Αρχική | Οικονομία | Ελληνική Οικονομία | ΤτΕ: Οι κίνδυνοι για οικονομία, επιχειρήσεις, νοικοκυριά

ΤτΕ: Οι κίνδυνοι για οικονομία, επιχειρήσεις, νοικοκυριά

Μέγεθος γραμμάτων: Decrease font Enlarge font
ΤτΕ: Οι κίνδυνοι για οικονομία, επιχειρήσεις, νοικοκυριά

Καμπανάκι για αύξηση του κόστους δανεισμού λόγω ανόδου των επιτοκίων και μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος κρούει η Τράπεζα της Ελλάδος, στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Όπως αναφέρει η ΤτΕ, η ενεργειακή κρίση, σε συνδυασμό με τον πόλεμο στην Ουκρανία, αυξάνει τους κινδύνους για την ελληνική οικονομία, τις επιχειρήσεις, τα νοικοκυριά και το τραπεζικό σύστημα.

Αν και η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να αναπτύσσεται, πληθωρισμός και πόλεμος θα περιορίσουν τον ρυθμό ανάπτυξης, με επίπτωση στα δημοσιονομικά μεγέθη. Για τις τράπεζες αναφέρει ότι πραγματοποιήθηκε σημαντική μείωση των κόκκινων δανείων, τα οποία, ωστόσο, παραμένουν, ως ποσοστό προς τις χορηγήσεις, στα υψηλότερα επίπεδα στην Ε.Ε. Την ίδια στιγμή, οι πωλήσεις κόκκινων δανείων έχουν χτυπήσει τη λειτουργική κερδοφορία, αύξησαν τα λειτουργικά έξοδα και περιόρισαν τα κεφάλαια, τόσο σε μέγεθος όσο και σε ποιότητα.

Πρόσθετο παράγοντα αβεβαιότητας αποτελούν οι επιπτώσεις του πολέμου, μέσω των εντεινόμενων πληθωριστικών πιέσεων, στην ποιότητα των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών (κόκκινα δάνεια), λόγω της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών και της αύξησης του κόστους λειτουργίας των επιχειρήσεων.

Το νέο περιβάλλον

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, το πραγματικό ΑΕΠ θα συνεχίσει να αυξάνεται και το 2022 αλλά με χαμηλότερο ρυθμό. Ο πόλεμος στην Ουκρανία δημιουργεί προβλήματα ενεργειακού εφοδιασμού, αυξάνει τις τιμές των ενεργειακών αγαθών και περιβάλλει τις μακροοικονομικές προβλέψεις με έντονη αβεβαιότητα. Η κατανάλωση, οι επενδύσεις και οι εξαγωγές θα συνεχίσουν να συμβάλλουν θετικά, ενώ αναμένεται σημαντική επιτάχυνση του μέσου πληθωρισμού για το σύνολο του έτους.

Κερδοφορία και επενδύσεις

Το αυξημένο κόστος παραγωγής και η χαμηλότερη κατανάλωση ενδέχεται να επηρεάσουν αρνητικά την κερδοφορία των επιχειρήσεων και, μαζί με τη γενικευμένη αβεβαιότητα, να οδηγήσουν σε αναβολή ή και ματαίωση επενδυτικών αποφάσεων. Στον αντίποδα των αρνητικών αυτών παραμέτρων, το ευρωπαϊκό μέσο ανάκαμψης NextGenerationEU (NGEU) αναμένεται μέσα στο 2022 να χρηματοδοτήσει την υλοποίηση σημαντικών επενδυτικών έργων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, συμβάλλοντας θετικά στη διατήρηση της οικονομικής ανάπτυξης.

Νέα κόκκινα δάνεια

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία με την ενεργειακή κρίση που πυροδότησε έχει επιτείνει τις πληθωριστικές πιέσεις, γεγονός που επηρεάζει αρνητικά το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων. Με δεδομένη την αβεβαιότητα που περιβάλλει την εξέλιξη και τη διάρκεια του πολέμου, σε συνδυασμό με την απόσυρση των εναπομεινάντων μέτρων στήριξης των δανειοληπτών για την προστασία από την πανδημία εντός του 2022, καθίσταται σαφές ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί η δημιουργία νέων μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ), ιδίως αν η γεωπολιτική κρίση παραταθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα ή κλιμακωθεί περαιτέρω. Στην περίπτωση αυτή, η συνεπής αποτύπωση των νέων ΜΕΔ στους ισολογισμούς των τραπεζών κρίνεται ιδιαίτερα σημαντική.

Στο ζήτημα του περιορισμού των κόκκινων δανείων αναφέρθηκε σε συνέντευξή του στην ΕΡΤ ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Εποπτείας (SSM) της ΕΚΤ, κ. Ανδρέα Ενρία, ο οποίος, υπογράμμισε τον καταλυτικό ρόλο που έπαιξε το Πρόγραμμα Ηρακλής στον κατακόρυφο περιορισμό τους. Ωστόσο, όπως ανέφερε, τώρα θα πρέπει να δοθεί έμφαση και στην ενεργοποίηση του φορέα απόκτησης και επαναμίσθωσης ακινήτων. Το πρόγραμμα Ηρακλής πρέπει να συνεχίσει να συμμετέχει στη μείωση των κόκκινων δανείων, αλλά απαιτείται επειγόντως, επίσης, εκσυγχρονισμός στη δικαιοσύνη. Αυτό θα αλλάξει σελίδα στα κόκκινα δάνεια. Μετά, οι ελληνικές τράπεζες θα πρέπει να εστιάσουν εκεί όπου εστιάζουν και οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές, δηλαδή στη δημιουργία κερδών, στο επιχειρηματικό τους μοντέλο και την ψηφιοποίηση. Πρόκειται για αναγκαίες προϋποθέσεις για τη δημιουργία κεφαλαίων.

Κίνδυνοι και συστάσεις

Δημοσιονομικά: Πρέπει να αντιμετωπιστεί το δημοσιονομικό βάρος των έκτακτων μέτρων στήριξης και του αυξημένου όγκου του δημόσιου χρέους, λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη ότι σταδιακά αντιστρέφονται οι ευνοϊκές συνθήκες χαμηλού κόστους χρηματοδότησης. Η διασφάλιση της δημοσιονομικής βιωσιμότητας μέσω της εξάλειψης των πρωτογενών ελλειμμάτων ανάγεται σε κεντρικό στόχο της οικονομικής πολιτικής. Η αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας συνδέεται με τη βελτίωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο παρουσίασε σημαντικό έλλειμμα κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

Επιτόκια: Μεσοπρόθεσμα αναμένεται σταδιακή άρση της διευκολυντικής κατεύθυνσης της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος, λαμβάνοντας υπόψη και την πρόσφατη έξαρση των πληθωριστικών πιέσεων. Ωστόσο, τα επιτόκια των στεγαστικών δανείων αναμένεται να παραμείνουν σε χαμηλό επίπεδο για ολόκληρο το 2022, ασκώντας μικρή μόνο επίδραση στο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους των νοικοκυριών.

Διαθέσιμο εισόδημα: Για το 2022, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών θα δεχθεί προκλήσεις λόγω της απόσυρσης των περισσότερων δημοσιονομικών μέτρων στήριξης, των πληθωριστικών πιέσεων και των γεωπολιτικών εξελίξεων που προκαλούν αβεβαιότητα στις καταναλωτικές και επενδυτικές αποφάσεις. Εντούτοις, υπάρχουν παράγοντες που εξακολουθούν να επιδρούν θετικά, γεγονός που αντανακλάται στον ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας που προβλέπεται για το 2022 και στην ενίσχυση της απασχόλησης από την ανθεκτικότητα μεμονωμένων κλάδων, όπως η οικοδομική δραστηριότητα και οι εξαγωγές.

Ακίνητα: Η σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για περιορισμό των προγραμμάτων χορήγησης άδειας διαμονής σε επενδυτές (χρυσή βίζα ή χρυσό διαβατήριο) ενδέχεται να επηρεάσει εν μέρει τη ζήτηση. Ωστόσο, εκτιμάται ότι το επενδυτικό ενδιαφέρον θα παραμείνει έντονο, ειδικά για συγκεκριμένες προνομιακές θέσεις στο λεκανοπέδιο της Αττικής και σε περιοχές με τουριστικά χαρακτηριστικά.

Ομόλογα: Οι ρευστοποιήσεις ελληνικών ομολόγων παρατηρήθηκαν σε όλο το φάσμα της καμπύλης αποδόσεων, ιδίως στις εκδόσεις με τη μεγαλύτερη ρευστότητα και επηρέασαν και τις εκδόσεις εταιρικών ομολόγων, περιορίζοντας με τον τρόπο αυτό τις νέες εκδόσεις σε μόλις δύο μέσα στο 2022, συνολικού ύψους 200 εκατ. ευρώ. Εάν τα υψηλά επίπεδα αποδόσεων διατηρηθούν κατά τη διάρκεια του 2022 αυτό θα επιδράσει αρνητικά στο κόστος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους.

Ασφαλιστικές: Την τριετία 2019–2021 παρατηρείται αξιοσημείωτη αύξηση του κινδύνου αγοράς, ενώ μικρή μείωση υπάρχει στους κινδύνους ασφαλίσεων κατά ζημιών και αθέτησης αντισυμβαλλομένου. Ο λειτουργικός κίνδυνος και ο κίνδυνος ασθένειας παρουσιάζουν μικρότερες διαφοροποιήσεις στην εν λόγω τριετία σε αντίθεση με τον κίνδυνο ασφαλίσεων ζωής που παρουσιάζει αισθητή μείωση. Επιπλέον, δεν παρατηρείται ουσιαστική μεταβολή στο όφελος διαφοροποίησης των σχετιζόμενων κινδύνων.

Εταιρείες διαχείρισης δανείων: Διαχειρίζονται ανοίγματα ύψους 123 δισ. ευρώ, συμπεριλαμβανομένων των μη λογιστικοποιημένων τόκων. Τα ανοίγματα αυτά αφορούν σε ποσοστό 84% ανοίγματα σε καθυστέρηση. Η ΤτΕ συστείνει να αξιοποιήσουν αποτελεσματικά τις αδρανείς εμπράγματες εξασφαλίσεις για τους "μη βιώσιμους” πελάτες, οι οποίες θα πρέπει να διατεθούν εκ νέου σε παραγωγικές χρήσεις, και για τους "βιώσιμους πελάτες” να προσφέρουν μια αποτελεσματική λύση αναδιάρθρωσης που θα διασφαλίζει υγιή χρηματοοικονομικά μεγέθη και θα διευκολύνει την επανένταξη των δανείων τους, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, στους ισολογισμούς των πιστωτικών ιδρυμάτων.

Οι προκλήσεις για τις τράπεζες

Το επίπεδο της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, το οποίο επηρεάζεται άμεσα από τις ενέργειες εξυγίανσης των ισολογισμών των τραπεζών και τη σταδιακή εφαρμογή του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9), σε συνδυασμό με τη χαμηλή ποιότητα των εποπτικών κεφαλαίων λόγω του υψηλού ποσοστού συμμετοχής της οριστικής και εκκαθαρισμένης αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης (Deferred Tax Credit – DTC), καθώς και η διαρθρωτικά χαμηλή κερδοφορία, αποτελούν προκλήσεις για τον τραπεζικό τομέα. Ταυτόχρονα, πηγή προβληματισμού αποτελεί και o κίνδυνος εκ νέου αύξησης της διασύνδεσης του τραπεζικού τομέα με το κράτος.

Συνολικά, η μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) σε σχέση με το υψηλότερο σημείο τους, που καταγράφηκε τον Μάρτιο του 2016, έφτασε το 82,8% ή 88,8 δισ. ευρώ. Ωστόσο, ο δείκτης των ΜΕΔ ως προς το σύνολο των δανείων είναι ακόμη ιδιαίτερα υψηλός και πολλαπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου (Δεκέμβριος 2021: 2,0%8). Συνεπώς, οι τράπεζες οφείλουν να εντατικοποιήσουν τις προσπάθειες αποκλιμάκωσης του υφιστάμενου αποθέματος, ιδίως υπό το πρίσμα των προκλήσεων που αναδεικνύονται, αναφέρει η ΤτΕ

Οι δείκτες ανθεκτικότητας των ελληνικών τραπεζικών ομίλων υποχώρησαν το 2021, επηρεασμένοι κυρίως από την εφαρμογή των στρατηγικών μείωσης των ΜΕΔ. Σημαντικό μέρος της κερδοφορίας των τραπεζών για το 2021 προήλθε από μη επαναλαμβανόμενα κέρδη (one-offs). Η επιτάχυνση της εξυγίανσης του ισολογισμού των πιστωτικών ιδρυμάτων μέσω της πώλησης χαρτοφυλακίων ΜΕΔ είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του κόστους πιστωτικού κινδύνου.

Η κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζικών ομίλων υποχώρησε το 2021 έναντι του 2020, κυρίως εξαιτίας των ζημιών που προέκυψαν από την πώληση χαρτοφυλακίων μη εξυπηρετούμενων δανείων και την εφαρμογή των μεταβατικών διατάξεων του ΔΠΧΑ 9, που υπεραντιστάθμισαν τη θετική επίδραση από τις ενέργειες κεφαλαιακής ενίσχυσης που πραγματοποιήθηκαν. Οι δείκτες αυτοί υπολείπονται σημαντικά του μέσου όρου των πιστωτικών ιδρυμάτων υπό την άμεση εποπτεία της ΕΚΤ στην Τραπεζική Ένωση (δείκτες CET1 15,5% και TCR 19,5% τον Δεκέμβριο του 2021).

Η ποιότητα των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών επιδεινώθηκε περαιτέρω, καθώς το 2021 οι οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Credits – DTCs) ανέρχονταν σε 14,4 δισ. ευρώ, αντιπροσωπεύοντας το 63% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων (από 53% το 2020). Επιπρόσθετα, αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Assets – DTAs) ύψους 1,7 δισ. ευρώ περιλαμβάνονται στα εποπτικά ίδια κεφάλαια των τραπεζικών ομίλων (αφού λάβουμε υπόψη την πλήρη επίδραση του ΔΠΧΑ 9), αποτελώντας περίπου το 8% των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων τους. Σημειώνεται ότι, αν και αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (DTAs) ύψους 5,1 δισ. ευρώ δεν περιλαμβάνονται στα εποπτικά ίδια κεφάλαια των τραπεζών, η επίτευξη επαρκούς μελλοντικής κερδοφορίας είναι απαραίτητη προκειμένου να μην αποτελέσουν κίνδυνο για την κεφαλαιακή βάση της τράπεζας σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα.

Αύξηση καταθέσεων

Η αύξηση των καταθέσεων από την έναρξη της πανδημίας οφείλεται κυρίως στην αναγκαστική μείωση των δαπανών και στα μέτρα στήριξης. Ανάλυση της ΤτΕ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η μεγαλύτερη αύξηση των αποταμιεύσεων παρατηρήθηκε στο κλιμάκιο με υπόλοιπα από 5.000 ευρώ έως 100.000 ευρώ, ενώ ένα επιπλέον 25% της απόλυτης αύξησης προήλθε από την κατηγορία 100 χιλ. έως 500 χιλ. ευρώ. Η επιμέρους εξέταση των ετών 2020 και 2021, δείχνει ότι για τους πολύ χαμηλούς λογαριασμούς φυσικών προσώπων με υπόλοιπο μέχρι 5.000 ευρώ, η αύξηση των καταθέσεων που σημειώθηκε το 2020 αντιστρέφεται γρήγορα σε μείωση το 2021, ενώ για τους λογαριασμούς μέχρι 50.000 ευρώ η άνοδος αρχίζει να επιβραδύνεται κάπως.

 

Δείτε την έκθεση εδώ.

Διαβάστε το άρθρο από την πηγή

Εγγραφή RSS για αυτά τα σχόλια Σχόλια (0)

συνολικά: | προβολή:

Σχολιάστε το άρθρο comment

Παρακαλώ εισάγετε τον κωδικό που βλέπετε στην εικόνα:

Eshop
  • email Αποστολή άρθρου
  • print Εμφάνιση εκτύπωσης
  • Plain text Προβολή ώς Plain Text