Αρχική | Ειδήσεις | Ιστορία | Η πετρελαϊκή κρίση και η δικτατορία

Η πετρελαϊκή κρίση και η δικτατορία

Μέγεθος γραμμάτων: Decrease font Enlarge font

Η χρήση της οικονομίας με αμιγώς πολιτικό υπόβαθρο, δίχως μακρόπνοο σχεδιασμό και με διάθεση μικροπολιτικής εκμετάλλευσης, αποτελεί, δυστυχώς, ιδιαίτερο και διαχρονικό χαρακτηριστικό της ελληνικής Ιστορίας.

Θέλοντας να αποδείξει ότι διαφέρει από τους «διεφθαρμένους πολιτικούς», η χούντα των συνταγματαρχών επιχείρησε συνειδητά να ανατρέψει τη μακροπρόθεσμα ευεργετική οικονομική πολιτική της δεκαετίας 1955-1965, η οποία στηριζόταν εν πολλοίς στο συμπαγές καραμανλικό δίπτυχο ελεγχόμενη ανάπτυξη – νομισματική σταθερότητα.

Τυφλωμένη από την ανάγκη διεύρυνσης της αποδοχής και των ερεισμάτων του καθεστώτος τόσο σε λαϊκό όσο και σε επιχειρηματικό επίπεδο, και επιδεικνύοντας μιαν άνευ προηγουμένου ανευθυνότητα, η δικτατορία οδήγησε την ελληνική οικονομία σε εκτροχιασμό, ο οποίος ολοκληρώθηκε όταν ενέσκηψαν πάνω από τη χώρα οι επιπτώσεις της πετρελαϊκής κρίσης του 1973.

Τεχνητή «ευημερία» μέχρι το 1973

Εκπονημένο από ανθρώπους με σαφή επιστημονική και τεχνοκρατική ανεπάρκεια –ιθύνων νους, ο «οικονομολόγος» της χούντας Νικόλαος Μακαρέζος– το «Πενταετές Πρόγραμμα Οικονομικής Αναπτύξεως 1968-1972» είχε ως υπόρρητους στρατηγικούς στόχους την επίτευξη εντυπωσιοθηρικών αναπτυξιακών αποτελεσμάτων και τη δημιουργία κλίματος τεχνητής ευφορίας, παραβλέποντας τους διαρθρωτικούς περιορισμούς της ελληνικής οικονομίας.

Στο επίκεντρο του σχεδιασμού τέθηκε η αύξηση της ενεργού ζήτησης, δηλαδή των διαθέσιμων εισοδημάτων, μέσω της υπερθέρμανσης σε συγκεκριμένους τομείς της αγοράς και κυρίως στην οικοδομή και στον τουρισμό.

Η Αθήνα και η επαρχία βρέθηκαν σε διαρκή οικοδομικό οργασμό, καθώς από το 1967 έως το 1972 τα δημόσια έργα διπλασιάστηκαν και οι επενδύσεις στην οικοδομή αυξήθηκαν κατά 115%.

Ο «οικονομολόγος» της χούντας Νικόλαος Μακαρέζος με τον Κινέζο πρωθυπουργό Τσου εν Λάι. ΜΙΧΑΛΗΣ Ν. ΚΑΤΣΙΓΕΡΑΣ «ΕΛΛΑΔΑ 20ός ΑΙ., ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

Το ίδιο διάστημα εξαπλασιάστηκε η χρηματοδότηση του τουρισμού, με όχημα την ανεξέλεγκτη ρευστότητα που παρείχαν οι εμπορικές τράπεζες, υπό την αιγίδα της ποδηγετούμενης Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ). Τα αρχικά θετικά αναπτυξιακά αποτελέσματα, τα οποία οφείλονταν κυρίως στην ευνοϊκή διεθνή συγκυρία και στην αύξηση του εισοδήματος στον δυτικό κόσμο, δεν κράτησαν για πολύ.

Η επενδυτική μονομέρεια σε στείρες δραστηριότητες επέφερε στασιμότητα στην εγχώρια παραγωγή, με αποτέλεσμα η κατανάλωση να κατευθύνεται κατά κύριο λόγο σε εισαγόμενα αγαθά.

Ταυτοχρόνως, η πλεονάζουσα ρευστότητα σήμανε τη γενικότερη άνοδο των τιμών στην αγορά και έθεσε τις βάσεις για το ξέσπασμα έντονων πληθωριστικών πιέσεων. Μοιραία, το εμπορικό και συναλλαγματικό ισοζύγιο της χώρας επιδεινωνόταν, οδηγώντας σε μεγέθυνση του ήδη διογκωμένου κρατικού δανεισμού.

Οι σχέσεις με την ΕΟΚ

Η πολιτική επιλογή της χούντας για «πάγωμα» των σχέσεων με την Κοινή Αγορά όχι μόνο λειτούργησε ανασταλτικά για τη γεωργία (την «ατμομηχανή» της ελληνικής παραγωγής), αλλά καθυστέρησε την επιθυμητή σύγκλιση με την ευρωπαϊκή οικονομία. Η κατάρρευση του Bretton Woods, η πρόσδεση της δραχμής με το δολάριο και η κατ’ επέκταση υποτίμησή της κατά 8% έναντι των ευρωπαϊκών νομισμάτων ανάγκασαν την ΤτΕ στις αρχές του 1972 να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για τις επερχόμενες εξελίξεις.

Μέσα σε ένα χρόνο, έως τον Αύγουστο του 1973, ο δείκτης τιμών καταναλωτή αυξήθηκε κατά 15%, φέρνοντας την Ελλάδα στη δεύτερη σχετική θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ.

Οι χειρισμοί της «κυβέρνησης» Μαρκεζίνη

Ευρισκόμενοι ενώπιον της επερχόμενης εκκωφαντικής οικονομικής κατάρρευσης, που αυτομάτως θα ακύρωνε το βασικό επιχείρημα της χούντας περί αθρόας ανάπτυξης και ευρείας λαϊκής ευημερίας, οι συνταγματάρχες επιχείρησαν να περιορίσουν τη ζημία, λαμβάνοντας αντιφατικά μέτρα αστυνομικού χαρακτήρα, τα οποία προκάλεσαν αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα.  Η επιβολή μηχανισμού συγκράτησης των τιμών εξάρθρωσε πλήρως τη λειτουργία της αγοράς. Καθιερώθηκαν οι διπλές τιμές και το λεγόμενο «καπέλο», ενώ πολλοί έμποροι δημιουργούσαν συστηματικά τεχνητές ελλείψεις, προκειμένου να πωλούν ακριβότερα. Εντός του 1973 τα βασικά μεγέθη της οικονομίας ήταν παραπάνω από αποθαρρυντικά: Το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο της χώρας είχε ξεπεράσει το 1,1 δισ. δολάρια (από 265 εκατομμύρια το 1972), ενώ ο εξωτερικός δανεισμός είχε εκτοξευθεί στα 2,6 δισ. δολάρια (από 1,1 δισ. το 1967).

Εντός αυτού του αρνητικού περιβάλλοντος και κινούμενος προς την κατεύθυνση της «πολιτικοποίησης» του καθεστώτος, ο Γ. Παπαδόπουλος έδωσε την 1η Οκτωβρίου 1973 εντολή σχηματισμού «κυβέρνησης» στον Σπυρίδωνα Μαρκεζίνη. Ο παλαιός πολιτικός, παρότι είχε το βλέμμα στραμμένο στις εσωτερικές εξελίξεις με προτεραιότητα τη διεξαγωγή ελεγχόμενων εκλογών, είχε αντιληφθεί το μέγεθος του προβλήματος. Στελέχωσε το οικονομικό επιτελείο με έμπειρους πρώην υπουργούς, ενώ ο ίδιος ανέλαβε αυξημένες αρμοδιότητες επί των οικονομικών. Αμέσως μετά την ορκωμοσία του προχώρησε στη λήψη ανατρεπτικών μέτρων: Καταργήθηκε ο μηχανισμός ελέγχου των τιμών. Εναρμονίστηκε το κόστος των αγροτικών προϊόντων με την Κοινή Αγορά. Αποσυνδέθηκε η δραχμή από το δολάριο.

Μεσοπρόθεσμος στόχος του Μαρκεζίνη ήταν η επιβολή ορίων στην ανεξέλεγκτη ανάπτυξη της οικονομίας. Ομως, τίποτε από αυτά δεν επρόκειτο να κεφαλαιοποιηθεί. Δέκα ημέρες μετά το ξέσπασμα του αραβοϊσραηλινού πολέμου (6 Οκτωβρίου 1973), τα αραβικά κράτη του Περσικού Κόλπου, κάνοντας χρήση του πετρελαίου ως μηχανισμού διπλωματικής πίεσης έναντι της Δύσης, πήραν στα χέρια τους τη διαδικασία του καθορισμού των τιμών. Τις πρώτες ημέρες του Νοεμβρίου η τιμή του λίτρου ανέβηκε κατά 17%. Οι επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία ήταν δραματικές, καθώς πέραν της περαιτέρω αύξησης του κόστους ζωής, η άνοδος της τιμής οδηγούσε σε ακόμα μεγαλύτερη επιβάρυνση του ελλείμματος στο ισοζύγιο πληρωμών. Στα τέλη Νοεμβρίου ο Μαρκεζίνης σκόπευε να εκφωνήσει ομιλία, στην οποία θα επεξηγούσε τις κρίσιμες διαστάσεις της πετρελαϊκής κρίσης ως συναλλαγματικού κινδύνου για την Ελλάδα, ενώ το σχέδιο επιβολής περιορισμών στα καύσιμα και στο ρεύμα ήταν έτοιμο στα συρτάρια του υπουργείου Συντονισμού.

Το καθεστώς Ιωαννίδη και ο εφιάλτης του στασιμοπληθωρισμού

Ταγμένο εξαρχής στον στόχο του να εμφανιστεί ως κάτι διαφορετικό από τη «φαυλοκρατία» των προηγουμένων, το καθεστώς Ιωαννίδη –που στις 25 Νοεμβρίου 1973 ανέτρεψε τον Γ. Παπαδόπουλο– έσπευσε να αναπροσαρμόσει θεαματικά την οικονομική πολιτική του Μαρκεζίνη. Ο «πρωθυπουργός», «υπουργός Συντονισμού» και «υπουργός Οικονομικών» Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος, άνθρωπος δίχως επαφή με την παγκόσμια οικονομική πραγματικότητα, επέβαλε ξανά πλαφόν στις τιμές και ανέστειλε την εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων στα καύσιμα και στο ρεύμα. Η «κυβέρνηση» κατέθεσε προϋπολογισμό σκληρής λιτότητας και επιχείρησε προχείρως να μειώσει την οικοδομική δραστηριότητα, επιβάλλοντας έκτακτο τέλος επί των εκδιδόμενων αδειών.

Τα αντιπληθωριστικά μέτρα γύρισαν τελικά μπούμερανγκ εναντίον των σχεδιαστών τους: η ανάπτυξη κάμφθηκε ραγδαία, χωρίς όμως να ανασχεθούν οι πληθωριστικές πιέσεις. Η ύφεση, σε συνδυασμό με την άνοδο των τιμών, γέννησε τον εφιάλτη του στασιμοπληθωρισμού. Αλλωστε, ήδη από τις αρχές του 1974 η τιμή του πετρελαίου είχε ανέβει από τα 5,11 δολάρια σε 11,65 δολάρια/βαρέλι, προκαλώντας νέο βαρύ πλήγμα, τόσο στους καταναλωτές, όσο και στην απολύτως ενεργειακά εξαρτημένη ελληνική βιομηχανία.

Τον Μάρτιο του 1974 ο πληθωρισμός κατέγραψε ετήσια άνοδο 33,4%, ποσοστό που θα δικαιολογείτο μόνο αν είχε μεσολαβήσει κάποιο συνταρακτικό γεγονός, όπως για παράδειγμα η εμπλοκή σε μια πολεμική αναμέτρηση. Μακάρια και μέσα στην αφροσύνη που τη χαρακτήριζε, η χούντα του Ιωαννίδη καλούσε τους Ελληνες να δουν την κρίση ως μια ευκαιρία καταπολέμησης του καταναλωτισμού τους, απαιτούσε από τους εμπόρους να επωμιστούν το κόστος από την άνοδο της τιμής του πετρελαίου και –όπως συνήθως συμβαίνει σε αντίστοιχες περιπτώσεις– κατηγορούσε αορίστως τον ξένο παράγοντα για τις δυσμενείς εξελίξεις.

Εν μέσω της δραματικής επιδείνωσης της οικονομίας και μη διαθέτοντας στηρίγματα εντός κι εκτός της χώρας, ο «αόρατος δικτάτορας» και οι συν αυτώ άρχισαν να αναζητούν μια εθνική επιτυχία που θα τους έβγαζε από το τέλμα. Εκτός από την τραγωδία του ελληνισμού στην Κύπρο, το καθεστώς Ιωαννίδη άφησε πίσω του μια χώρα οικονομικά συντετριμμένη. Τον Αύγουστο του 1974 ο πληθωρισμός κάλπαζε με ετήσιο ρυθμό 35%, ενώ στο τέλος του έτους η ύφεση είχε φθάσει στο εξωπραγματικό για τα δεδομένα της εποχής 6,4%. Η οικονομική ανασυγκρότηση κατά τα πρώτα μεταδικτατορικά χρόνια, παρότι έμεινε μακριά από τα φώτα και τις πρώτες σελίδες της Ιστορίας, ήταν ένα από τα επιτεύγματα της Μεταπολίτευσης.

 

Πηγή:kathimerini.gr

Διαβάστε το άρθρο από την πηγή

Εγγραφή RSS για αυτά τα σχόλια Σχόλια (0)

συνολικά: | προβολή:

Σχολιάστε το άρθρο comment

Παρακαλώ εισάγετε τον κωδικό που βλέπετε στην εικόνα:

Eshop
  • email Αποστολή άρθρου
  • print Εμφάνιση εκτύπωσης
  • Plain text Προβολή ώς Plain Text