Αρχική | Διάφορα | Τεύχη 2018-2023 (Νο 199 έως Νο 253) | Χ&Α - 235 | Ο πληθωρισμός, οι πολιτικές των κεντρικών τραπεζών και η λειτουργία των χρηματιστηριακών αγορών

Ο πληθωρισμός, οι πολιτικές των κεντρικών τραπεζών και η λειτουργία των χρηματιστηριακών αγορών

Μέγεθος γραμμάτων: Decrease font Enlarge font
Ο πληθωρισμός, οι πολιτικές των κεντρικών τραπεζών και η λειτουργία των χρηματιστηριακών αγορών

Η τρέχουσα ανοδική φάση των χρηματιστηριακών αγορών των ΗΠΑ, οι οποίες προσδιορίζουν την ευρύτερη ψυχολογία στις διεθνείς χρηματοοικονομικές αγορές, ξεκίνησε στις 9 Μαρτίου 2009, αμέσως μετά το τέλος της πτώσης που προκάλεσε η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση του 2008. Από την ημέρα εκείνη, έως και την 8/12/2021, ο δείκτης Dow Jones έχει αυξηθεί κατά 446,12%, ο δείκτης S&P-500 κατά 594,9% και ο δείκτης Nasdaq κατά 1.144,4%.

Η άνοδος των χρηματιστηριακών αγορών -και ιδίως των αγορών των ΗΠΑ- βασίστηκε στη θεαματική εξέλιξη της κερδοφορίας των επιχειρήσεων και την πρωτοφανή πολιτική που ασκήθηκε από τις μεγαλύτερες κεντρικές τράπεζες, πολιτική που βασίστηκε στη “νέα νομισματική θεωρία”, με βάση την οποία, οι κεντρικές τράπεζες μπορούσαν να καταπολεμήσουν τις συνθήκες χαμηλού πληθωρισμού ή και αποπληθωρισμού, με τη διατήρηση των επιτοκίων σε χαμηλά, μηδενικά ή ακόμη και αρνητικά επιτόκια και τη διοχέτευση μεγάλης ποσότητας κεφαλαίων στις οικονομίες, μέσα από την απορρόφηση των εκδόσεων των κυβερνητικών ομολόγων, ή ακόμη και την απευθείας διανομή χρημάτων στους πολίτες (όπως περίπου έγινε στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της πανδημίας).

Η πανδημία, μέσω του πληθωρισμού που προκλήθηκε, έθεσε τέρμα σ’ αυτή την πολιτική και ξαναφέρνει την “πραγματική” νομισματική πολιτική στο προσκήνιο και σε λειτουργία. Σήμερα, για να ελεγχθεί ο πληθωρισμός -ο οποίος, για πολλές χώρες, βρίσκεται στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων 30 ετών- θα πρέπει να πρέπει να υπάρξει αύξηση των επιτοκίων. Οι κεντρικές τράπεζες, μπορεί να αναθεωρήσουν το επίπεδο του “στόχου του πληθωρισμού”, δηλαδή του ύψους του πληθωρισμού που θεωρούν ως “ανεκτό” ή και ως “θετικό” για την ομαλή εξέλιξη της οικονομίας, αλλά, παράλληλα, θα αλλάξουν πολιτική. Και βέβαια δε συζητάμε για απλή διακοπή των προγραμμάτων αγοράς ομολόγων που βρίσκονται σε εξέλιξη, αλλά για παράλληλη αύξηση των επιτοκίων. Βέβαια, ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν σε κάθε οικονομία ή σε κάθε οικονομική ζώνη, η κάθε κεντρική τράπεζα θα προσδιορίσει το δικό της “μείγμα” νομισματικής πολιτικής.

Στο παρελθόν, από την πλευρά της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας (FED), είχαν υπάρξει τρεις “απόπειρες” περιορισμού των μέτρων “έκτακτης ρευστότητας” (όπως είχαν ονομαστεί όταν υιοθετήθηκαν για πρώτη φορά, το 2009). Η πρώτη έγινε την άνοιξη του 2013. Ο χρηματιστηριακός δείκτης S&P-500 αντέδρασε άμεσα και υποχώρησε κατά 5,8%. Η δεύτερη έγινε στα τέλη του 2015, μέχρι τις αρχές του 2016. Ο δείκτης S&P-500 υποχώρησε κατά 13,3%. Η τρίτη έγινε το φθινόπωρο του 2018. Ο S&P-500 υποχώρησε κατά 19,8%.

Οι κεντρικές τράπεζες, οι οποίες παρά την ανεξαρτησία τους, πάντα εξαρτώνται από το πολιτικό σύστημα κάθε χώρας, προσέχουν τις αντιδράσεις των αγορών. Και αυτό σήμερα γίνεται πιο έντονα, σε σχέση με ό,τι γινόταν σε προηγούμενες δεκαετίες. Όταν πέφτουν οι αγορές, τίθενται σε κίνδυνο οι οικονομίες, αλλά και η κυβέρνηση που, εκείνη την περίοδο, βρίσκεται στην εξουσία.

Όμως, σήμερα, το ζήτημα, τίθεται διαφορετικά. Αν οι κεντρικές τράπεζες δεν επέμβουν κατά του πληθωρισμού (ο οποίος αποδεικνύεται περισσότερο επίμονος απ’ ότι είχε αρχικά εκτιμηθεί), τότε αυτός θα καταλήξει να προκαλέσει μεγαλύτερη ζημιά στην οικονομία, απ’ ότι θα μπορούσε μια πτωτική κίνηση των αγορών.

Οι εκτιμήσεις αναφέρουν ότι ο πληθωρισμός θα επιμείνει μέχρι και το β’ τρίμηνο του 2022, ενώ στη συνέχεια αναμένεται να υποχωρήσει. Δε θα οδηγηθεί εύκολα -ίσως δεν καταλήξει ποτέ, κατά τα προσεχή χρόνια- στο 2,0% και ένας πληθωρισμός της τάξης του 3,0%, δεν είναι ούτε πρωτόγνωρος, αλλά ούτε και αρνητικός για τις οικονομίες.

Η πληθωριστική κατάσταση σήμερα, δε κινδυνεύει να εξελιχθεί σε “στασιμοπληθωριστική”, όπως είχε εξελιχθεί κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1970. Υπάρχουν πολλοί λόγοι γι’ αυτό: η λειτουργία του παγκόσμιου εμπορίου, σήμερα είναι περισσότερο “ελεύθερη” σε σχέση με τότε, η τεχνολογία είναι πολύ πιο εξελιγμένη, υπάρχει πολύ περισσότερο χρέος σε όλους τους τομείς των οικονομιών και -το κυριότερο- οι αναπτυγμένες χώρες αντιμετωπίζουν σοβαρότατα δημογραφικά προβλήματα -ας μην ξεχνάμε ότι, ουδέποτε αναπτύχθηκε ο πληθωρισμός σε περιόδους δημογραφικής κατάπτωσης.

Η δημογραφική κατάπτωση στις αναπτυγμένες χώρες, σημαίνει ότι μειώνεται το επίπεδο του εργατικού δυναμικού και οι εταιρίες δυσκολεύονται να βρουν εργαζόμενους. Αυτό, θα τις ωθήσει, με τη βοήθεια της τεχνολογίας, να αυξήσουν την παραγωγικότητά τους, κάτι που άλλωστε έχει ήδη αρχίσει να εμφανίζεται, ενώ αναμένεται, η τάση αυτή, να διευρυνθεί. Το στοιχείο αυτό, η μεγάλη αύξηση της παραγωγικότητας, θα είναι το “κλειδί” για την ανάπτυξη της διεθνούς οικονομίας και των διεθνών χρηματιστηριακών αγορών, κατά τη διάρκεια της τρέχουσας δεκαετίας.

Η αύξηση της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων, αυξάνει την κερδοφορία τους. Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό και κρίσιμο σημείο: Η εντυπωσιακή αύξηση της κερδοφορίας των αμερικανικών επιχειρήσεων -αλλά και των επιχειρήσεων στα περισσότερα μέρη του κόσμου- συγκράτησε τις αγορές, όλο αυτό το διάστημα που ο πληθωρισμός αυξάνεται και που παράλληλα γίνεται η συζήτηση για την περικοπή της ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες (tapering) και για την άνοδο των επιτοκίων. Είναι χαρακτηριστικό ότι, παρά τις προειδοποιήσεις για την άνοδο των επιτοκίων και τις αναλύσεις που κυκλοφορούν καθημερινά, οι οποίες …προφητεύουν την “επερχόμενη καταστροφή”, ο δείκτης S&P-500, στις 8/12/2021, βρέθηκε σε απόσταση μόλις 0,10% από το ιστορικό υψηλό του κλείσιμο των 4.706,64 μονάδων, το οποίο είχε πετύχει μόλις στις 18/11/2021 (ήταν το 67ο ανώτερο ιστορικό ρεκόρ του δείκτη κατά το 2021).

Με βάση την εξέλιξη των κερδών, η εκτίμηση είναι ότι, ακόμη και αν υπάρξουν 3 αυξήσεις επιτοκίων κατά το 2022 (το “δυσμενέστερο” σενάριο) και αν το επιτόκιο αναφοράς της FED φτάσει στο 0,75% ή στο 1,0%, οι επιχειρήσεις και οι αγορές μπορούν να το ανεχτούν. Άλλωστε, το μέγεθος αυτό, θα εξακολουθεί να είναι από τα χαμηλότερα επιτόκια στην οικονομική ιστορία της χώρας. Και ότι, ως οικονομικό μέγεθος, θα τις επιβαρύνει ελάχιστα και ουδόλως θα εμποδίσει την εξέλιξη της κερδοφορίας τους κατά τα επόμενα χρόνια.

Οι πτωτικές φάσεις των αγορών (bear markets) προκαλούνται από υφέσεις της οικονομίας. Μία ύφεση προκαλείται από την ανεπάρκεια του κυκλοφορούντος χρήματος και των διαθέσιμων πιστώσεων στην οικονομία. Αυτό είναι ένα σημείο που οι κεντρικές τράπεζες, προσηλωμένες με αυστηρότητα σε συγκεκριμένες αρχές της νομισματικής θεωρίας, δεν πρόσεχαν ιδιαίτερα στο παρελθόν.

Σήμερα, η οπτική τους έχει αλλάξει. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών, οι κεντρικές τράπεζες αντιλήφθηκαν ότι, η αποστολή τους δεν είναι μόνον η τιθάσευση του πληθωρισμού και η διατήρηση της ανεργίας σε χαμηλά επίπεδα, αλλά και η ομαλή εξέλιξη της οικονομικής δραστηριότητας, κάτι που συνδέεται απόλυτα με την ομαλή λειτουργία των αγορών. Μέσα από αυτή την οπτική, η πολιτική των κεντρικών τραπεζών, παύει να έρχεται σε αντίθεση με την αποστολή, τη λειτουργία και τους στόχους των χρηματιστηριακών αγορών.

 

Επιστροφή στα περιεχόμενα, εδώ


Εγγραφή RSS για αυτά τα σχόλια Σχόλια (0)

συνολικά: | προβολή:

Σχολιάστε το άρθρο comment

Παρακαλώ εισάγετε τον κωδικό που βλέπετε στην εικόνα:

Eshop
  • email Αποστολή άρθρου
  • print Εμφάνιση εκτύπωσης
  • Plain text Προβολή ώς Plain Text