Στατιστικά Στοιχεία Ιανουαρίου 2020
Ο μήνας Ιανουάριος, παρά το ότι ξεκίνησε ιδιαίτερα ανοδικά, τελικά κατέληξε αρνητικός. Έκλεισε στις 910,90 μονάδες, κατά 0,63% κάτω από το κλείσιμο της 31/12/2019.
Η ανώτερη τιμή του Γενικού Δείκτη κατά τον Ιανουάριο ήταν οι 942,92 μονάδες και σημειώθηκε στις 22 Ιανουαρίου. Η τιμή αυτή ήταν η υψηλότερη από την 8/12/2014, δηλαδή ήταν η υψηλότερη των τελευταίων 61 μηνών (1.246 συνεδριάσεις). Η χαμηλότερη τιμή ήταν οι 910,90 μονάδες, η οποία σημειώθηκε την τελευταία μέρα του μήνα (31/1/2020).
Η διακύμανση (η απόσταση μεταξύ κατώτατης και ανώτατης τιμής) ήταν 3,51% και ήταν η χαμηλότερη που έχει καταγραφεί εδώ και αρκετούς μήνες.
Η πτώση κατά το μήνα Ιανουάριο, διέκοψε ένα σερί τεσσάρων ανοδικών μηνών -σημειώνουμε ότι κατά το 2019, υπήρξαν 11 ανοδικοί μήνες, ένα φαινόμενο που τελευταία φορά είχε σημειωθεί το 1969.
Ο Ιανουάριος ξεκίνησε ιδιαίτερα θετικά, συνεχίζοντας την πολύ καλή πορεία του Δεκεμβρίου, αλλά και ολόκληρου του προηγούμενου έτους, επηρεαζόμενος θετικά και από την πολύ θετική πορεία των περισσότερων μεγάλων διεθνών αγορών που κατέγραψαν αλλεπάλληλα νέα ιστορικά ρεκόρ στις πρώτες μέρες του έτους.
Τρία ήταν τα γεγονότα τα οποία επηρέασαν σημαντικά τη χρηματιστηριακή αγορά της Αθήνας, προκαλώντας μάλιστα και ερωτηματικά για την πορεία της στο μέλλον: α) Η εμφάνιση του κοροναϊού στην Κίνα, το ενδεχόμενο εξάπλωσής του και σε άλλες περιοχές της γης και η επιβράδυνση που θα μπορούσε να προκαλέσει στην πορεία της διεθνούς οικονομίας. β) Η ένταση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, τόσο μέσα από τις καθημερινές -εκατέρωθεν- αντεγκλήσεις, όσο κυρίως μέσα από την εμφάνιση του ερευνητικού σκάφους Oruc Reis σε ύδατα υπεράνω της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. γ) Η στασιμότητα που παρατηρείται στον κλάδο των τραπεζών, εξέλιξη που, καθώς δεν εξηγείται ικανοποιητικά, επιτρέπει την κυκλοφορία διαφόρων σεναρίων που μπορούν να προβληματίσουν για το μέλλον.
Στο τέλος Ιανουαρίου, στο Χρηματιστήριο διαπραγματεύονταν 174 μετοχές, 169 εταιριών, δηλαδή όσες και στο τέλος του προηγούμενου μήνα. Στις 27/1/2020, έπαυσε η διαπραγμάτευση της μετοχής της Ελτράκ. Στο μεταξύ, σύντομα, ο αριθμός των εισηγμένων εταιριών θα μειωθεί κατά ακόμη δύο, λόγω της “αποχώρησης” της FG Europe και -όπως αιφνιδίως προέκυψε εντός του Ιανουαρίου- της Καράτζης, η οποία ήδη βρίσκεται σε περίοδο ισχύος δημόσιας πρότασης. Η εξέλιξη αυτή είναι αρνητική, αφού μειώνεται όλο και περισσότερο το “βάθος” της χρηματιστηριακής αγοράς.
Από τις διαπραγματευόμενες μετοχές, οι 81 σημείωσαν άνοδο (48 μετοχές έως 10% και 33 άνω του 10%). Η μέση άνοδος των ανοδικών μετοχών υπολογίζεται σε 13,3%. Τη μεγαλύτερη άνοδο σημείωσαν οι μετοχές των Μινέρβα (+154,2%), Λιβάνη (+49,2%) και Ευρωσύμβουλοι (+40,0%). Δηλαδή, μετοχές μικρής κεφαλαιοποίησης, με μικρό όγκο συναλλαγών και εύκολα χειραγωγούμενες. Χωρίς μεταβολή στην τιμή τους παρέμειναν 38 μετοχές, από τις οποίες οι 9 ανήκουν στην κατηγορία “υπό επιτήρηση” και οι 19 στην κατηγορία “αναστολής διαπραγμάτευσης”. Τέλος, 56 μετοχές σημείωσαν πτώση (49 μετοχές μέχρι -10% και 7 μετοχές μεγαλύτερη του -10%). Τη μεγαλύτερη πτώση σημείωσαν οι μετοχές της Δούρος και Βαρβαρέσος (-20,0%) και η προνομιούχα μετοχή της Τρία Άλφα (-17,4%).
Η αξία των συναλλαγών κατά το μήνα Ιανουάριο ήταν αυξημένη σε σχέση με το Δεκέμβριο. Το σύνολο της αξίας των συναλλαγών κατά τον Ιανουάριο έφθασε στα 1.590,4 εκατομμύρια ευρώ και ο μέσος όρος στα 75,7 εκατομμύρια (έναντι 69,0 εκατομμυρίων κατά το μήνα Δεκέμβριο). Σημειώνουμε ότι, κατά τον Ιανουάριο του 2019, ο μέσος όρος συναλλαγών ήταν μόλις 37,5 εκατομμύρια, κατά τον Ιανουάριο του 2018 ήταν 75,8 εκατομμύρια και κατά τον Ιανουάριο του 2017 ήταν 39,9 εκατομμύρια.
Το 88,7% της αξίας των συναλλαγών πραγματοποιήθηκε από μετοχές υψηλής εμπορευσιμότητας (έτσι κατηγοριοποιούνται από το Χ.Α. 32 μετοχές), έναντι 94,0% κατά το μήνα Δεκέμβριο και 96,5% για το μήνα Νοέμβριο. Παρατηρούμε δηλαδή μία πτώση στη συμμετοχή των συναλλαγών των μετοχών υψηλής εμπορευσιμότητας, κάτι που οφείλεται και στην πτώση των συναλλαγών επί τραπεζικών μετοχών. Οι μετοχές μέσης εμπορευσιμότητας συμμετείχαν στο σύνολο των μηνιαίων συναλλαγών (σε αξία) κατά 9,9% (ένα από τα υψηλότερα ποσοστά των τελευταίων δύο ετών) και της χαμηλής κεφαλαιοποίησης κατά 0,2%.
Οι τέσσερις συστημικές τράπεζες συμμετείχαν στις συναλλαγές με ποσοστό 33,1% έναντι 32,2% κατά το μήνα Δεκέμβριο, 40,8% κατά το Νοέμβριο και 42,1% για το σύνολο του έτους 2019. Δηλαδή, για 3 συνεχή μήνα παρατηρείται μείωση της συμμετοχής των τραπεζικών μετοχών στο σύνολο των συναλλαγών, κάτι που συνδυάζεται με κάμψη της “επιθετικότητας” που είχαν επιδείξει κατά τους προηγούμενους μήνες. Το γεγονός αυτό οφείλεται στα διλήμματα που αντιμετωπίζει ο κλάδος στην παρούσα φάση και στις εξελίξεις που θα μπορούσαν να υπάρξουν κατά τους επόμενους μήνες, αναφορικά με τις επιδόσεις των ελληνικών τραπεζών στα “stress test”, αλλά και στο ενδεχόμενο πραγματοποίησης αύξησης μετοχικού κεφαλαίου.
Κατά το μήνα Ιανουάριο διακινήθηκαν 681,8 εκατομμύρια μετοχές (μέσος ημερήσιος όρος: 32,5 εκατομμύρια). Ο όγκος αυτός ήταν αυξημένος κατά 45,6% σε σχέση με το μήνα Δεκέμβριο.
Μειωμένος εμφανίζεται -για ακόμη ένα μήνα- ο αριθμός των πράξεων, ο οποίος έφθασε στις 561.689 και ο ημερήσιος μέσος όρος στις 26.742. Ο αριθμός αυτός είναι μειωμένος σε σχέση με το μήνα Δεκέμβριο (μέσος ημερήσιος όρος: 27.706) και το μήνα Νοέμβριο (μέσος ημερήσιος όρος: 27.518). Ο μέσος όρος του Ιανουαρίου (26.742) βρίσκεται κάτω από τον ΚΜΟ-200 ημερών των πράξεων (στις 31/12/2020 ο ΚΜΟ-200 βρισκόταν στις 29.281 πράξεις).
Δείτε το διάγραμμα διαδραστικά εδώ.
Δείτε το διάγραμμα διαδραστικά εδώ.
Επιστροφή στα περιεχόμενα
Δείτε τους συνδέσμους για παλαιότερα τεύχη (εδώ)
Δείτε την ύλη των παλαιότερων τευχών (εδώ)
Σχολιάστε το άρθρο