Αρχική | Οικονομία | Ελληνική Οικονομία | Τη διατήρηση του κατώτατου μισθού στο υφιστάμενο ύψος συστήνει το ΚΕΠΕ

Τη διατήρηση του κατώτατου μισθού στο υφιστάμενο ύψος συστήνει το ΚΕΠΕ

Μέγεθος γραμμάτων: Decrease font Enlarge font
Τη διατήρηση του κατώτατου μισθού στο υφιστάμενο ύψος συστήνει το ΚΕΠΕ

Τη διατήρηση του κατώτατου μισθού κατά την τρέχουσα περίοδο, την έγκαιρη αναγγελία της αναπροσαρμογή του και την ισχύ της αναπροσαρμογής από τις αρχές του έτους προτείνει συνοπτικά το Σχέδιο Πορίσματος Διαβούλευσης για τη διαδικασία διαμόρφωσης του κατώτατου μισθού (σσ δημοσιοποίησε το Υπουργείο Εργασίας), το οποίο υπέβαλε το ΚΕΠΕ στο Υπουργείο Εργασίας.

Χαρακτηριστικά, το εν λόγω Σχέδιο αναφέρει πως "εφόσον αποκατασταθεί η ομαλότητα στην οικονομία και αυτή καταγράψει συστηματικά θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης του κατώτατου μισθού. "Την τρέχουσα περίοδο με την έντονη αβεβαιότητα που υπάρχει ενώ η οικονομία ακόμα έχει περιορισμούς στη λειτουργία της και τα μέτρα στήριξης συνεχίζουν να υφίστανται θεωρούμε ότι δεν είναι σκόπιμο να υπάρξει κάποια επιπλέον διαταραχή στην αγορά εργασίας" σημειώνει το ΚΕΠΕ.

Όπως επίσης αναφέρεται στο ίδιο σχέδιο "ως γενικότερη αρχή τόσο το ΚΕΠΕ όσο και τα μέλη της Επιτροπής θεωρούν ότι οι αποφάσεις που θα αφορούν την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού είναι σκόπιμο να μην είναι ξαφνικές και να μην ανατρέπουν τον οικονομικό προγραμματισμό των επιχειρήσεων. Γενικότερα η έγκαιρη αναγγελία τους, καθώς και η ισχύς τους από την αρχή του επόμενου έτους θεωρούνται διεθνώς καλές πρακτικές. Εφόσον η πρόταση Οδηγίας 18 για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση γίνει δεκτή και η ελληνική νομοθεσία εναρμονιστεί σε αυτή ίσως είναι σκόπιμος ένας προγραμματισμός με βάση τον τελικό στόχο και τη μεταβατική περίοδο που θα ορίζεται”.

Σημειώνεται, πάντως, πως οι τελικές αποφάσεις για την αναπροσαρμογή ή όχι του κατώτατου μισθού θα ληφθούν την ερχόμενη Δευτέρα (26 Ιουλίου 2021) από το Υπουργικό Συμβούλιο.

Τα συμπεράσματα του Σχεδίου Πορίσματος από το ΚΕΠΕ

Αναλυτικά, τα συμπεράσματα του Σχεδίου Πορίσματος Διαβούλευσης για τη διαδικασία διαμόρφωσης του ισχύοντος νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου έχουν ως εξής:

"Στο πλαίσιο της διαδικασίας διαμόρφωσης του νομοθετικώς καθορισμένου κατώτατου μισθού και κατώτατου ημερομισθίου για τους εργαζόμενους ιδιωτικού δικαίου, το παρόν Σχέδιο Πορίσματος Διαβούλευσης καταγράφει τις προτάσεις των διαβουλευομένων κοινωνικών εταίρων, τα σημεία συμφωνίας τους, τεκμηρίωση ως προς την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας και της αγοράς εργασίας και τους παράγοντες που επιδρούν στον καθορισμό του προτεινόμενου νομοθετημένου κατωτάτου μισθού και ημερομισθίου.

Από τη διαδικασία της διαβούλευσης δεν προκύπτει σύγκλιση απόψεων μεταξύ των κοινωνικών εταίρων αναφορικά με την εξέλιξη του κατώτατου μισθού.

Αν και όλοι αναγνωρίζουν τις δυσκολίες που έχει επιφέρει η πανδημία του κορωνοïού στην ελληνική και την παγκόσμια οικονομία, η προσέγγιση αναφορικά με την εξέλιξη του κατώτατου μισθού είναι εξαιρετικά διαφορετική κυρίως ως απότοκο των διαφορετικών προσδοκιών και εκτιμήσεων αναφορικά με τις επιπτώσεις μιας αύξησης του κατώτατου μισθού.

Ειδικότερα, οι εργοδοτικοί φορείς προκρίνουν τη διατήρηση του Κατώτατου Μισθού (ΚΜ) στο σημερινό του επίπεδο, ενώ ορισμένοι αναφέρουν ως μέτρο στήριξης των εργαζομένων και της εγχώριας ζήτησης την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος μέσω μείωσης των ασφαλιστικών, αλλά όχι συνταξιοδοτικών, κρατήσεων.

Στον αντίποδα, η ΓΣΕΕ προκρίνει μια αρκετά υψηλή αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 15,4%, με στόχο τα 751 ευρώ μηνιαίως άμεσα και με ορίζοντα περαιτέρω αύξησης του Κατώτατου Μισθού στα 809 ευρώ στους επόμενους 14 μήνες.

Αξίζει πάντως να αναφέρουμε ότι κανένας από τους κοινωνικούς εταίρους δεν προκρίνει την επιλογή της μείωσης του κατώτατου μισθού.

Προκειμένου η όποια μεταβολή στο ύψος του κατώτατου μισθού να έχει τις λιγότερες δυνατές αρνητικές επιπτώσεις, είναι καλό να υπάρχει ευρύτερη αποδοχή από τους κοινωνικούς εταίρους.

Στην προηγούμενη διαβούλευση που έλαβε χώρα το φθινόπωρο του 2018, πριν την πιο πρόσφατη μεταβολή του κατώτατου μισθού, υπήρχε γενικά, κυρίως λόγω της καλής πορείας της ελληνικής οικονομίας, μια σχετική σύγκλιση στο να αυξηθεί ο κατώτατος μισθός.

Αντιθέτως αυτή τη φορά υπάρχει μεγάλη απόκλιση μεταξύ των προτάσεων των κοινωνικών εταίρων.

Η ανάλυση των Εθνικών Λογαριασμών δείχνει ότι η θετική πορεία του προϊόντος, που είχε αρχίσει από το 2017, ανακόπηκε βίαια το 2020 ως επακόλουθο της εξωγενούς πανδημίας, ενώ μείωση κατέγραψε τόσο η συνολική όσο και η μισθωτή απασχόληση με πιο εντυπωσιακή τη μείωση των ωρών εργασίας.

Αυτά είχαν ως αποτέλεσμα τη μείωση του παραγόμενου προϊόντος ανά εργατοώρα (παραγωγικότητας).

Οι μέσες αμοιβές ανά απασχολούμενο σε τρέχουσες τιμές παρέμειναν σχετικά σταθερές, ενώ σε πραγματικούς όρους, λόγω του έρποντος αποπληθωρισμού, κατέγραψαν μικρή αύξηση.

Όλα αυτά συνέτειναν στην αύξηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας, επιδεινώνοντας τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.

Λόγω των δημοσιονομικών μέτρων προστασίας των πληττόμενων από την πανδημία σημειώθηκε επιδείνωση στο έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης, το οποίο για το 2020 έφτασε το -9,7% του ΑΕΠ, ενώ την περίοδο 2017- 2019 η γενική κυβέρνηση κατέγραψε μικρά πλεονάσματα.

Η ανάλυση της ελληνικής αγοράς εργασίας δείχνει ότι βρίσκεται σε κατάσταση εκτός ισορροπίας και σε αυτό συνέβαλλαν η πανδημία αλλά και τα μέτρα στήριξης της απασχόλησης.

Παρά τη μειούμενη ανεργία, τα σημάδια από την απασχόληση δεν είναι ενθαρρυντικά, τόσο με γνώμονα τον αριθμό των (νέων) απασχολούμενων, όσο και τις ώρες απασχόλησης.

Είναι πιθανό να επιστρέψουμε γρήγορα στην κανονικότητα και η αγορά εργασίας να συνεχίσει από εκεί που σταμάτησε, με νέα υψηλότερα επίπεδα απασχόλησης και χαμηλότερα επίπεδα ανεργίας.

Ωστόσο, αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να προεξοφληθεί με βεβαιότητα και εξαρτάται από την πορεία της πανδημίας εντός και εκτός της χώρας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΕΦΚΑ η σχέση μεταξύ απασχόλησης και κατώτατου μισθού είναι αρνητική και εντοπίζεται κατά κύριο λόγο στις μικρές επιχειρήσεις Επίσης, φαίνεται ότι η επίδραση του κατώτατου μισθού διαφοροποιείται σημαντικά ανάλογα με τη φάση του οικονομικού κύκλου.

Σε περιόδους έντονης ύφεσης η αρνητική σχέση μεταξύ κατώτατου μισθού και απασχόλησης εμφανίζεται εξόχως δυσμενής, ενώ περιορίζεται και εξαφανίζεται όσο βελτιώνεται ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας.

Αν και για το σύνολο του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας η αρνητική σχέση της απασχόλησης με τον κατώτατο μισθό αποδυναμώνεται σε σχετικά χαμηλά επίπεδα ανάπτυξης του ΑΕΠ, όσον αφορά στις μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες είναι πιο ευαίσθητες σε μεταβολές του κατώτατου μισθού, η αντίστοιχη αρνητική σχέση καθίσταται στατιστικά ασήμαντη σε σαφώς υψηλότερα επίπεδα ρυθμού ανάπτυξης του ΑΕΠ.

Γίνεται λοιπόν σαφές ότι οι μικρές, οριακές επιχειρήσεις στις οποίες η χρήση του κατώτατου μισθού είναι πιο διαδεδομένη είναι σαφώς πιο εκτεθειμένες στις δυσμενείς επιπτώσεις που θα έχει μια αύξησή του.

Αυτό εντείνεται αν λάβουμε υπόψη ότι οι κλάδοι που έχουν πιο πολλούς απασχολούμενους οι οποίοι αμείβονται με τον κατώτατο μισθό είναι επίσης και οι κλάδοι όπου υπήρξαν οι περισσότερες αναστολές εργασίας λόγω της πανδημίας. Με τα μέχρι τώρα διαθέσιμα δεδομένα, η τελευταία αύξηση του κατώτατου μισθού φαίνεται ότι είχε περιορισμένη επίδραση στην απασχόληση επιβεβαιώνοντας ότι η αρνητική επίδραση είναι αμελητέα σε περιόδους ανάπτυξης.

Από τα στοιχεία του ΕΦΚΑ προκύπτει ότι οι αυξήσεις του κατώτατου μισθού περιορίζονται μόνο στους απασχολούμενους που τον λαμβάνουν και είναι συμβατές με τις αυξήσεις της παραγωγικότητας, γι’ αυτό και το αρνητικό τους αποτέλεσμα στην απασχόληση είναι χαμηλής έντασης.

Η διεθνής συγκυρία με την εξάπλωση της πανδημίας του κορωνοϊού σε ολόκληρο τον κόσμο, το κλείσιμο των συνόρων μεταξύ χωρών και οι αρνητικοί ρυθμοί ανάπτυξης για το σύνολο των χωρών δεν μπορεί να αγνοηθεί στη διαδικασία αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού.

Στη χώρα μας η οικονομική δραστηριότητα για μεγάλο μέρος των επιχειρήσεων επί μεγάλο χρονικό διάστημα είτε είχε παγώσει είτε είχε παύσει με κρατική εντολή, ενώ ακόμα και σήμερα η κανονικότητα δεν έχει αποκατασταθεί πλήρως.

Μεγάλο στοίχημα για την πορεία της χώρας είναι οι εξελίξεις στον τουρισμό αλλά ακόμα και αυτός εξαρτάται από τις πολιτικές που θα εφαρμόσουν άλλες χώρες. Αρκετές και σημαντικές διευκολύνσεις έχουν ήδη δοθεί με αρνητικό δημοσιονομικό αντίκτυπο στην ήδη ταλαιπωρημένη ελληνική οικονομία.

Αυτές φαίνεται ότι λειτούργησαν, αφού η απασχόληση συγκρατήθηκε. Το μεγάλο στοίχημα είναι η διατήρηση της απασχόλησης όταν η κρατική στήριξη θα αποσύρεται, ενώ μεσομακροχρόνιος στόχος παραμένει η μείωση της ανεργίας με τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας.

Αυτό συνεπάγεται ότι αρχικά δεν θα πρέπει να επιβαρυνθούν αρκετές, ήδη οριακές, επιχειρήσεις και να έχουν δυσμενή αποτελέσματα στην απασχόληση και στους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης.

Επιπλέον, δεδομένου ότι ο κατώτατος μισθός είναι ιδιαίτερα διαδεδομένος σε κλάδους που είναι ανοιχτοί στο διεθνή ανταγωνισμό, οι όποιες προσαρμογές του πρέπει να είναι προσεκτικές και λελογισμένες και να μην ξεπερνάνε την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας στους συγκεκριμένους κλάδους.

Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη τα παραπάνω καθώς και τις πρόσφατες φορολογικές και ασφαλιστικές αλλαγές που επηρεάζουν μισθωτούς και επιχειρήσεις το ΚΕΠΕ (καθώς και ορισμένα μέλη της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων) θεωρούν ότι εφόσον αποκατασταθεί η ομαλότητα στην οικονομία και αυτή καταγράψει συστηματικά θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης του κατώτατου μισθού.

Την τρέχουσα περίοδο με την έντονη αβεβαιότητα που υπάρχει ενώ η οικονομία ακόμα έχει περιορισμούς στη λειτουργία της και τα μέτρα στήριξης συνεχίζουν να υφίστανται θεωρούμε ότι δεν είναι σκόπιμο να υπάρξει κάποια επιπλέον διαταραχή στην αγορά εργασίας.

Η επιφυλακτική πρόταση της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων περιλαμβάνει ένα εύρος επιλογών.

Κάποια από τα μέλη της έδωσαν περισσότερη έμφαση στην οικονομική αβεβαιότητα και στο γεγονός ότι το 2020 υπήρξε έτος αποπληθωρισμού και γενικά μεγάλης (αν και παροδικής και όχι συστημικής) ύφεσης.

Άλλα μέλη της, αντιθέτως, έδωσαν περισσότερη έμφαση στις επίσημες προβλέψεις εθνικών και διεθνών φορέων και οργανισμών, που κάνουν λόγο για μια διαφαινόμενη ραγδαία ανάκαμψη, στη γενική τάση αύξησης του κατώτατου μισθού που εμφανίζεται σχεδόν παντού στην Ευρώπη ακόμα και σε καθεστώς πανδημίας, αλλά και στην – συνολικά – θετική αποτίμηση της αύξησης του 2019.

Συνεπώς, ορισμένα μέλη της Επιτροπής προτείνουν, υπό τις παρούσες συνθήκες, τη διατήρηση αμετάβλητου του νυν ισχύοντος κατώτατου μισθού και ημερομισθίου, ενώ άλλα μέλη της Επιτροπής προτείνουν αύξησή του σε ποσοστό έως και 4%.

Τέλος, ως γενικότερη αρχή τόσο το ΚΕΠΕ όσο και τα μέλη της Επιτροπής θεωρούν ότι οι αποφάσεις που θα αφορούν την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού είναι σκόπιμο να μην είναι ξαφνικές και να μην ανατρέπουν τον οικονομικό προγραμματισμό των επιχειρήσεων.

Γενικότερα η έγκαιρη αναγγελία τους, καθώς και η ισχύς τους από την αρχή του επόμενου έτους θεωρούνται διεθνώς καλές πρακτικές.

Εφόσον η πρόταση Οδηγίας18 για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση γίνει δεκτή και η ελληνική νομοθεσία εναρμονιστεί σε αυτή ίσως είναι σκόπιμος ένας προγραμματισμός με βάση τον τελικό στόχο και τη μεταβατική περίοδο που θα ορίζεται.”

Η γνώμη των μελών της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων

"Η Επιτροπή εργάστηκε με τη νέα της σύνθεση (μετά την παραίτηση του Αναπλ. Καθ. κ. Μιχαήλ Βελιζιώτη και τον διορισμό ως νέου μέλους του Καθ. κ. Μανόλη Γαλενιανού) και κάτω από τα ασφυκτικά χρονικά περιθώρια που της τέθηκαν (η πρώτη επικοινωνία για την συμμετοχή μας στη διαδικασία έγινε στις 10 Ιουνίου, 20 μόλις ημέρες πριν το τέλος της προθεσμίας υποβολής του Πορίσματος και η πρώτη συνάντηση πραγματοποιήθηκε στις 15 του ίδιου μήνα, γεγονός που μας ανάγκασε να εργαστούμε με εξαιρετικά εντατικούς ρυθμούς).

Υπ’ αυτές της συνθήκες, η Επιτροπή εξέτασε ενδελεχώς το σύνολο των εκθέσεων και αναλύσεων που κατατέθηκαν κατά τη διαδικασία διαβούλευσης καθώς και άλλες μελέτες και αναλύσεις που είχε στη διάθεσή της, συμπεριλαμβανομένης της πρόσφατης μελέτης της Παγκόσμιας Τράπεζας (Schnitzer et al 2020).

Εξέτασε επίσης συστηματικά διάφορα στατιστικά στοιχεία που αποτυπώνουν την πορεία της οικονομίας, τόσο διαχρονικά όσο και συγκριτικά με άλλες χώρες, καθώς και στοιχεία για μεταβλητές που επηρεάζουν το μέγεθος του κατώτατου μισθού (ανεργία, μέσοι μισθοί, ανταγωνιστικότητα, πληθωρισμός, κλπ).

Πραγματοποίησε δε μια σειρά από συνεδριάσεις κατά τις οποίες συνεκτιμήθηκε όλο το προαναφερόμενο υλικό και συζητήθηκαν οι διάφορες απόψεις και σκέψεις των μελών της, σε ένα κλίμα που – θα θέλαμε να τονίσουμε – ήταν ιδιαίτερα συναδελφικό και ευδόκιμο.

Ο καθορισμός του κατώτατου μισθού σε ένα περιβάλλον αυξημένης αβεβαιότητας Κατ’ αρχήν είμαστε γενικώς σύμφωνοι με – και χαιρετίζουμε – τον στόχο για διαμόρφωση του κατώτατου μισθού, μεσοπρόθεσμα, σε ύψος που να διασφαλίζει κατά το δυνατόν πληρέστερα ένα ασφαλές και αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης για όσους αμείβονται με τον κατώτατο μισθό.

Η μεσοπρόθεσμη επίτευξη του στόχου αυτού – σε συμμόρφωση άλλωστε και με τις δεσμεύσεις που απορρέουν από τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη και τις συναφείς συστάσεις των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλων διεθνών οργανισμών – θα προϋπέθετε τη σταδιακή άνοδο του κατώτατου μισθού σε ένα επίπεδο κοντά στο 60% του διάμεσου μισθού της οικονομίας. Ωστόσο, η τρέχουσα οικονομική συγκυρία, όπως έχει διαμορφωθεί εν μέσω της πανδημίας, χαρακτηρίζεται από έντονη αβεβαιότητα.

Με αυτό το δεδομένο, και λαμβάνοντας υπ’ όψιν το εύρος των προτάσεων που κατατέθηκαν κατά τη διαδικασία διαβούλευσης, στις συζητήσεις μας εξετάσαμε κυρίως ένα εύρος επιλογών που κυμαινόταν από μια μηδενική έως μια σχετικά μικρή αλλά ουσιαστική αύξηση του ονομαστικού κατώτατου μισθού (πάνω από το 2%) στην παρούσα φάση.

Εκτιμούμε ότι ενδεχομένως στην επόμενη περίοδο αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού θα μπορούσε να υπάρξει ασφαλέστερο πεδίο για μια πιο "γενναία" αύξηση του κατώτατου μισθού, στον βαθμό κατά τον οποίο θα έχει αρθεί η τρέχουσα αβεβαιότητα αναφορικά με την πορεία της οικονομίας και της πανδημίας. H θεώρησή μας αυτή απορρέει από το γεγονός ότι τα διαθέσιμα ευρήματα μελετών (όπως η πρόσφατη της Παγκόσμιας Τράπεζας) που εξέτασαν την επίπτωση στην απασχόληση της προηγούμενης αύξησης του ΚΜ το έτος 2019 (ομολογουμένως, σε καθεστώς ισχυρής οικονομικής ανάκαμψης), δεν δείχνουν με σημαντική βεβαιότητα κάποια αρνητική επίδραση.

Οικονομετρικές αναλύσεις για την επίπτωση επί της ανεργίας δεν παράγουν κανένα στατιστικά σημαντικό αποτέλεσμα – ενώ η εκτενής μελέτη της Παγκόσμιας Τράπεζας για την επίπτωση επί της απασχόλησης στη βάση οικονομετρικών συγκρίσεων της εξέλιξης της απασχόλησης μεταξύ επιχειρήσεων με μεγάλη συχνότητα (prevalence) αμοιβών στον ΚΜ και άλλων επιχειρήσεων, δείχνει ένα αρνητικό αποτέλεσμα -2%.

Το αποτέλεσμα αυτό χρήζει ερμηνείας για τους ακόλουθους λόγους. Πρώτον, το εύρημα αυτό σε επίπεδο οικονομίας οφείλεται στις μεταβολές σε έναν μικρό αριθμό κλάδων (π.χ.: -12% στις Κατασκευές) ενώ σε άλλους σημαντικούς κλάδους (π.χ.: Μεταποίηση, που συνδέεται με εξαγώγιμα προϊόντα, και Λιανεμπόριο, που απασχολεί ένα από τα μεγαλύτερα κομμάτια του εργατικού δυναμικού) το εκτιμώμενο αποτέλεσμα επί της απασχόλησης είναι μηδενικό. Δεύτερον, η ανάλυση της παραπάνω μελέτης έχει γίνει κάτω από την υπόθεση των "παράλληλων τάσεων" (δηλ. ότι η απασχόληση θα αυξανόταν με τον ίδιο ρυθμό σε καλυπτόμενες και μη καλυπτόμενες επιχειρήσεις), η οποία ενδέχεται να μην ισχύει. Τρίτον, οι εκτιμήσεις αφορούν αποτελέσματα μερικής ισορροπίας (partial equilibrium effects) το οποίο συνεπάγεται ότι, ενώ μπορούν να δείξουν με αρκετή βεβαιότητα το διαφορικό αποτέλεσμα μεταξύ καλυπτόμενων και μη-καλυπτόμενων επιχειρήσεων, δεν συνιστά αυτομάτως εκτίμηση του αποτελέσματος της αύξησης του ΚΜ και επί της συνολικής απασχόλησης.

Για παράδειγμα, μπορεί χωρίς την αύξηση του 2019 η απασχόληση σε όλη την οικονομία να είχε ανέβει κατά 5%, αλλά με την αύξηση του ΚΜ, να ανέβηκε κατά 5% στις μη-καλυπτόμενες επιχειρήσεις και μόνο κατά 3% στις καλυπτόμενες – σε αυτή την περίπτωση, η ερμηνεία του εκτιμώμενου αποτελέσματος θα ήταν σωστά ότι η αύξηση του ΚΜ είχε συνολικά αρνητικό αποτέλεσμα.

Αλλά μπορεί επίσης, με την αύξηση του ΚΜ, η απασχόληση να ανέβηκε κατά 7% στις μη-καλυπτόμενες επιχειρήσεις, ενδεχομένως λόγω των πολλαπλασιαστικών αποτελεσμάτων που μέρος της βιβλιογραφίας αποδίδει στον ΚΜ (π.χ.: λόγω αύξησης της ενεργούς ζήτησης) και κατά 5% στις καλυπτόμενες: το οικονομετρικά εκτιμώμενο αποτέλεσμα θα παρέμενε το ίδιο (-2 %), αλλά φυσικά το αποτέλεσμα επί της οικονομίας θα ήταν ποιοτικά πολύ διαφορετικό.

Αντίστοιχα, φυσικά, το συνολικό αποτέλεσμα θα μπορεί να ήταν και πολύ πιο αρνητικό (αύξηση κάτω του 5% και στα δύο είδη επιχειρήσεων), αν και τα άλλα ευρήματα αναλύσεων (π.χ.: μηδενική μετακύλιση του ΚΜ στο διάμεσο και μηδενική επίπτωση επί της ανεργίας) δεν συνηγορούν σε κάτι τέτοιο.

Ως εκ τούτου, θεωρούμε ότι η εξαγωγή ενός συμπεράσματος που θα υποστηρίζει ότι η αύξηση του ΚΜ στην Ελλάδα, τουλάχιστον σε συνθήκες ισχυρής οικονομικής ανάκαμψης, οδηγεί σε αρνητικά αποτελέσματα επί της οικονομίας είναι τόσο επισφαλής όσο επισφαλής είναι και η θέση ότι μία γενναία αύξηση του ΚΜ στην παρούσα φάση, παρόμοια αυτής του 2019, δεν θα επιφέρει κανένα αρνητικό αποτέλεσμα επί της απασχόλησης.

Σε αυτό το πλαίσιο, κατά τις διασκέψεις της Επιτροπής κάποια από τα μέλη έδωσαν περισσότερη έμφαση στην οικονομική αβεβαιότητα και στο γεγονός ότι το 2020 υπήρξε έτος αποπληθωρισμού και γενικά μεγάλης (αν και παροδικής και όχι συστημικής) ύφεσης.

Άλλα μέλη, αντιθέτως, έδωσαν περισσότερη έμφαση στις επίσημες προβλέψεις εθνικών και διεθνών φορέων και οργανισμών, που κάνουν λόγο για μια διαφαινόμενη ραγδαία ανάκαμψη, στη γενική τάση αύξησης του κατώτατου μισθού που εμφανίζεται σχεδόν παντού στην Ευρώπη ακόμα και σε καθεστώς πανδημίας, αλλά και στην – συνολικά – θετική αποτίμηση της αύξησης του 2019, η οποία σίγουρα δεν οδήγησε σε ουσιαστική επιβράδυνση της οικονομίας (δικαιώνοντας έτσι και την πρόταση που κάναμε εκείνη την περίοδο, παρά τις ποικίλες αντιδράσεις και επιφυλάξεις που είχαν εκφραστεί τότε από μια σειρά φορέων εντός και εκτός Ελλάδας)”.

Οι κρίσιμες παραδοχές που επιδρούν καθοριστικά στην απόφαση καθορισμού του κατώτατου μισθού

"Δεδομένων των ανωτέρω, συμφωνήσαμε ότι η πρότασή μας θα πρέπει να εκτείνεται σε ένα εύρος τιμών, ιδίως εν όψει των διαφορετικών απόψεων και ερμηνειών που εκφράστηκαν από τα μέλη της Επιτροπής, της αυξημένης αβεβαιότητας της τρέχουσας χρονικής περιόδου αλλά και των ασφυκτικών χρονικών ορίων για την ολοκλήρωση της διαδικασίας.

Κατά την άποψή μας, η τελική επιλογή του ποσοστού μεταβολής (ή μη) του κατώτατου μισθού εξαρτάται ουσιωδώς από τις παραδοχές που θα υιοθετηθούν αναφορικά με την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και την υποχώρηση της πανδημίας, αφενός· και από τους στόχους που εκτιμάται ότι θα πρέπει να υπηρετήσει ο θεσμός του κατώτατου μισθού στην τρέχουσα συγκυρία, αφετέρου.

- Είμαστε της άποψης ότι η προβλεπόμενη διαδικασία ετήσιας αναθεώρησης του κατώτατου μισθού (με κύριους άξονες τη διαβούλευση μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και την επιστημονική τεκμηρίωση από μια πληθώρα επιστημονικών φορέων) δεν θα πρέπει να ματαιώνεται ή να αναστέλλεται, ακόμα και σε συνθήκες κρίσης.

- Είμαστε επίσης της άποψης ότι θα πρέπει να υπάρχει ένα μεσοδιάστημα, δυνητικά 2-3 μηνών, μεταξύ της ανακοίνωσης περί μεταβολής του κατώτατου μισθού και της εφαρμογής του νέου κατώτατου μισθού, ώστε να μην αιφνιδιάζονται οι επιχειρήσεις και να υπάρχει χρόνος για την απαραίτητη αναπροσαρμογή.

- Για την καλύτερη λειτουργία της διαδικασίας καθορισμού του κατώτατου μισθού είναι απαραίτητη η βελτίωση της ποιότητας και διαθεσιμότητας στατιστικών στοιχείων. Παραδοχές που συνηγορούν υπέρ της διατήρησης αμετάβλητου του σημερινού ποσού του κατώτατου μισθού Κατά μία άποψη που υποστηρίχθηκε από ορισμένα μέλη της Επιτροπής, βασικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας σήμερα, τα οποία οφείλει να λάβει υπ’ όψιν ο καθορισμός του επιπέδου του κατώτατου μισθού, είναι:

- το εξαιρετικά υψηλό ποσοστό ανεργίας, αποτέλεσμα της κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας: περισσότερο από το 16% του εργατικού δυναμικού ήταν άνεργο το 2019 και το 2020 - η τεράστια και συνεχιζόμενη οικονομική ύφεση, λόγω της πανδημίας: το πραγματικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά 8,2% το 2020 ενώ η προβλεπόμενη (σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή) ανάπτυξη κατά 4,1% για το τρέχον έτος δεν επαρκεί για την ανάκτηση των απωλειών της πανδημίας, καθώς το πραγματικό ΑΕΠ για το 2021 προβλέπεται να είναι 4,5% χαμηλότερο από ότι το 2019.

- η συνεχιζόμενη αβεβαιότητα σχετικά με την πορεία επανεκκίνησης της οικονομίας, λόγω και των νέων μεταλλάξεων.

Δεδομένων τούτων, τα επιχειρήματα που κατά την άποψη αυτή συνηγορούν στο ότι δεν πρέπει να υπάρξει αύξηση του κατώτατου μισθού το 2021 είναι, εν συντομία, τα ακόλουθα:

- Οι πιθανές αρνητικές επιπτώσεις μιας αύξησης του κατώτατου μισθού στην απασχόληση είναι σημαντικές, ιδίως στο τρέχον καθεστώς υψηλής ανεργίας, οικονομικής ύφεσης και αβεβαιότητας για την ανάκαμψη της οικονομίας. Αυτό προκύπτει και από μια ανάγνωση της πρόσφατης έρευνας της Παγκόσμιας Τράπεζας (Schnitzer et al 2020), όπως συζητήθηκε παραπάνω.

- Στην περίπτωση που η πανδημία υποχωρήσει και η οικονομία ανακάμψει δυναμικά, τότε θα υπάρξει η ευκαιρία να αναπροσαρμοστεί ο κατώτατος μισθός σε επόμενο χρόνο, όταν όμως ο κίνδυνος για αρνητικές επιπτώσεις στην απασχόληση θα είναι πιο περιορισμένος.

- Το καθαρό εισόδημα των χαμηλόμισθων ιδιωτικού τομέα έχει αυξηθεί κατά 2,5% σε πραγματικούς όρους μετά το 2019, παρά το πάγωμα του κατώτατου μισθού, λόγω της μείωσης των εργατικών ασφαλιστικών εισφορών και της μείωσης του επιπέδου τιμών. Συνεπώς, τα εισοδήματα των απασχολούμενων χαμηλόμισθων, τα οποία θα στήριζε μια αύξηση του κατώτατου μισθού, έχουν στηριχθεί με άλλους τρόπους (αν και κάποιες από τις μειώσεις εισφορών είναι προσωρινές και θα ήταν προτιμότερο να γίνονταν μόνιμες)”.

Παραδοχές που συνηγορούν υπέρ της αύξησης του κατώτατου μισθού

"Στον αντίποδα, κατ’ άλλη άποψη, που υποστηρίχθηκε από άλλα μέλη και επίσης συζητήθηκε εκτενώς κατά τις διασκέψεις της Επιτροπής, μια αύξηση του κατώτατου μισθού σε ποσοστό έως και 4% θα ήταν συνολικώς επωφελής για την ελληνική οικονομία.

Ειδικότερα, η άποψη αυτή, χωρίς να παραβλέπει τις παραπάνω επισημάνσεις , παρατηρεί ότι:

- στη δημόσια συζήτηση αναφορικά με τον κατώτατο μισθό στην Ελλάδα συνάγονται ενίοτε συμπεράσματα στη βάση εσφαλμένων στοιχείων (π.χ., συμπεριλαμβάνοντας στο ποσοστό κάλυψης του ΚΜ εργαζόμενους που αμείβονται πάνω από τον ΚΜ σε ωριαία βάση). Αυτά δημιουργούν μια πλαστή εντύπωση για το μέγεθος της οικονομίας που επηρεάζεται ουσιαστικά από τον ΚΜ (συμπεριλαμβανομένων και περιπτώσεων όπου επιχειρήσεις δηλώνουν αμοιβές στον ΚΜ αλλά στην πραγματικότητα πληρώνουν παραπάνω)

- σύμφωνα με μια εναλλακτική ανάγνωση της πρόσφατης έρευνας της Παγκόσμιας Τράπεζας (Schnitzer et al 2020), η στατιστική αποτίμηση των επιπτώσεων της προηγούμενης αύξησης του ΚΜ επιβεβαιώνει σχεδόν απολύτως τις τότε προβλέψεις της Επιτροπής μας (συμπεριλαμβανομένης της πρόβλεψης για πραγματικές αυξήσεις κάτω από το ποσοστό αύξησης του ΚΜ, την πρόβλεψη για μικρή ως μηδενική μετακύλιση, και της πρόβλεψης για οριακή μόνο αύξηση του ποσοστού κάλυψης του ΚΜ), μειώνοντας σημαντικά τις όποιες ανησυχίες για σημαντικά αντι-αναπτυξιακά αποτελέσματα από μια περαιτέρω αύξηση του ΚΜ

- η Ελλάδα είναι το μοναδικό κράτος-μέλος της Ε.Ε., με εξαίρεση την Εσθονία, που δεν έχει αυξήσει τον ΚΜ κατά την περίοδο 2020-2021 - η χώρα βρίσκεται σε καθεστώς de facto δημοσιονομικής επέκτασης και θα υπάρξει σημαντική εισροή κεφαλαίων από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της Ε.Ε.

- οι προβλέψεις των διεθνών οργανισμών και της ελληνικής κυβέρνησης για την ανάκαμψη της οικονομίας συγκλίνουν, σχεδόν χωρίς διαφοροποίηση, σε μεγάλο ποσοστό αύξησης του ΑΕΠ εντός του 2021 (έως και 4%) και ακόμα μεγαλύτερο το 2022 (έως και 6%), και μάλιστα με ρυθμούς από τους υψηλότερους στην Ε.Ε.

- η ανεργία ακολουθεί πτωτική τάση εδώ και τουλάχιστον μια πενταετία και παρά τη στασιμότητα το τελευταίο έτος, η πρόβλεψη των οικονομικών φορέων είναι για συνέχιση της πτωτικής της τάσης και τα επόμενα έτη (14,4% το 2022 και 13,2% το 2023, σύμφωνα με το Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής). - Την περίοδο της κρίσης της πανδημίας πραγματοποιήθηκε αύξηση των αποταμιεύσεων και η εκτίμηση είναι για αύξηση των ιδιωτικών επενδύσεων (κατά 7% το 2021) και της ιδιωτικής κατανάλωσης (2.6% το 2021). - Οι αποπληθωριστικές τάσεις υποχωρούν και υπάρχουν προβλέψεις ήδη για μια μικρή αύξηση του τιμάριθμου το 2021 και μεγαλύτερη το 2022. Στη βάση των παραδοχών αυτών, συνάγεται το συμπέρασμα ότι μία αύξηση του ΚΜ σε ποσοστό έως και 4% (ενώ προτάθηκε και αύξηση έως και 5%)

- θα στείλει ένα θετικό σήμα για την επανεκκίνηση της οικονομίας, τονώνοντας τόσο τα εισοδήματα των χαμηλόμισθων όσο και το οικονομικό κλίμα γενικότερα (με διάφορα ευεργετήματα στον πληθωρισμό, την εσωτερική ζήτηση, τις μισθολογικές ανισότητες, κλπ), ενώ - δεν θα επηρεάσει δυσανάλογα το κόστος παραγωγής των επιχειρήσεων, τόσο εν γένει όσο και σε συγκεκριμένους κλάδους και είδη επιχειρήσεων (για παράδειγμα, η έρευνα της Παγκόσμιας Τράπεζας δείχνει ότι η προηγούμενη αύξηση, κατά περίπου 11%, το 2019, δεν επηρέασε καθόλου την απασχόληση στον κλάδο του Λιανεμπορίου). Για όλους τους παραπάνω λόγους, η πρόταση της Επιτροπής στην παρούσα φάση είναι σχετικά επιφυλακτική και περιλαμβάνει ένα εύρος επιλογών (αναλόγως των παραδοχών που θα επιλεγούν ως περισσότερο κρίσιμες στην τρέχουσα συγκυρία): Ειδικότερα, ορισμένα μέλη της Επιτροπής προτείνουν, υπό τις παρούσες συνθήκες, τη διατήρηση αμετάβλητου του νυν ισχύοντος κατώτατου μισθού και ημερομισθίου, ενώ άλλα μέλη της Επιτροπής προτείνουν αύξηση του κατώτατου σε ποσοστό έως και 4%”.

 

Πηγή: capital.gr

Διαβάστε το άρθρο από την πηγή

Εγγραφή RSS για αυτά τα σχόλια Σχόλια (0)

συνολικά: | προβολή:

Σχολιάστε το άρθρο comment

Παρακαλώ εισάγετε τον κωδικό που βλέπετε στην εικόνα:

Eshop
  • email Αποστολή άρθρου
  • print Εμφάνιση εκτύπωσης
  • Plain text Προβολή ώς Plain Text