Αρχική | Οικονομία | Ελληνική Οικονομία | Οι τέσσερις μελέτες του 52ου τεύχους του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

Οι τέσσερις μελέτες του 52ου τεύχους του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

Μέγεθος γραμμάτων: Decrease font Enlarge font
Οι τέσσερις μελέτες του 52ου τεύχους του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος

Κωνσταντίνα Μπακινέζου, Στέλιος Παναγιώτου και Ευαγγελία Βουρβαχάκη: “Κλαδικές πολλαπλασιαστικές επιδράσεις: μια ανάλυση εισροών-εκροών της ελληνικής οικονομίας”

Η μελέτη παρουσιάζει, σε αναλυτικό κλαδικό επίπεδο, τους πολλαπλασιαστές προϊόντος, ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας και απασχόλησης για την ελληνική οικονομία, με βάση τους πιο πρόσφατους πίνακες εισροών-εκροών του 2015, οι οποίοι έχουν καταρτιστεί σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Σύστημα Εθνικών και Περιφερειακών Λογαριασμών (European System of Accounts – ESA) 2010. Οι πολλαπλασιαστές αυτοί προσφέρουν μια επικαιροποιημένη συστηματική κατάταξη των κλάδων ανάλογα με το δυνητικό αντίκτυπό τους στο σύνολο της οικονομίας, όπως αυτός προκύπτει από τα τεχνολογικά τους χαρακτηριστικά και τις διακλαδικές τους διασυνδέσεις.

Η ανάλυση χρησιμοποιεί δύο παραλλαγές του υποδείγματος εισροών-εκροών Leontief. Το “ανοικτό” υπόδειγμα, με βάση το οποίο υπολογίζονται οι απλοί πολλαπλασιαστές, μας επιτρέπει να εκτιμήσουμε τις άμεσες και έμμεσες επιδράσεις που προκύπτουν από εξωγενείς μεταβολές στην τελική ζήτηση κάθε κλάδου, σε όλα τα στάδια παραγωγής. Το “κλειστό” υπόδειγμα Leontief, από το οποίο προκύπτουν οι συνολικοί πολλαπλασιαστές, ενσωματώνει επιπλέον τις επιδράσεις που προκαλούνται από την κατανάλωση του πρόσθετου εισοδήματος εργασίας των νοικοκυριών, το οποίο απορρέει από την αύξηση αυτής της παραγωγής.

Τα αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν ότι οι υψηλές πολλαπλασιαστικές επιδράσεις σε έναν κλάδο δεν συνδέονται κατ’ ανάγκη με υψηλά μερίδια στη συνολική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία (και κατ’ επέκταση στο ΑΕΠ) και στην απασχόληση. Σχετικά μικροί σε μέγεθος κλάδοι μπορεί να εμφανίζουν μεγάλες πολλαπλασιαστικές επιδράσεις, εφόσον έχουν υψηλό βαθμό διασύνδεσης με τους άλλους κλάδους στο εγχώριο σύστημα παραγωγής ή και το αντίστροφο.

Οι κλάδοι του τομέα των υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών που προσφέρονται σε μεγάλο βαθμό από το κράτος, όπως η Εκπαίδευση και οι Δραστηριότητες κοινωνικής μέριμνας, κατατάσσονται υψηλά ως προς τις συνολικές πολλαπλασιαστικές τους επιδράσεις, διότι συνδέονται με σημαντικές προκαλούμενες επιδράσεις κατανάλωσης. Ένα περαιτέρω ενδιαφέρον εύρημα αποτελεί το γεγονός ότι, παρά το μεγάλο του μέγεθος με βάση την ακαθάριστη προστιθέμενη αξία και την απασχόληση, ο κύριος τουριστικός κλάδος Καταλύματα και εστίαση έχει πολλαπλασιαστικές επιδράσεις ανάλογες με το μέσο όρο της ελληνικής οικονομίας.

Οι κλάδοι του μεταποιητικού τομέα τείνουν να έχουν χαμηλότερες συνολικές πολλαπλασιαστικές επιδράσεις, γεγονός που αντανακλά εν μέρει τη χαμηλή τους ένταση σε εργασία σε σχέση με τους κλάδους των υπηρεσιών. Μεταξύ των σημαντικότερων σε μέγεθος κλάδων της μεταποίησης ξεχωρίζουν ο κλάδος Παραγωγή βασικών φαρμακευτικών προϊόντων για τις συνολικές πολλαπλασιαστικές επιδράσεις του στο προϊόν και την ακαθάριστη προστιθέμενη αξία, καθώς και ο κλάδος Παραγωγή κλωστοϋφαντουργικών υλών για τις πολλαπλασιαστικές επιδράσεις του στην απασχόληση. Ο κλάδος Παραγωγή τροφίμων, ποτών και προϊόντων καπνού, που είναι ο μεγαλύτερος στη μεταποίηση, έχει πολλαπλασιαστικές επιδράσεις αντίστοιχες με το μέσο όρο της οικονομίας της χώρας.

Νίκος Βέττας, Κωνσταντίνος Πέππας, Σοφία Σταυράκη και Μιχαήλ Βασιλειάδης: “Η συμβολή της Βιομηχανίας στην ελληνική οικονομία: δεδομένα και προοπτικές”

Σκοπός της μελέτης είναι να εξετάσει την επίδραση διαφόρων παραγόντων στην ανάπτυξη των ελληνικών βιομηχανικών επιχειρήσεων, προκειμένου να αναδειχθούν εκείνοι που μπορούν να συμβάλουν στη σταδιακή ανάκαμψη του τομέα της Βιομηχανίας τα προσεχή έτη. Για το σκοπό αυτό, εκτιμάται ένα υπόδειγμα ανάπτυξης επιχειρήσεων με τη μέθοδο της Παλινδρόμησης Ποσοστιαίων Σημείων (Quantile Regression) και τη χρήση διαστρωματικών και χρονολογικών σειρών (unbalanced panel data). Τα στοιχεία αφορούν 18.143 επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνταν στην ελληνική Βιομηχανία την περίοδο 2005-2018. Οι ερμηνευτικές μεταβλητές αφορούν την ίδια την επιχείρηση, τον κλάδο στον οποίο δραστηριοποιείται, τις μακροοικονομικές συνθήκες εντός των οποίων λειτουργεί, τις μεταρρυθμίσεις στο επιχειρηματικό περιβάλλον και τη συμμετοχή της σε διεθνείς αλυσίδες αξίας είτε εντός είτε εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ).

Από τις εκτιμήσεις προκύπτει θετική επίδραση στην ανάπτυξη των ελληνικών βιομηχανικών επιχειρήσεων από τις εξαγωγές και τη διευκόλυνση της πραγματοποίησής τους, από την παροχή χρηματοδότησης τόσο από τον τραπεζικό τομέα όσο και από τη χρηματιστηριακή αγορά, καθώς και από την απλοποίηση της διαδικασίας ίδρυσης επιχειρήσεων. Θετικές επιδράσεις προκύπτουν και από τη συμμετοχή των ταχύτερα αναπτυσσόμενων ελληνικών βιομηχανικών επιχειρήσεων σε αλυσίδες αξίας, κυρίως εκτός ΕΕ. Από την άλλη πλευρά, αρνητική επίδραση στην ανάπτυξή τους ασκούν παράγοντες, όπως η υψηλή δανειακή επιβάρυνση σε επίπεδο επιχείρησης, οι δυσμενείς μακροοικονομικές συνθήκες, το κόστος της ενέργειας και η συμμετοχή επιχειρήσεων, εκτός των ταχύτερα αναπτυσσόμενων, σε αλυσίδες αξίας με χώρες της ΕΕ, ενδεχομένως εξαιτίας του ισχυρού ανταγωνισμού που αντιμετωπίζουν.

Με βάση τα αποτελέσματα των εκτιμήσεων διατυπώνονται προτάσεις πολιτικής για τη στήριξη της ανάπτυξης της Βιομηχανίας, οι οποίες αφορούν κυρίως τη μείωση του ενεργειακού κόστους, τη μεταβολή του τρόπου αποσβέσεων των επενδύσεων σε μηχανήματα και εξοπλισμό και τη βελτίωση της χρηματοδότησης του τομέα.

Θεοδώρα Κοσμά, Παύλος Πέτρουλας και Ευαγγελία Βουρβαχάκη: “Τι εξηγεί τις μισθολογικές διαφορές στην Ελλάδα: τα χαρακτηριστικά των εργοδοτών ή των εργαζομένων;”

Η μελέτη προσπαθεί να απαντήσει σε ένα ερώτημα που τίθεται συχνά στη βιβλιογραφία και αφορά τους προσδιοριστικούς παράγοντες των παρατηρούμενων μισθολογικών διαφορών. Συγκεκριμένα, διερευνάται κατά πόσον οι παρατηρούμενες μισθολογικές διαφορές στην Ελλάδα αντικατοπτρίζουν περισσότερο διαφορές στα χαρακτηριστικά των εργοδοτών, δηλαδή τη δομή της ελληνικής παραγωγικής διαδικασίας, ή στα χαρακτηριστικά των εργαζομένων και των θέσεων εργασίας.

Η εμπειρική ανάλυση χρησιμοποιεί στοιχεία που προέρχονται από τη σύνθεση μικροδεδομένων (micro-aggregated data) για τους ακαθάριστους μισθούς πλήρους απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα, καθώς και για τα χαρακτηριστικά των επιχειρήσεων και των εργαζομένων σε αυτές, με βάση τις ετήσιες απογραφές του πληροφοριακού συστήματος ΕΡΓΑΝΗ για την περίοδο 2016-2019. Τα στοιχεία αυτά είναι διαθέσιμα ανά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας, μέγεθος επιχείρησης, επάγγελμα, ηλικία, φύλο, τύπο σύμβασης εργασίας και γεωγραφική περιοχή.

Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι τα χαρακτηριστικά τόσο των επιχειρήσεων όσο και των εργαζομένων αποτελούν σημαντικούς προσδιοριστικούς παράγοντες της παρατηρούμενης διασποράς των μισθών πλήρους απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα στην Ελλάδα. Μόνο το επάγγελμα των εργαζομένων και τα χαρακτηριστικά των εργοδοτών εξηγούν περίπου το 52% της συνολικής διασποράς των μισθών. Ένα επιπλέον 11% της διασποράς εξηγείται από τη συνδυαστική επίδραση (matching) επαγγελμάτων και εργοδοτών.

Από την ανάλυση προκύπτει επίσης ότι και άλλα παρατηρήσιμα χαρακτηριστικά των εργαζομένων, όπως η ηλικία, το φύλο και ο τύπος της σύμβασης εργασίας, παίζουν σημαντικό ρόλο και εξηγούν έως και 23,5% επιπλέον της διασποράς των μισθών. Παράλληλα, επιβεβαιώνεται και από τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης ότι υπάρχει σημαντική μισθολογική πριμοδότηση, η οποία αυξάνεται με την ηλικία. Αυτό είναι πιθανόν να σχετίζεται εν μέρει με το γεγονός ότι η μεγαλύτερη εργασιακή εμπειρία συνεπάγεται υψηλότερες απολαβές, καθώς και με το γεγονός ότι κατά την υπό εξέταση περίοδο ήταν σε ισχύ ο υποκατώτατος μισθός για τους νεότερους εργαζομένους.

Φαίνεται, τέλος, ότι το μισθολογικό χάσμα (wage gap) που υπάρχει μεταξύ των δύο φύλων και μεταξύ διαφορετικών τύπων συμβάσεων εργασίας (αορίστου ή ορισμένου χρόνου) είναι μεγαλύτερο για τα επαγγέλματα υψηλής εξειδίκευσης, γεγονός που ενδέχεται να λειτουργεί ως αντικίνητρο για την απόκτηση δεξιοτήτων υψηλής εξειδίκευσης.

Δεδομένου ότι το επάγγελμα των εργαζομένων, που αντικατοπτρίζει τις δεξιότητες και το βαθμό εξειδίκευσής τους, αναδεικνύεται σε σημαντικό προσδιοριστικό παράγοντα των μισθολογικών διαφορών, πολιτικές που προάγουν τη διά βίου εκπαίδευση και διευκολύνουν την κινητικότητα των εργαζομένων μεταξύ επαγγελμάτων δύνανται να έχουν θετική επίδραση στους μισθούς. Επιπλέον, προς την κατεύθυνση μείωσης του μισθολογικού χάσματος μεταξύ των δύο φύλων, το οποίο, όπως φαίνεται, εμμένει κυρίως για τα επαγγέλματα υψηλής εξειδίκευσης, θα βοηθούσαν πολιτικές που επιτρέπουν έναν καλό συνδυασμό επαγγελματικής σταδιοδρομίας και οικογένειας, όπως η επέκταση του συστήματος ολοήμερου σχολείου, η χρηματοδότηση της προσχολικής εκπαίδευσης, αλλά και μέτρα όπως ποσοστώσεις για τη συμμετοχή γυναικών σε θέσεις ευθύνης.

Ιωάννης Ασημακόπουλος, Αθανάσιος Π. Φάσσας και Δημήτρης Μαλλιαρόπουλος: “Είναι σημαντική η ποιότητα των εταιρικών κερδών; Ευρήματα από το Χρηματιστήριο Αθηνών”

Η σχέση λογιστικών κερδών και αποτίμησης των επιχειρήσεων αποτελεί διαχρονικό θέμα ενδιαφέροντος τόσο για τους ακαδημαϊκούς όσο και για τους επενδυτές. Η μελέτη αναλύει τη σχέση μεταξύ της αξίας μιας επιχείρησης και της ποιότητας των κερδών της, δηλαδή πόση αξιόπιστη πληροφόρηση εμπεριέχεται στην εξέλιξη των λογιστικών κερδών για τους δυνητικούς επενδυτές. Για το σκοπό αυτό, αξιοποιείται ένα δείγμα 1.953 παρατηρήσεων για επιχειρήσεις του μη χρηματοπιστωτικού τομέα με μετοχές εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών κατά την περίοδο 2004-2019. Για τη σφαιρική διερεύνηση της προαναφερθείσας σχέσης εφαρμόζεται σειρά εναλλακτικών μεθοδολογικών προσεγγίσεων.

Τα εμπειρικά ευρήματα δείχνουν ότι οι επενδυτές αξιολογούν θετικά την ποιότητα των κερδών και αυτό αντανακλάται σε καλύτερη αποτίμηση για τις επιχειρήσεις των οποίων τα κέρδη κρίνονται ως υψηλότερης ποιότητας. Τα αποτελέσματα της μελέτης εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την εφαρμογή εναλλακτικών μεθοδολογιών, αλλά και μετά το συνυπολογισμό συγκεκριμένων χαρακτηριστικών των επιχειρήσεων.

Τα ευρήματα έχουν ιδιαίτερη σημασία για τις ελληνικές επιχειρήσεις που επιδιώκουν να επεκτείνουν τις πηγές χρηματοδότησής τους πέρα από τον τραπεζικό δανεισμό. Για να γίνει αυτό εφικτό, απαιτείται συνεχής παρακολούθηση και ενίσχυση του πλαισίου εταιρικής διακυβέρνησης, ώστε να βελτιωθεί η ποιότητα των πληροφοριών που δημοσιοποιούν οι επιχειρήσεις στο επενδυτικό κοινό. Από αυτή την άποψη, οι διατάξεις του ν. 4706/2020 σχετικά με το πλαίσιο εταιρικής διακυβέρνησης στην Ελλάδα και τη λειτουργία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς φαίνεται να είναι προς τη σωστή κατεύθυνση.

 

Δείτε το δελτίο τύπου της ΤΤΕ εδώ.

 

Διαβάστε το άρθρο από την πηγή

Εγγραφή RSS για αυτά τα σχόλια Σχόλια (0)

συνολικά: | προβολή:

Σχολιάστε το άρθρο comment

Παρακαλώ εισάγετε τον κωδικό που βλέπετε στην εικόνα:

Eshop
  • email Αποστολή άρθρου
  • print Εμφάνιση εκτύπωσης
  • Plain text Προβολή ώς Plain Text