Αρχική | Πολιτική | Διεθνής Πολιτική | Η επικίνδυνη σύγκλιση Κίνας και Ρωσίας

Η επικίνδυνη σύγκλιση Κίνας και Ρωσίας

Μέγεθος γραμμάτων: Decrease font Enlarge font

Στις 23 Μαρτίου, ο Κινέζος υπουργός Εξωτερικών, Wang Yi, και ο Ρώσος ομόλογός του, Sergey Lavrov, ξεκίνησαν μια ευοίωνη συνάντηση. Οι υψηλού επιπέδου συνομιλίες έλαβαν χώρα μόλις μια μέρα μετά από έναν ασυνήθιστα οξύ δημόσιο διάλογο μεταξύ ανώτερων αξιωματούχων των ΗΠΑ και της Κίνας στο Άνκορατζ της Αλάσκας και, σε έντονη αντίθεση, οι υπουργοί Εξωτερικών της Κίνας και της Ρωσίας διατήρησαν έναν φιλικό τόνο. Μαζί, απέρριψαν τις Δυτικές επικρίσεις για τις επιδόσεις επί των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εξέδωσαν μια κοινή δήλωση που προσφέρει ένα εναλλακτικό όραμα για την παγκόσμια διακυβέρνηση. Η υπό την ηγεσία των ΗΠΑ διεθνής τάξη, δήλωσε ο Λαβρόφ, «δεν αντιπροσωπεύει την βούληση της διεθνούς κοινότητας».

Ωστόσο, η συνάντηση ήταν αξιοσημείωτη για κάτι περισσότερο από την ρητορική της. Μέσα σε λίγες μέρες, η Ρωσία άρχισε να συγκεντρώνει στρατεύματα στα σύνορα της Ουκρανίας -τον μεγαλύτερο αριθμό στρατευμάτων από τότε που η Μόσχα προσάρτησε την Κριμαία το 2014. Ταυτόχρονα, η Κίνα άρχισε να διεξάγει εξαιρετικά δημοσιοποιημένες ασκήσεις αμφίβιας επίθεσης και αεροπορικών επιδρομών στην λεγόμενη ζώνη αναγνώρισης αεροπορικής άμυνας (air defense identification zone) της Ταϊβάν με την υψηλότερη συχνότητα μέσα σε σχεδόν 25 χρόνια. Αυτές οι στρατιωτικές κινήσεις έχουν αναζωογονήσει τις ανησυχίες στην Ουάσινγκτον για το πιθανό βάθος του κινεζικού-ρωσικού συντονισμού.

Για τις Ηνωμένες Πολιτείες, η αντιμετώπιση αυτών των σαφώς διαφορετικών αντιπάλων θα αποτελέσει δύσκολο έργο, και οι δύο χώρες θα μοιραστούν αναπόφευκτα την προσοχή, τις δυνατότητες, και τους πόρους της Ουάσιγκτον. Τα γεγονότα των τελευταίων εβδομάδων καθιστούν σαφές ότι η διοίκηση του προέδρου Τζο Μπάιντεν θα έχει δυσκολίες στο να διαχειριστεί την κινεζική συμπεριφορά χωρίς να αντιμετωπίσει την υποστήριξη της Μόσχας προς το Πεκίνο και ότι η Ουάσιγκτον πρέπει τώρα να υπολογίσει το πώς η απάντησή της στον έναν αντίπαλο θα διαμορφώσει τους υπολογισμούς του άλλου.

Τα προβλήματα που θέτουν οι δύο χώρες στην Ουάσινγκτον είναι διαφορετικά, αλλά η σύγκλιση των συμφερόντων τους και η συμπληρωματικότητα των δυνατοτήτων τους –στρατιωτικών και άλλων- καθιστούν την συνδυασμένη αμφισβήτηση στην αμερικανική ισχύ μεγαλύτερη από το άθροισμα των μερών της. Η Κίνα, ειδικότερα, χρησιμοποιεί την σχέση της με την Ρωσία για να καλύψει τα κενά στις στρατιωτικές της δυνατότητες, να επιταχύνει την τεχνολογική της καινοτομία, και να συμπληρώσει τις προσπάθειές της στην υπονόμευση της παγκόσμιας ηγεσίας των ΗΠΑ. Οποιαδήποτε προσπάθεια αντιμετώπισης της αποσταθεροποιητικής συμπεριφοράς της Ρωσίας ή της Κίνας πρέπει τώρα να υπολογίζει την εμβάθυνση του συνεταιρισμού των δύο χωρών.

ΕΝΑΣ ΑΝΑΔΥΟΜΕΝΟΣ ΔΕΣΜΟΣ

Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει σηματοδοτήσει ότι η Κίνα είναι η πρώτη προτεραιότητα της εξωτερικής πολιτικής της. Ο πρόεδρος αποκάλεσε το Πεκίνο ως τον «πιο σοβαρό ανταγωνιστή» της Ουάσινγκτον και τόνισε ότι οι οικονομικές καταχρήσεις της Κίνας, οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, και οι στρατιωτικές δυνατότητές της αποτελούν απειλή για τα συμφέροντα και τις αξίες των ΗΠΑ. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση δικαίως υποβάθμισε την Ρωσία σε ανησυχία δεύτερης βαθμίδας. Αλλά η Ουάσιγκτον δεν πρέπει να υποτιμά τη Μόσχα. Ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν, είναι επικεφαλής ενός πολύ ικανού στρατού και έχει δείξει ότι είναι πρόθυμος να τον χρησιμοποιήσει. Φοβούμενος μην περιθωριοποιηθεί, ο Πούτιν αναζητά τρόπους να αναγκάσει τις Ηνωμένες Πολιτείες να αντιμετωπίσουν τη Μόσχα και πιθανότατα θεωρεί μια σχέση με το Πεκίνο ως μέσο ενίσχυσης των δυνατοτήτων του.

Η Ρωσία έχει επιδιώξει αυτούς τους δεσμούς εν μέρει με την πώληση εξελιγμένων όπλων στον κινεζικό στρατό. Τα ρωσικά συστήματα ενισχύουν τις αμυντικές αντιαεροπορικές, αντιπλοϊκές, και ανθυποβρυχιακές δυνατότητες της Κίνας, οι οποίες χρησιμεύουν στην ενίσχυση της στάσης της Κίνας έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών στον Ινδο-Ειρηνικό. Η Ρωσία και η Κίνα πραγματοποιούν κοινές στρατιωτικές ασκήσεις -συμπεριλαμβανομένων περιπολιών στρατηγικών βομβαρδιστικών στον Ινδο-Ειρηνικό και ναυτικών ασκήσεων με το Ιράν στον Ινδικό Ωκεανό- αυξανόμενης συχνότητας και πολυπλοκότητας. Τέτοιες δραστηριότητες σηματοδοτούν σε άλλες χώρες ότι το Πεκίνο και η Μόσχα είναι πρόθυμοι να αμφισβητήσουν την κυριαρχία των ΗΠΑ. Επιπλέον, τα δύο κράτη έχουν αναπτύξει τεχνολογική συνεργασία που θα τους επέτρεπε τελικά να καινοτομήσουν πιο γρήγορα από όσο μπορούν οι Ηνωμένες Πολιτείες από μόνες τους.

Ο δεσμός μεταξύ των δύο χωρών είναι κάτι περισσότερο από στρατηγικός, καθώς η Κίνα και η Ρωσία μαθαίνουν η μια από την άλλη όταν πρόκειται για αυταρχικές τακτικές. Η επιθετική ανάπτυξη εκστρατειών παραπληροφόρησης για την COVID-19 από το Πεκίνο, για παράδειγμα, δείχνει ότι οι ηγέτες του έχουν αρχίσει να υιοθετούν τις από μακρού χρόνου μεθόδους του Κρεμλίνου. Αντί απλώς να προωθούν και να ενισχύουν τα θετικά αφηγήματα για το Κομμουνιστικό Κόμμα, οι εκστρατείες του Πεκίνου επιδιώκουν να σπείρουν σύγχυση, διαφωνίες και αμφιβολίες για την ίδια την δημοκρατία. Ακολουθώντας [κατευθυντήριες] γραμμές από το Πεκίνο, η Μόσχα με την σειρά της μαθαίνει να μειώνει την σχετική ελευθερία του διαδικτυακού χώρου της Ρωσίας -ένα έργο που έγινε πιο επείγον από τότε που ο Alexei Navalny επέστρεψε τον Ιανουάριο και μαζικές διαδηλώσεις σάρωσαν την χώρα. Με μέσα που μοιράζονται μεταξύ τους, η Κίνα και η Ρωσία καθιστούν δημοφιλή την αυταρχική διακυβέρνηση, αποδυναμώνουν τις προστασίες των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δημιουργούν επικίνδυνους κανόνες γύρω από την κυριαρχία στον κυβερνοχώρο και το Διαδίκτυο. Οι δύο χώρες αλληλοϋποστηρίζονται σε αυτά τα θέματα σε πολυμερή φόρουμ. Κάποιο ποσοστό από αυτόν τον συντονισμό είναι αναμφίβολα πιο τυχαίο παρά σκόπιμο, αλλά οι δύο χώρες τραγουδούν με την ίδια παρτιτούρα.

Για την Ρωσία, τα οικονομικά οφέλη μιας δυνατής σχέσης με την Κίνα δεν είναι ποτέ μακριά από τη ματιά της. Η Μόσχα συνεργάζεται με το Πεκίνο για τον μετριασμό των επιπτώσεων των αμερικανικών και ευρωπαϊκών κυρώσεων και, τελικά, για να μειώσει την κεντρική θέση της Ουάσιγκτον στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα -μια αλλαγή που θα μείωνε την αποτελεσματικότητα των οικονομικών εργαλείων των ΗΠΑ. Το Κρεμλίνο στράφηκε στο Πεκίνο για επενδύσεις κεφαλαίου, για μια αγορά για τις εξαγωγές όπλων, και για αμυντικά εξαρτήματα στα οποία η Ρωσία δεν έχει πλέον πρόσβαση στην Δύση. Μετά την παγωμένη συνάντηση ΗΠΑ-Κίνας στην Αλάσκα, ο Λαβρόφ τόνισε [6] την ανάγκη απομάκρυνσης από την χρήση του δολαρίου και των διεθνών συστημάτων πληρωμών που ελέγχονται από την Δύση.

ΠΩΣ ΝΑ ΥΠΑΡΞΕΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ

Η νέα κυβέρνηση των ΗΠΑ έχει πλαισιώσει τον ανταγωνισμό με την Κίνα και την Ρωσία με ιδεολογικούς όρους -μια «θεμελιώδης συζήτηση για το μέλλον και την κατεύθυνση του κόσμου μας», όπως το έθεσε ο Μπάιντεν. Αυτή η προσέγγιση είναι ορθή. Η Κίνα και η Ρωσία εργάζονται για να υπονομεύσουν την φιλελεύθερη δημοκρατία, μια έννοια την οποία αμφότερα τα καθεστώτα θεωρούν ως άμεση απειλή για τις φιλοδοξίες τους και για την λαβή τους στην εξουσία. Για αυτόν τον λόγο, μεταξύ άλλων, οι δύο χώρες επιδιώκουν να αποδυναμώσουν την θέση των ΗΠΑ σε σημαντικές [γεωγραφικές] περιοχές και σε διεθνείς θεσμούς.

Η δέσμευση της διοίκησης Μπάιντεν στους συμμάχους και στην πολυμέρεια θα παρεμποδίσει τέτοιες προσπάθειες. Ομοίως, οι προσπάθειες του Μπάιντεν για ενίσχυση των δημοκρατικών πολιτικών συστημάτων θα πλήξουν τις κινεζικές και ρωσικές προσπάθειες να σπείρουν αμφιβολίες για το πόσο επιθυμητά είναι [τα δημοκρατικά συστήματα]. Οι συντονισμένες προσπάθειες για την ανάπτυξη ανθεκτικών εκλογικών και διαδικτυακών υποδομών και για την ενίσχυση των πολιτικών κατά της διαφθοράς μπορούν να βοηθήσουν να αμβλυνθούν τα αποτελέσματα κακοήθων παρεμβολών.

Ωστόσο, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν μπορούν να στηρίξουν την στρατηγική τους μόνο επαναβεβαιώνοντας την ηγεσία τους και προστατεύοντας την δημοκρατία, διότι η Κίνα και η Ρωσία συνδέονται όχι μόνο μέσω της ευθυγράμμισης των παγκόσμιων απόψεών τους αλλά και με την συμπληρωματικότητα των πόρων και των δυνατοτήτων τους. Το Κρεμλίνο, για παράδειγμα, δεν πιστεύει ότι έχει οικονομικό μέλλον στην Δύση. Καθώς αυξάνεται η οικονομική στασιμότητα και ο κίνδυνος εγχώριας αστάθειας, η Κίνα έχει γίνει ένας ακόμη πιο σημαντικός εταίρος. Το να χτυπήσει η Ουάσινγκτον στο θεμέλιο αυτής της σχέσης θα απαιτήσει να δείξει στη Μόσχα ότι κάποιος βαθμός συνεργασίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι προτιμότερος από την υποταγή στο Πεκίνο. Η διαμόρφωση των υπολογισμών της Μόσχας με αυτόν τον τρόπο δεν θα αποτρέψει εντελώς την κινεζο-ρωσική συνεργασία, αλλά μπορεί να περιορίσει τις πιο κακοήθεις επιπτώσεις της ευθυγράμμισής τους.

Ορισμένοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής και αναλυτές [8] συνέστησαν μια «αντίστροφου Νίξον» στρατηγική φλερτ ως προς την Ρωσία για να την απομακρύνει από την Κίνα. Προτείνουμε αντ' αυτού μια πολύ πιο μετριοπαθή και σταδιακή προσέγγιση που έχει σχεδιαστεί για να αποδείξει στους ανθρώπους γύρω από τον Πούτιν τα οφέλη μιας πιο ισορροπημένης και ανεξάρτητης ρωσικής εξωτερικής πολιτικής. Το έδαφος για την επιδίωξη μιας τέτοιας στρατηγικής είναι στενό, αλλά η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να ξεκινήσει με την δηλωμένη επιθυμία της να χρησιμοποιήσει την παράταση της συνθήκης New START για τη μείωση των πυρηνικών όπλων τον Φεβρουάριο ως σημείο εκκίνησης διαλόγου για τον έλεγχο των όπλων, την στρατηγική σταθερότητα, και τη μη διάδοση των πυρηνικών. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να συνεργαστούν περαιτέρω με τη Μόσχα για να διευκολύνουν την επιστροφή του Ιράν στην πυρηνική συμφωνία του 2015 και να εξασφαλίσουν μια σταθερή ειρήνη στο Αφγανιστάν.

Στην Αρκτική, επίσης, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να εργαστούν για να επιβραδύνουν την στροφή της Μόσχας προς το Πεκίνο. Η Ουάσινγκτον πρέπει αμέσως να κινηθεί για να επανεκκινήσει το φόρουμ Arctic Chiefs of Defense (CHODS), έναν χώρο για διάλογο με την Ρωσία και άλλους εταίρους των ΗΠΑ στην Αρκτική σχετικά με την αυξανόμενη στρατιωτικοποίηση της περιοχής. Αν και το Αρκτικό Συμβούλιο είναι το κύριο διοικητικό όργανο της περιοχής, η εντολή του δεν περιλαμβάνει θέματα ασφάλειας και στρατιωτικής φύσης. Το φόρουμ της Αρκτικής θα μπορούσε να επιφορτιστεί με τον σχεδιασμό στρατιωτικών κατευθυντήριων γραμμών για την αποφυγή συγκρούσεων μεταξύ όλων των μερών. Τέτοιες προσπάθειες όχι μόνο θα αποτρέψουν μια επικίνδυνη κλιμάκωση που θα μπορούσε να εκτροχιάσει άλλες προτεραιότητες της πολιτικής των ΗΠΑ, αλλά θα μπορούσε επίσης να αποτελέσει εφαλτήριο για πρόσθετη συνεργασία ΗΠΑ-Ρωσίας.

ΕΚΜΕΤΑΛΛΕΥΟΜΕΝΟΙ ΤΑ ΜΙΚΡΑ ΡΗΓΜΑΤΑ

Οι ρωσικές ενέργειες, συμπεριλαμβανομένων των στρατιωτικών κλιμακώσεων και των επίμονων προσπαθειών για την υπονόμευση των δημοκρατικών θεσμών, περιορίζουν τις διπλωματικές δυνατότητες στο εγγύς μέλλον. Μια ουσιαστική δέσμευση θα είναι ελάχιστη όσο ο Πούτιν παραμένει στην εξουσία. Ωστόσο, οι συνεχείς και σταδιακές προσπάθειες για συνεργασία με τη Μόσχα με τρόπους που προωθούν τα αμερικανικά συμφέροντα μπορούν να αποδείξουν στην ελίτ γύρω από τον Πούτιν ότι είναι δυνατή μια εναλλακτική λύση έναντι της υποταγής.

Εν τω μεταξύ, η Ουάσινγκτον θα πρέπει να αφιερώσει περισσότερους πόρους για την παρακολούθηση και την αντιμετώπιση των συνεπειών της συνεργασίας του Πεκίνου με τη Μόσχα. Η κυβέρνηση Μπάιντεν θα πρέπει να διεξάγει τακτικά πολεμικά παίγνια που θέτουν τις Ηνωμένες Πολιτείες, και ενδεχομένως τους συμμάχους τους στο ΝΑΤΟ, απέναντι από την Κίνα και την Ρωσία. Η Ουάσιγκτον πρέπει να προετοιμαστεί για την αντιμετώπιση συντονισμένων εκστρατειών παρέμβασης που αποσκοπούν στην χειραγώγηση του δημόσιου λόγου και στην υπονόμευση της πίστης στο εκλογικό σύστημα των ΗΠΑ. Η Κίνα και η Ρωσία πιθανότατα έχουν εντείνει την ανταλλαγή πληροφοριών και τις προσπάθειές τους για την αντιμετώπιση των υπηρεσιών πληροφοριών των ΗΠΑ και στις δύο χώρες. Επομένως, οι αμερικανικές υπηρεσίες θα πρέπει να συνυπολογίσουν τις αυξημένες ανησυχίες σχετικά με την αντικατασκοπεία στις προσπάθειές τους να συλλέξουν πληροφορίες σχετικά με την αμυντική συνεργασία, την τεχνολογική συνεργασία, και τις κρυφές μεταφορές όπλων.

Η κινεζο-ρωσική σχέση δεν είναι απρόσβλητη, και οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν πρέπει να αποφύγουν προληπτικά μέτρα για την εκμετάλλευση των ρωγμών της. Οι προσπάθειες των ΗΠΑ να επωφεληθούν από μικρές εντάσεις ενδέχεται να μην αλλάξουν την συνολική πορεία της σχέσης των δύο χωρών. Αλλά το να μπουν ακόμη και μικρές σφήνες μεταξύ των δυο συνεργατών μπορεί να συμβάλει στην τριβή και την δυσπιστία που περιορίζουν την έκταση της συνεργασίας. Στην Αρκτική, για παράδειγμα, η Ρωσία επιδιώκει να περιορίσει το ρόλο των μη Αρκτικών κρατών –ιδίως της Κίνας– στην περιφερειακή διακυβέρνηση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να στηρίξουν τη Μόσχα σε αυτήν την προσπάθεια, καθώς συμμερίζονται το ενδιαφέρον για τον περιορισμό της κινεζικής επιρροής στην περιοχή.

Ξεχωριστά, η Ρωσία είναι ένας σημαντικός πωλητής όπλων σε χώρες που έχουν εδαφικές διαφορές με την Κίνα, συμπεριλαμβανομένης της Ινδίας και του Βιετνάμ. Ωστόσο, ο νόμος για την Αντιμετώπιση των Αντιπάλων της Αμερικής μέσω Κυρώσεων (Countering America’s Adversaries Through Sanctions Act) -που ψηφίστηκε από το Κογκρέσο το 2017 για τον περιορισμό των εσόδων του Κρεμλίνου από τις εξαγωγές όπλων- εμποδίζει την Ρωσία να πουλήσει όπλα στο Νέο Δελχί. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να εξετάσουν το ενδεχόμενο να παράσχουν στην Ινδία μια εξαίρεση για την αγορά ρωσικών όπλων, επιτρέποντας έτσι την ανάπτυξη φυσικών ρωγμών μεταξύ Πεκίνου και Μόσχας.

Τέλος, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να είναι πολύ πιο ομιλητική με τη Μόσχα για το πώς η κινεζική συμπεριφορά βλάπτει τα ρωσικά συμφέροντα. Ένα από μακρού χρόνου δόγμα της ρωσικής εξωτερικής πολιτικής είναι να καθιερωθεί η Μόσχα ως ανεξάρτητος και μη ευθυγραμμισμένος [με κανέναν άλλο κράτος] παράγοντας σε έναν πολυπολικό κόσμο. Ορισμένοι αναλυτές και ρωσικές ελίτ ανησυχούν, συνεπώς, για την αυξανόμενη υποταγή της Ρωσίας στο Πεκίνο. Καθώς η Κίνα προσβάλλει τα ρωσικά συμφέροντα στην Λευκορωσία, το Ιράν και αλλού, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να επιδιώξουν να θέσουν ερωτήματα μεταξύ του ρωσικού λαού και των κυβερνώντων ελίτ σχετικά με την σοφία της τρέχουσας προσέγγισης, με την ελπίδα ότι οι μελλοντικοί ηγέτες θα χαράξουν μια πιο ουδέτερη πορεία.

Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει ήδη έναν μακρύ κατάλογο επειγόντων καθηκόντων που σχετίζονται με την Κίνα και την Ρωσία. Η προσπάθεια περιορισμού της σχέσης των δύο χωρών ανήκει σε αυτόν τον κατάλογο. Η δημιουργική σκέψη για τον περιορισμό της συνεργασίας μεταξύ του Πεκίνου και της Μόσχας -αποφεύγοντας παράλληλα ενέργειες που ενισχύουν την συνεννόησή τους- θα είναι κρίσιμη για την προστασία των συμφερόντων των ΗΠΑ και των φιλελεύθερων δημοκρατιών τις επόμενες δεκαετίες.

 

Andrea Kendall-Taylor, David Shullman

Πηγή: forreignaffairs.gr

Διαβάστε το άρθρο από την πηγή

Εγγραφή RSS για αυτά τα σχόλια Σχόλια (0)

συνολικά: | προβολή:

Σχολιάστε το άρθρο comment

Παρακαλώ εισάγετε τον κωδικό που βλέπετε στην εικόνα:

Eshop
  • email Αποστολή άρθρου
  • print Εμφάνιση εκτύπωσης
  • Plain text Προβολή ώς Plain Text