Αρχική | Διάφορα | Τεύχη 2018-2023 (Νο 199 έως Νο 253) | Χ&Α - 247 | Η πολιτική “ποσοτικής χαλάρωσης” ήταν ένα σοβαρό λάθος

Η πολιτική “ποσοτικής χαλάρωσης” ήταν ένα σοβαρό λάθος

Μέγεθος γραμμάτων: Decrease font Enlarge font
Η πολιτική “ποσοτικής χαλάρωσης” ήταν ένα σοβαρό λάθος

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Η πολιτική “ποσοτικής χαλάρωσης” ήταν ένα σοβαρό λάθος

 

Τα προγράμματα “ποσοτικής χαλάρωσης”, μέσω της αγοράς μακροπρόθεσμων ομολόγων -αξίας τρισεκατομμυρίων- που εφαρμόστηκαν από πολλές κεντρικές τράπεζες δεν είναι βέβαιο ότι τελικά, δημιούργησαν κάποιο σημαντικό καθαρό όφελος στην πραγματική οικονομία. Αυτό ισχύει κυρίως για τις οικονομίες της Ευρωζώνης, όπου, οι επιδράσεις στους τομείς των επενδύσεων και της ανεργίας, ήταν πενιχρές.

Αντίθετα, ουδείς πλέον αμφισβητεί ότι, η πολιτική αυτή συνέβαλε αποφασιστικά στην εμφάνιση του πληθωρισμού. Έτσι, οι κεντρικές τράπεζες, σήμερα είναι αναγκασμένες, να αυξήσουν τα επιτόκια και να ξεκινήσουν την πολιτική της “ποσοτικής σύσφιξης”, δηλαδή, της απόσυρσης κεφαλαίων από τις οικονομίες, κάτι που διακινδυνεύει να τις ωθήσει σε ύφεση. Και αν αυτό συμβεί, οι κεντρικές τράπεζες, θα έχουν μεγάλες δυσκολίες στο να προχωρήσουν σε μία νέα φάση μείωσης των επιτοκίων, ενώ, ουδείς βέβαια συζητάει την επανάληψη προγραμμάτων “ποσοτικής χαλάρωσης, παρά το ότι, στο μέλλον, αυτά μπορεί να είναι αναγκαία για την τόνωση των οικονομιών. Με άλλα λόγια, “αχρηστεύτηκε” ένα σπουδαίο νομισματικό “όπλο”, που όμως, θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις.

 

Πώς λειτούργησαν τα προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης; Αρχικά, αποτέλεσμα της πολιτικής αυτής, ήταν η μείωση των μακροπρόθεσμων επιτοκίων, γεγονός που με την σειρά του, προκάλεσε την αύξηση της ζήτησης και του δανεισμού, ενώ παράλληλα ενίσχυσαν  την ανάληψη κινδύνου. Οι επιδράσεις αυτές, αρχικά, φαίνονταν ευνοϊκές για την οικονομική δραστηριότητα. Όμως, υπέκρυπταν μια σειρά από σημαντικούς κινδύνους, οι οποίοι σήμερα γίνονται ξεκάθαρα αντιληπτοί. .

 

Κατά την διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, όταν υπήρχε άμεση ανάγκη για ρευστότητα και τα επιτόκια των κεντρικών τραπεζών βρίσκονταν κοντά στο μηδέν, τα προγράμματα αγοράς ομολόγων λειτούργησαν ως ένα έκτακτο και προσωρινό μέτρο αντιμετώπισης της κρίσης. Η χρήση των προγραμμάτων αυτών, ωστόσο, συνεχίστηκε για τουλάχιστον μια δεκαετία. Όταν, γύρω στο 2019 είχε κριθεί ότι οι κεντρικές τράπεζες θα πρέπει αν συρρικνώσουν τους ισολογισμούς τους, εμφανίστηκε η πανδημία του κορωνοϊού Covid-19, η οποία προκάλεσε απότομη συστολή της οικονομικής δραστηριότητας διεθνώς. Οι κεντρικές τράπεζες, προκειμένου να τονώσουν τις οικονομίες διοχέτευσαν ρευστότητα στις αγορές, εφαρμόζοντας νέα -και ενισχυμένα- προγράμματα ποσοτικής “χαλάρωσης” και αυξάνοντας τους ισολογισμό τους άνευ προηγουμένου.

 

Οι πρακτικές αυτές, προκάλεσαν σημαντικά προβλήματα στην πραγματική οικονομία. Οι αγορές ομολόγων συνεχίστηκαν και μετά τη λήξη της πανδημίας, ενώ ταυτόχρονα, έκανε την εμφάνισή του ο πληθωρισμός.

 

Μια άμεση συνέπεια της ποσοτικής “χαλάρωσης” ήταν η εμφάνιση ζημιών στα οικονομικά αποτελέσματα των κεντρικών τραπεζών. Οι κεντρικές τράπεζες, διακρατούν αποθεματικά των εμπορικών τραπεζών και ταυτόχρονα τα τοκίζουν. Μέρος των αποθεματικών χρησιμοποιούνται για την χρηματοδότηση των αγορών ομολόγων που πραγματοποιούν. Όταν, όμως, τα επιτόκια στην οικονομία αυξάνονται τότε, αυτές, πρέπει να καταβάλουν μεγαλύτερο τόκο για τα αποθεματικά, απ’ ότι λαμβάνουν από τα ομόλογα που έχουν στην κατοχή τους. Όμως, έτσι εμφανίζουν ζημιές.

 

Η παρέμβαση των κεντρικών τραπεζών στις αγορές ομολόγων έχει και μια ιδιαίτερα κρίσιμη έμμεση συνέπεια. Οι αγορές που πραγματοποιούν επηρεάζουν τη τιμολόγηση των ομολόγων και έτσι διαστρεβλώνουν την αξιολόγηση του κινδύνου. Ως αποτέλεσμα, ασκούν ευρεία επιρροή στις χρηματιστηριακές αγορές, επηρεάζοντας την αποτίμηση των μετοχών και δημιουργώντας προσδοκίες παροχής συνεχιζόμενης ρευστότητας από την κεντρική τράπεζα.

 

Ανεξάρτητα από τις διαφορετικές οικονομικές αντιλήψεις, αποτελεί γεγονός ότι η ποσοτική “χαλάρωση” θεωρήθηκε ως μια παγιωμένη κατάσταση και οι αγορές συνήθησαν στην παροχή ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες. Το γεγονός αυτό, δημιουργεί την προσδοκία ότι, και την επόμενη φορά που θα προκύψει ύφεση, οι κεντρικές τράπεζες θα παρέμβουν εφαρμόζοντας ακόμα “μεγαλύτερα” προγράμματα ποσοτικής “χαλάρωσης”. Και τότε, αν αυτές δεν ανταποκριθούν στις προσδοκίες των αγορών, μπορεί να προκληθούν σημαντικές αναταραχές στο διεθνές χρηματοοικονομικό σύστημα.

 

Καταληκτικά, το μείγμα πολιτικής που ακολούθησαν οι κεντρικές τράπεζες, τίθεται υπό αμφισβήτηση λόγω των παράπλευρων συνεπειών που προκλήθηκαν από την πολιτική αυτή.  Αυτό, υπονομεύει την αξιοπιστία τους ως προς την ικανότητά τους να διαχειριστούν τη νομισματική πολιτική των οικονομιών τους.

 

Επιμέλεια: Κωνσταντίνος Καρατζάς

Με πληροφορίες από bloomberg.com

Το παρόν άρθρο, είναι τμήμα της ύλης του τεύχους 247 (Δεκέμβριος 2022) του περιοδικού ΧΡΗΜΑ & ΑΓΟΡΑ. Δείτε τα πλήρη περιεχόμενα του τεύχους 247, εδώ.


Εγγραφή RSS για αυτά τα σχόλια Σχόλια (0)

συνολικά: | προβολή:

Σχολιάστε το άρθρο comment

Παρακαλώ εισάγετε τον κωδικό που βλέπετε στην εικόνα:

Eshop
  • email Αποστολή άρθρου
  • print Εμφάνιση εκτύπωσης
  • Plain text Προβολή ώς Plain Text