώτο δίμηνο εκτιμά το οικονομικό επιτελείο ότι θα εισπραχθούν περίπου 8,25 δισ. ευρώ έναντι 8 δισ. ευρώ που είχαν εκτιμηθεί αρχικώς για το 2020. (εδώ)

 

Η Moody’s Analytics σε έκθεσή της, ανέφερε πως μετά την αναπόφευκτα βαθιά ύφεση φέτος και τη νέα συρρίκνωση του ΑΕΠ στο δ’ τρίμηνο λόγω του lockdown, το 2021 η ανάκαμψη αναμένεται να είναι ισχυρή ενώ η ύπαρξη ενός αποτελεσματικού εμβολίου θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο τις αναπτυξιακές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Η Ελλάδα χτυπήθηκε ιδιαίτερα σκληρά το δεύτερο τρίμηνο, σημειώνει, με συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 15,2% σε ετήσια βάση, αλλά κατάφερε να συγκρατήσει τον ιό την άνοιξη εφαρμόζοντας μέτρα καραντίνας νωρίτερα από την ΕΕ. Σε ό,τι αφορά την πορεία της οικονομίας, λόγω της συρρίκνωσης του ΑΕΠ και στο δ’ τρίμηνο, ο οίκος εκτίμα πλέον πως για το σύνολο του έτους η ύφεση θα κινηθεί στο 9,1% από 7,7% που έβλεπε πριν, ενώ το 2021. Η ελληνική οικονομία αναμένεται να αναπτυχθεί με ρυθμούς της τάξης του 4,3%, ωστόσο, μετά και τα θετικά νέα στο μέτωπο του εμβολίου, η ανάκαμψη της Ελλάδας μπορεί να είναι πολύ ισχυρότερη το επόμενο έτος, όπως εκτιμά ο οίκος. (εδώ)

 

Επιστροφή στα περιεχόμενα (εδώ)

 


Εγγραφή RSS για αυτά τα σχόλια Σχόλια (0)

συνολικά: | προβολή:

Σχολιάστε το άρθρο comment

Παρακαλώ εισάγετε τον κωδικό που βλέπετε στην εικόνα:

Eshop
  • email Αποστολή άρθρου
  • print Εμφάνιση εκτύπωσης
  • Plain text Προβολή ώς Plain Text