Αρχική | Χ&Α | Χ&Α - Επικαιρότητα | Η ιστορική εξέλιξη του τραπεζικού συστήματος στην Ελλάδα και η συμμετοχή στην α.μ.κ. της Alpha Bank

Η ιστορική εξέλιξη του τραπεζικού συστήματος στην Ελλάδα και η συμμετοχή στην α.μ.κ. της Alpha Bank

Μέγεθος γραμμάτων: Decrease font Enlarge font
Η ιστορική εξέλιξη του τραπεζικού συστήματος στην Ελλάδα και η συμμετοχή στην α.μ.κ. της Alpha Bank

Η επανέκδοση του ΧΡΗΜΑ & ΑΓΟΡΑ, την άνοιξη του 2018, βασίστηκε στην άποψη ότι, ήδη από το 2016, η χρηματιστηριακή αγορά εισήλθε σε μία νέα μακροχρόνια ιστορική περίοδο, την πρώτη φάση της οποίας, διανύουμε τώρα. Την άποψη αυτή, εξηγούμε και τεκμηριώνουμε, με σειρά άρθρων, όλο αυτό το διάστημα.

 

Μέσα από την οπτική αυτή, σε συνδυασμό με την ιστορική γνώση των πραγμάτων, που έχουμε αποκτήσει, είτε από τη δική μας εμπειρία, είτε μέσα από τη σειρά των έγκυρων (υπό την άποψη ότι πάντα συνοδεύονται με αδιάψευστα στοιχεία) ιστορικών άρθρων, αλλά και των επίσημων στοιχείων για την πορεία των οικονομικών μεγεθών της Alpha Bank και των υπόλοιπων τραπεζικών εταιριών, η συμμετοχή στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Alpha Bank (και εκτιμούμε και άλλων τραπεζών που θα πραγματοποιήσουν αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου στο προσεχές μέλλον), είναι μία συνετή επενδυτική κίνηση, στα πλαίσια του φυσιολογικού κινδύνου που πάντα υπάρχει στις χρηματιστηριακές αγορές.

 

Το τραπεζικό σύστημα στη χώρα μας, έχει μία μακρά ιστορία και η σημερινή του εικόνα και κατάσταση, δεν είναι άσχετη με όσα συνέβησαν στα προηγούμενα χρόνια, ή όσα θα συμβούν στα επόμενα.

Η σταδιακή απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος περί τα τέλη της δεκαετίας του 1980, σε συνδυασμό με τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας κατά τη δεκαετία του 1990 και τα υψηλά ονομαστικά (και πραγματικά) επιτόκια της περιόδου εκείνης, προκάλεσαν εκρηκτική άνοδο στην κερδοφορία των ετών εκείνων. Η εξέλιξη αυτή, με τη σειρά της, συνέβαλε στη μεγάλη άνοδο του Χρηματιστηρίου κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990, η οποία συνέβη για ειδικούς (ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας), αλλά και συγκυριακούς (διεθνής γενική άνοδος των χρηματιστηριακών αγορών) λόγους.

Κατά τη δεκαετία του 2000, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα ακολούθησε τις νέες διεθνείς τραπεζικές πρακτικές, στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν η αύξηση της διεθνοποίησής του και -κυρίως- η αύξηση του ρίσκου στα δανειακά και τα επενδυτικά χαρτοφυλάκιά τους, μέσα από τη χρήση νέων χρηματοοικονομικών.

Οι πρακτικές αυτές οδήγησαν στο πρώτο “σοκ” κατά τη διάρκεια της κρίσης του 2008, το οποίο όμως δεν προκάλεσε ανήκεστο βλάβη στη φερεγγυότητά τους, ή, γενικότερα, στην οικονομική θέση τους.

 

Η κατάρρευση των τραπεζών οφείλεται στην εμπλοκή τους στη χρεοκοπία του κράτους. Μεταξύ του 2009 και του 2012, οι ελληνικές τράπεζες βρέθηκαν να έχουν αυξήσει τις θέσεις τους σε ελληνικά ομόλογα, από 14 σε 49 δισεκατομμύρια, τα οποία “κουρεύτηκαν δύο φορές (Απρίλιος 2012 και Δεκέμβριος 2012), κάτι που προκάλεσε ζημιές άνω των 35 δισεκατομμυρίων και που οδήγησε σε δύο ανακεφαλαιοποιήσεις, οι οποίες αποδείχτηκαν ως ανεπαρκείς, αφού στο μεταξύ είχε εμφανιστεί και το πρόβλημα των “κόκκινων δανείων”. Οι εξελίξεις αυτές, προκάλεσαν τη βύθιση, ή καλύτερα τον μηδενισμό της αξίας και της τιμής των τραπεζικών μετοχών, καθ’ όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 2010. Η πρόσφατη “εξαΰλωση” των μετοχών της Τράπεζας Πειραιώς, είναι από τα “απόνερα” της ίδιας κρίσης.

 

Τελείωσε η κρίση; Βρέθηκε λειτουργική και αποτελεσματική λύση στο πρόβλημα των “κόκκινων δανείων”; Μπορούν οι τράπεζες να πετύχουν ικανοποιητική κερδοφορία; Μπορούν να πρωταγωνιστήσουν και πάλι στις χρηματιστηριακές εξελίξεις;

 

Η κρίση του τραπεζικού συστήματος στην Ελλάδα -μια ιδιότυπη κρίση που οφείλονταν στη χρεοκοπία του κράτους- κατά τα φαινόμενα, έχει ολοκληρωθεί. Παράλληλα, αν εμπιστευτούμε τα όσα λέγονται και γράφονται από επίσημες, ανεπίσημες, διεθνείς και εγχώριες πηγές, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι και το πρόβλημα των “κόκκινων δανείων” τείνει να μπει σε μία φάση τακτοποίησης (αν, τεκμηριωμένα, δε μπορούμε να εμπιστευτούμε κανέναν από τους φορείς που επιβεβαιώνουν τη διευθέτηση του ζητήματος των “κόκκινων δανείων”, τότε κακώς ασχολούμαστε με τις χρηματιστηριακές επενδύσεις).

 

Το ζήτημα είναι εάν το τραπεζικό σύστημα μπορεί να πετύχει την κερδοφορία του παρελθόντος -και αναφερόμαστε στις δεκαετίες του 1990 και του 2000. Κατά την άποψή μας, ούτε να την πλησιάσει μπορεί. Αυτό οφείλεται στη μείωση των επιτοκίων, που οδηγεί στη σμίκρυνση του καθαρού επιτοκιακού περιθωρίου. Βέβαια, την ίδια στιγμή καταγράφεται σημαντική μείωση των λειτουργικών εξόδων, αλλά και σημαντική αύξηση στα έσοδα από προμήθειες. Σε κάθε περίπτωση, με τα παρόντα επίπεδα ιδίων κεφαλαίων, οι τράπεζες μπορούν να επιτυγχάνουν αποδόσεις ιδίων κεφαλαίων άνω του 10%, για μία σειρά ετών, κάτι που θα επιδρά θετικά στις μετοχές του.

 

Εκτιμούμε ότι, καθώς ο κλάδος θα επιστρέφει σε ικανοποιητική κανονική κερδοφορία (από το 2022 όπως δηλώνεται), θα πάψει ο υπολογισμός της χρηματιστηριακής τους αξίας (και τιμής) με βάση τη σχέση τιμής προς ίδια κεφάλαια, ο οποίος θα αντικατασταθεί από τη σχέση τιμής προς κέρδη, όπως φυσιολογικά γίνεται με όλες τις επιχειρήσεις. Αυτό θα δώσει στις μετοχές τους περιθώριο βελτίωσης των τιμών τους.

 

Η ελληνική χρηματιστηριακή αγορά, τραπεζοκεντρική σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας της, δε θα μπορέσει να αναπτυχθεί και να αυξηθούν οι αποτιμήσεις, αν δεν υπάρξει ανάπτυξη του τραπεζικού κλάδου. Αυτό δεν ισχύει λόγω της παράδοσης, αλλά η παράδοση δημιουργήθηκε λόγω της ισχύουσας πραγματικότητας. Η ελληνική οικονομία, με ελάχιστες χρονικές εξαιρέσεις, υπήρξε μία “μεταπρατική” οικονομία, χωρίς σπουδαίες επιδόσεις σε άλλους τομείς (βιομηχανία, τεχνολογία κλπ). Αυτό δε μπορεί να αλλάξει έτσι εύκολα. Έως ότου αλλάξει, ο τραπεζικός κλάδος θα είναι ο “βασιλιάς” των κλάδων στο Χρηματιστήριο και αυτός που θα προσδιορίζει τις εξελίξεις, αλλά και που θα πετυχαίνει τις μεγαλύτερες ανατιμήσεις, στα καλά χρόνια και τις οξύτερες “βυθίσεις” στα άσχημα χρόνια.

 

Το χαρτοφυλάκιο του “απόλυτου συστήματος”

 

Από την αρχή της λειτουργίας του, δεδομένης και της -ευνοϊκής όπως εκτιμήσαμε, αλλά και όπως αποδείχτηκε- συγκυρίας, συμπεριλάβαμε στο χαρτοφυλάκιο και τη μετοχή της ΑΛΦΑ, η οποία άλλωστε συνέβαλε στην υπερδιπλάσια απόδοση του χαρτοφυλακίου μας σε σχέση με το Γενικό Δείκτη, κατά τα δύο χρόνια και τέσσερις μήνες της λειτουργίας του.

Εξακολουθούμε να πιστεύουμε, έμπρακτα, ότι οι τραπεζικές μετοχές θα έχουν μία πολύ ικανοποιητική απόδοση, τουλάχιστον κατά την επόμενη διετία.

 

Πριν από μερικές μέρες (στις 11/6/2021) ρευστοποιήσαμε περίπου το ένα τρίτο των μετοχών της ΑΛΦΑ που κατείχαμε, ώστε να συγκεντρώσουμε χρήματα για τη συμμετοχή μας στην αύξηση μετοχικού κεφαλαίου. Η όλη διαδικασία της α.μ.κ. ήταν πολύπλοκη και άτακτη. Σε κάθε περίπτωση, είμαστε αναγκασμένοι να προσαρμοζόμαστε στα όσα συμβαίνουν στην αγορά.

 

Σήμερα, θα εγγραφούμε για το σύνολο του ποσού των € 1.880,40 που διακρατούμε για το σκοπό αυτό.

Δυστυχώς, το σύστημα εγγραφών είναι λιγάκι περίεργο, αφού μας αναγκάζει να εγγραφούμε με βάση την ανώτατη τιμή των € 1,20. Θεωρούμε ότι, τυπικά, η μέθοδος αυτή είναι παράτυπη, αφού ο μέτοχος έχει δικαίωμα να εγγραφεί σε οποιαδήποτε τιμή επιθυμεί. Βέβαια, ανάμεσα στις τόσες ανεπάρκειες και δυσλειτουργίες της ελληνικής χρηματιστηριακής αγοράς, αυτό φαντάζει ως “μικρό πταίσμα”.

 

Γιάννης Σιάτρας


Εγγραφή RSS για αυτά τα σχόλια Σχόλια (0)

συνολικά: | προβολή:

Σχολιάστε το άρθρο comment

Παρακαλώ εισάγετε τον κωδικό που βλέπετε στην εικόνα:

Eshop
  • email Αποστολή άρθρου
  • print Εμφάνιση εκτύπωσης
  • Plain text Προβολή ώς Plain Text