Αρχική | Οικονομία | Ευρωπαϊκή Οικονομία | Δύσκολο «πράσινο» τεστ στις τράπεζες: Πώς θα μετρηθεί ο κλιματικός κίνδυνος

Δύσκολο «πράσινο» τεστ στις τράπεζες: Πώς θα μετρηθεί ο κλιματικός κίνδυνος

Μέγεθος γραμμάτων: Decrease font Enlarge font
Δύσκολο «πράσινο» τεστ στις τράπεζες: Πώς θα μετρηθεί ο κλιματικός κίνδυνος

Πόσα θα χάσουν οι ελληνικές τράπεζες, εάν οι πελάτες τους εκτεθούν σε ζημιές από τα φυσικά φαινόμενα της κλιματικής αλλαγής, όπως οι πυρκαγιές και οι πλημμύρες; Αυτό είναι ένα νέο ερώτημα που θα πρέπει να αρχίσουν να απαντούν οι τράπεζες στον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό της ΕΚΤ και το πρώτο βήμα σε αυτή την κατεύθυνση θα γίνει τον επόμενο χρόνο, μέσα από το «πράσινο» stress test που θα διενεργηθεί από την εποπτική αρχή και, αν και αποτελεί μια άσκηση «προπόνησης» για το μέλλον, δεν παύει να παρουσιάζει υψηλό βαθμό δυσκολίας.

Ο συνδυασμός υψηλού κλιματικού κινδύνου και βαριάς κληρονομιάς «τοξικών» δανείων από το παρελθόν τοποθετεί τις τράπεζες του ευρωπαϊκού Νότου στην πρώτη γραμμή κινδύνου από τα ακραία φαινόμενα της κλιματικής αλλαγής. Όπως σημείωνε πρόσφατα η S&P Global Market Intelligence σε σχετικό σχόλιο, οι υπολογισμοί της ΕΚΤ δείχνουν ότι στην Ελλάδα, την Ισπανία και την Πορτογαλία πάνω από 60% των χαρτοφυλακίων δανείων είναι εκτεθειμένα σε υψηλό φυσικό κίνδυνο, δηλαδή σε πιθανότητα πάνω από 1% να υποστεί μια επιχείρηση ζημιά από τις επιπτώσεις μιας πυρκαγιάς ή πλημμύρας.

Ανάμεσα στις τρεις χώρες, μάλιστα, η Ελλάδα συγκεντρώνει τους μεγαλύτερους κινδύνους, αφού πάνω από 90% των χαρτοφυλακίων δανείων είναι εκτεθειμένα σε φυσικό κίνδυνο, έναντι μέσου όρου περίπου 20% στην Ευρώπη. Μάλιστα, αυτό συνδυάζεται με την ήδη βαριά κληρονομιά μη εξυπηρετούμενων δανείων, καθώς ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων δανείων στην Ελλάδα φθάνει το 18,2%, έναντι 4,47% στην Πορτογαλία, 3,62% στην Ισπανία και 2,83% κατά μέσον όρο στην Ευρώπη.

Όπως τόνιζε στο ίδιο σχόλιο της S&P Global Intelligence ο Στεφάν Νεντιάλκοφ από τη Citigroup Global Markets, το σημείο όπου εστιάζεται ο προβληματισμός για τις επιδράσεις της κλιματικής αλλαγής στις τράπεζες είναι το κανάλι του πιστωτικού κινδύνου, καθώς η μετάβαση στην πράσινη οικονομία και οι φυσικοί κίνδυνοι αυξάνουν τις πιθανότητες χρεοκοπίας δανειοληπτών και μπορεί να εκθέσουν τις τράπεζες σε αύξηση των προβλέψεων για πιστωτικές απώλειες.

Ήδη η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, στο πλαίσιο των τακτικών τεστ που έγιναν τον Σεπτέμβριο, προσπάθησε να μετρήσει αυτούς τους κινδύνους σε χρονικό ορίζοντα 30ετίας και με βάση το πιο ακραίο σενάριο υπερθέρμανσης του πλανήτη. Σε αυτό το σενάριο, ως το 2050 η ΕΚΤ προέβλεψε ότι θα αυξανόταν η πιθανότητα χρεοκοπίας επιχειρήσεων που βρίσκονται μπροστά σε υψηλό φυσικό κίνδυνο κατά 25%.

Εξηγώντας τις δύο κατηγορίες κινδύνων που αντιμετωπίζουν οι τράπεζες με την κλιματική αλλαγή, ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, Λούις ντε Γκουίντος έχει αναφέρει σε άρθρο του ότι:

Η πρώτη κατηγορία αφορά τον φυσικό κίνδυνο, ο οποίος απορρέει από την αναμενόμενη αύξηση της συχνότητας και του μεγέθους των καταστροφών που προκαλούνται από ακραία φυσικά φαινόμενα. Οι επιχειρήσεις που βρίσκονται σε εκτεθειμένες περιοχές που κινδυνεύουν από πλημμύρες, για παράδειγμα κοντά σε ποτάμια ή σε ακτές, θα μπορούσαν να υποστούν σημαντικές ζημιές αν εκδηλωθεί κάποιο κλιματικό φαινόμενο. Αυτές οι ζημιές θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε διακοπή της διαδικασίας παραγωγής βραχυπρόθεσμα και ενδεχομένως σε πτώχευση της επιχείρησης πιο μακροπρόθεσμα. Οι φυσικοί κίνδυνοι διαφέρουν μεταξύ χωρών και περιφερειών. Η νότια Ευρώπη είναι κατά μέσο όρο περισσότερο επιρρεπής σε υψηλές θερμοκρασίες και πυρκαγιές, ενώ η κεντρική και βόρεια Ευρώπη είναι περισσότερο ευάλωτη σε πλημμύρες.

Η δεύτερη κατηγορία αφορά τον κίνδυνο μετάβασης, στο πλαίσιο του οποίου η καθυστερημένη ή απότομη εφαρμογή κλιματικών πολιτικών με σκοπό τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2) θα μπορούσε να ασκήσει αρνητική επίδραση σε ορισμένες βιομηχανίες που εξαρτώνται περισσότερο από την ενέργεια και τον άνθρακα, όπως είναι οι εξορύξεις, η τσιμεντοβιομηχανία ή η βιομηχανία χάλυβα. Οι υψηλότεροι φορολογικοί συντελεστές για τη χρήση άνθρακα θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να αυξήσουν το κόστος παραγωγής και να μειώσουν την κερδοφορία.

Το κλιματικό stress test: Τι λένε ΤτΕ και εμπορικές τράπεζες

Έχοντας λάβει από την ΕΚΤ από τον προηγούμενο μήνα τις οδηγίες για το «πράσινο» stess test, οι ελληνικές τράπεζες προετοιμάζονται για μια άσκηση ιδιαίτερα δύσκολη ως προς τη διεκπεραίωσή της, η οποία δεν θα έχει μεν επίδραση στους υπολογισμούς για τα βασικά εποπτικά κεφάλαια (Πυλώνας 1), αλλά θα επηρεάσει τους υπολογισμούς για τα κεφαλαιακά «μαξιλάρια» του Πυλώνα 2.

Σύμφωνα με τις ανακοινώσεις της ΕΚΤ για το stress test που θα διενεργηθεί από τον Μάρτιο έως τον Ιούλιο του 2022, οι έλεγχοι θα βοηθήσουν στη βελτίωση της διαθεσιμότητας και της ποιότητας των στοιχείων και θα επιτρέψουν να κατανοηθούν καλύτερα από τους επόπτες οι ασκήσεις που γίνονται από τις ίδιες τις τράπεζες για να προσεγγίσουν τον κλιματικό κίνδυνο. Δηλαδή, πρόκειται για μια «άσκηση εκμάθησης τόσο για τις τράπεζες όσο και για τους επόπτες», όπως έχει τονίσει η ΕΚΤ σε επιστολή στις διοικήσεις των εποπτευόμενων τραπεζών.

Οι έλεγχοι θα έχουν τρεις ενότητες και πρέπει να σημειωθεί ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν θα συμμετάσχουν στην τρίτη εξ αυτών, που είναι και η πιο απαιτητική και στην οποία θα εξετασθούν μόνο οι μεγαλύτερες τράπεζες της ευρωζώνης. Ειδικότερα,

Οι τράπεζες θα απαντήσουν σε ένα βασικό ερωτηματολόγιο σχετικά με το πώς χρησιμοποιούν εσωτερικά μοντέλα για την προσέγγιση και διαχείριση των κινδύνων από την κλιματική αλλαγή.

Θα διενεργηθεί μια συγκριτική ανάλυση των τραπεζών για το πώς ανταποκρίνονται σε ένα σύνολο δεικτών κλιματικού κινδύνου, όπως η έκταση που τα έσοδα από κλάδους έντασης άνθρακα και ο όγκος των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου που χρηματοδοτούν. Μέσα από αυτή την ενότητα θα υπάρξει μια πρώτη προσέγγιση της βιωσιμότητας των επιχειρηματικών μοντέλων των τραπεζών και της έκθεσής τους σε κλιματικούς κινδύνους.

Το τρίτο σκέλος του ελέγχου θα είναι η προσομοίωση ακραίων καταστάσεων για να εκτιμηθεί πόσο θα επηρεάζονταν οι τράπεζες άμεσα από ακραία καιρικά γεγονότα, αλλά και πώς θα προσαρμόζονταν σε βάθος τριακονταετίας στα σενάρια της πράσινης μετάβασης.

Πηγές της Τράπεζας της Ελλάδος σημειώνουν στο Business Daily ότι οι κίνδυνοι που συνδέονται με την κλιματική αλλαγή και την πράσινη μετάβαση είναι σημαντικοί και πρέπει να καταγραφούν και να παρακολουθούνται συστηματικά, γι' αυτό και η ΕΚΤ προχωρά σε αυτό το πρώτο τεστ που έχει περισσότερο χαρακτήρα «προπόνησης» και δεν θα έχει άμεση επίδραση στους υπολογισμούς για τα εποπτικά κεφάλαια. Διενεργείται για να δοθεί μια πρώτη αίσθηση στην ΕΚΤ για τους κινδύνους που αντιμετωπίζει το χρηματοπιστωτικό σύστημα, αλλά και για να γνωρίζουν οι ίδιες οι τράπεζες ποιες θα είναι οι μελλοντικές εποπτικές απαιτήσεις.

Σύμφωνα με πηγές από τις συστημικές τράπεζες, η προεργασία για τον έλεγχο έχει ήδη αρχίσει και έχει ιδιαίτερη σημασία ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν θα κληθούν να δώσουν στοιχεία για το τρίτο στάδιο (module 3), αλλά μόνο για τα δύο πρώτα, όπου περιλαμβάνονται περισσότερο «στατικά» - ιστορικά στοιχεία και δεν απαιτούνται προβλέψεις για το μέλλον. Στο module 3 θα συμμετάσχουν μόνο ορισμένες μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες.

Οι ίδιες πηγές αναφέρουν ότι υπάρχουν έντονες παρασκηνιακές αντιδράσεις από τις ευρωπαϊκές τράπεζες έναντι του νέου stress test, καθώς θεωρείται εξαιρετικά απαιτητικό και δύσκολο στη διεκπεραίωσή του, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις οι τράπεζες καλούνται να βρουν από το μηδέν κάποια σημαντικά στοιχεία. Για παράδειγμα, καλούνται να προσδιορίσουν τις εκπομπές ρύπων μεγάλων επιχειρήσεων - πελατών τους, τις οποίες ως τώρα δεν παρακολουθούσαν.

Στα τεστ, σημειώνουν οι ίδιες τραπεζικές πηγές, οι τράπεζες καλούνται να προσδιορίσουν τους κινδύνους για πελάτες και δάνεια από φυσικές καταστροφές και τους κινδύνους από κακή προσαρμογή πελατών στην πράσινη μετάβαση, δίνοντας μάλιστα για καθένα από τα δύο στάδια ελέγχου και στοιχεία ξεχωριστά για καθέναν από τους μεγαλύτερους πελάτες. Αυτά τα στοιχεία δεν είναι διαθέσιμα και οι τράπεζες άσκησαν πιέσεις για να δοθεί περισσότερος χρόνος, αλλά χωρίς αυτό να επιτευχθεί. Πάντως, οι τράπεζες αναγνωρίζουν ότι είναι δουλειά που πρέπει να γίνει σε επίπεδο διαχείρισης κινδύνων και διαμόρφωσης των κατάλληλων υποδομών.

Όσον αφορά τους κινδύνους που απορρέουν από την προσαρμογή των επιχειρήσεων στην πράσινη μετάβαση, τραπεζικές πηγές σημειώνουν ότι στην Ελλάδα, κατά κανόνα, οι μεγάλες επιχειρήσεις δεν έχουν σοβαρά ζητήματα ετοιμότητας και δυνατότητας προσαρμογής. Δεν ισχύει το ίδιο, όμως, για τον μεγαλύτερο αριθμό των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, που αντιμετωπίζουν σοβαρότερους κινδύνους, καθώς δεν έχουν ακόμη τα απαιτούμενα βήματα για την προσαρμογή στις νέες συνθήκες.

 

Πηγή:businessdaily.gr

Διαβάστε το άρθρο από την πηγή

Εγγραφή RSS για αυτά τα σχόλια Σχόλια (0)

συνολικά: | προβολή:

Σχολιάστε το άρθρο comment

Παρακαλώ εισάγετε τον κωδικό που βλέπετε στην εικόνα:

Eshop
  • email Αποστολή άρθρου
  • print Εμφάνιση εκτύπωσης
  • Plain text Προβολή ώς Plain Text