Αρχική | Διάφορα | Τεύχη 2018-2023 (Νο 199 έως Νο 253) | Χ&Α - 225 | Η δεκαετία του 2020: Η τεχνολογία εκτοξεύει τις αγορές!

Η δεκαετία του 2020: Η τεχνολογία εκτοξεύει τις αγορές!

Μέγεθος γραμμάτων: Decrease font Enlarge font

Η δεκαετία του 2020

Η τεχνολογία εκτοξεύει τις αγορές!

Ο κόσμος έμεινε έκπληκτος όταν, κατά τη διάρκεια των κοινών δηλώσεων, μετά την πρόσφατη συνάντηση μεταξύ των Πρωθυπουργών της Ελλάδας και του Ισραήλ, ο κ. Νετανιάχου έβγαλε από την τσέπη του ένα φιαλίδιο και ανακοίνωσε την ανακάλυψη ενός “θαυματουργού φαρμάκου” κατά της Covid. Το στιγμιότυπο αυτό κατέκλυσε τα δελτία ειδήσεων σε όλα τα κράτη του κόσμου.

Το EXO-CD24 είναι ένα δοκιμαστικό φάρμακο που βασίζεται στην πρωτεΐνη CD24, και χορηγήθηκε σε ασθενείς, στο Ισραήλ, κατά την πρώτη φάση των κλινικών δοκιμών. Είχε εντυπωσιακά αποτελέσματα, αφού οι 29 από τους 30 ασθενείς με Covid-19 που το έλαβαν, ανάρρωσαν μέσα σε ελάχιστες μέρες. Το φάρμακο που είναι αποτέλεσμα της έρευνας του καθηγητή Nadir Arber, σχεδιάστηκε αρχικά για τη θεραπεία του καρκίνου των ωοθηκών.

Ο κ. Nadir Arber, είναι καθηγητής της γαστροεντερολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Τελ Αβίβ. Έχει τη φήμη του κορυφαίου ερευνητή που χρησιμοποιεί πρωτοποριακές μεθόδους στην έρευνά του. Ο καθηγητής Arber μελετούσε τις ιδιότητες της πρωτεΐνης CD24, επί δεκαετίες. Η έρευνά του, προσανατολισμένη στις γυναικολογικές ασθένειες, πιθανότατα θα συνεχιζόταν αθόρυβα, επί πολλά ακόμη χρόνια και, μέσα από τον συνήθη αργό ρυθμό των ερευνητικών κέντρων, κάποια στιγμή στο μέλλον, ίσως προέκυπτε κάποια σημαντική ανακάλυψη.

Πριν μερικούς μόνο μήνες εμφανίστηκε ο κορωνοϊός και η ασθένεια Covid-19. Το πρώτο κρούσμα στο Ισραήλ, καταγράφηκε στις 21 Φεβρουαρίου 2020. Ένα μήνα αργότερα, στις 20 Μαρτίου, ένας 88χρονος επιζών του Ολοκαυτώματος, καταγράφηκε ως το πρώτο θύμα της πανδημίας.

Άμεσα, ακόμη και πριν από την ύπαρξη του πρώτου θανάτου, η κυβέρνηση του Ισραήλ -ενός κράτους που, για λόγους ανάπτυξης, αλλά και εθνικής επιβίωσης, προωθεί και υποστηρίζει την έρευνα- ενεργοποίησε όλους τους επιστημονικούς φορείς προς την κατεύθυνση των ερευνών για την προστασία του πληθυσμού της χώρας από τη νέα ασθένεια. Εκατοντάδες ερευνητικά προγράμματα που, είτε κινούνταν με αργούς ρυθμούς, είτε είχαν εγκαταλειφθεί, έλαβαν ύψιστη προτεραιότητα και αδρή χρηματοδότηση. Ένα, από τα πολλά, αποτελέσματα αυτής της εθνικής προσπάθειας, ήταν η ανακάλυψη του φαρμάκου EXO-CD24. Ουδείς γνωρίζει αν το φάρμακο αυτό θα είναι πετυχημένο και αποτελεσματικό. Όμως, υπάρχει ελπίδα να είναι, ενώ παράλληλα, υπάρχει η βεβαιότητα ότι, η κινητοποίηση της επιστημονικής κοινότητας -η οποία συνεχίζεται- θα οδηγήσει στην ανακάλυψη πολλών ουσιών και μεθόδων που θα οδηγήσουν σε άλματα τους τομείς της ιατρικής, της φαρμακολογίας, της βιοτεχνολογίας και πολλών άλλων τομέων σε μια λίστα που διαρκώς διευρύνεται.

Και βεβαίως, παρόμοιες έρευνες, σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα, αναπτύχθηκαν σε πολλές ακόμη χώρες, οι οποίες έχουν την παράδοση, τα μέσα και τους πόρους να τις πραγματοποιήσουν. Τα εμβόλια που, σωρηδόν πλέον εγκρίνονται για να συμβάλλουν σ’ αυτή τη γιγαντιαία παγκόσμια εμβολιαστική προσπάθεια, είναι ένα μικρό μέρος, των πρώτων αποτελεσμάτων των ερευνητικών προγραμμάτων που αναπτύχθηκαν, σ’ αυτό το “δύσκολο” για την ανθρωπότητα, αλλά πρωτοποριακό και “ευτυχές”, για την επιστήμη, έτος 2020.

Την ίδια ώρα που η κυβέρνηση του Ισραήλ ωθούσε τον Καθηγητή Arber να εντείνει τους ρυθμούς των ερευνών του, σε άλλα μέρη της γης, οι κυβερνήσεις επέκτειναν τις μονάδες εντατικής θεραπείας των νοσοκομειακών συστημάτων τους και αύξαναν το ιατρικό προσωπικό. Η εταιρία Zoom, όπως και πολλές άλλες του κλάδου της, αναβάθμιζαν το λογισμικό τους και τη δυναμικότητά τους σε συστήματα, για να μπορούν να προσφέρουν καλύτερες υπηρεσίες στον τομέα των τηλεδιασκέψεων. Οι εταιρίες τηλεπικοινωνιών επιτάχυναν την εγκατάσταση δικτύων της τεχνολογίας 5G. Οι καταναλωτές έσπευδαν να αγοράσουν περισσότερους υπολογιστές και πιο εξελιγμένα κινητά τηλέφωνα, οι δημόσιες υπηρεσίες και ιδιωτικές εταιρίες μάθαιναν στο προσωπικό τους να εργάζεται από το σπίτι και να ολοκληρώνει υποθέσεις μέσα σε ένα αυστηρό χρονοδιάγραμμα, ενώ το ελληνικό Δημόσιο δημιουργούσε ηλεκτρονικές υπηρεσίες που αντικαθιστούσαν τα ΚΕΠ και κάποιοι ηλικιωμένοι συμπολίτες μας, μάθαιναν να χειρίζονται την άυλη ηλεκτρονική συνταγογράφηση.

Παραγωγικότητα - Οι ιστορικές τάσεις

Ως παραγωγικότητα ορίζεται η σχέση μεταξύ της ποσότητας ενός παραγωγικού συντελεστή και της ποσότητας του προϊόντος που παράγεται με τη χρησιμοποίηση του συντελεστή αυτού.

Κατά το μεγαλύτερο μέρος της ανθρώπινης ιστορίας, οι εξελίξεις στην τεχνολογία, την παραγωγικότητα και στο διαθέσιμο εισόδημα, κινούνταν με εξαιρετικά αργούς ρυθμούς. Η ανάπτυξη των σύγχρονων επιστημών, από τον 17ο αιώνα και οι επιτεύξεις στον τομέα της τεχνολογίας, δημιούργησαν το πλαίσιο για σημαντικές βελτιώσεις στην παραγωγικότητα. Οι βελτιώσεις αυτές παρέμεναν σε χαμηλά επίπεδα, μέχρι και τα μέσα του 19ου αιώνα. Για περισσότερα από 50 χρόνια μετά από την έναρξη της βιομηχανικής επανάστασης, στην Αγγλία, η ετήσια αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας έφτανε στο 0,5%, ενώ αυξήθηκε στο 1,0%, μετά το πρώτο τέταρτο του 19ου αιώνα. Στις ΗΠΑ, έφτανε στο 0,5%, μέχρι και τη λήξη του εμφυλίου πολέμου (1865).

Στην περίοδο των μεγάλων εφευρέσεων, οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία και οι χώρες της δυτικής Ευρώπης, πέτυχαν σημαντική βελτίωση της παραγωγικότητας και σταδιακά ξεπέρασαν το ρυθμό της Μεγ. Βρετανίας. Η ετήσια αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ, ανά ώρα εργασίας στην Ευρώπη και την Ιαπωνία, τον Καναδά και την Αυστραλία, ξεπέρασε το 1,6% για το μεγαλύτερο μέρος της περίοδου 1870 - 1950, ενώ στις ΗΠΑ αυξήθηκε σε 2,0% για το διάστημα από το 1870 έως το 1913 και σχεδόν 2,5% κατά το διάστημα 1913 - 1950. (Σημείωση: Ίσως ο ετήσιος ρυθμός αύξησης 2,0% να μη φαντάζει ως “εντυπωσιακός”, όμως, αν υπολογισθεί σε χρονικό διάστημα ενός αιώνα, καταλήγει σε επταπλασιασμό του αρχικού μεγέθους).

Μετά τον Β’ παγκόσμιο πόλεμο, λόγω της εξάπλωσης της τεχνολογίας, αλλά και των νέων πρακτικών διακυβέρνησης των κρατών και διοίκησης των οικονομιών, η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας επιτεύχθηκε σε πολλές περιοχές του κόσμου. Η αύξηση του δείκτη κατά την περίοδο 1950-1973, υπήρξε εντυπωσιακή, αφού στις περισσότερες χώρες, η παραγωγικότητα τριπλασιάστηκε. Μετά το 1973 (λόγω των προβλημάτων που προκάλεσαν τα πετρελαϊκά “σοκ” του 1973 και του 1979), η αύξηση της παραγωγικότητας υποχώρησε κατά 50% στις ευρωπαϊκές -και άλλες ανεπτυγμένες- χώρες, ενώ η πτώση ήταν ακόμη πιο έντονη στις ΗΠΑ. Κατά την περίοδο 1950-1973, η μέση παραγωγικότητα έφτανε στο 4,3% για τις λοιπές ανεπτυγμένες χώρες (δυτ. Ευρώπη, Ιαπωνία, Κορέα κλπ) και 2,0% για τις ΗΠΑ. Στην περίοδο 1973-1979 υποχώρησε στο 2,2% για τις λοιπές ανεπτυγμένες χώρες και στο 0,2% για τις ΗΠΑ και στην περίοδο 1979-1986 έφτασε στο 1,8% για τις ανεπτυγμένες χώρες, ενώ αυξήθηκε στο 0,8% για τις ΗΠΑ.

Στα επόμενα χρόνια, οι πολιτικές αλλαγές στην Ευρώπη και σε πολλά μέρη του κόσμου, η διεύρυνση του εμπορίου, η εξάπλωση των ηλεκτρονικών υπολογιστών και άλλων τεχνολογικών εφαρμογών, αλλά και η άνοδος της παραγωγικότητας των αναπτυσσόμενων χωρών, προκάλεσαν μία παγκόσμια άνοδο του δείκτη παραγωγικότητας, η οποία όμως ποτέ δεν μπόρεσε καν να πλησιάσει τα προ του 1973 επίπεδα. Στο διάστημα αυτό, ο δείκτης παραγωγικότητας της Κίνας  (εδώ), έφτασε μέχρι και το 14%, και διατηρήθηκε σε επίπεδα άνω του 10%, μέχρι και το 2009.

Από το 2007, ο δείκτης παραγωγικότητας των ανεπτυγμένων χωρών (μετρώμενος με τον “κινητό μέσο όρο 10 ετών”, κινείται σε αρνητικές τιμές. Η τελευταία δεκαετία καταγράφει, για τις χώρες αυτές, τις χαμηλότερες τιμές από τα τέλη του 18ου αιώνα.

Γιατί έπεσε η παραγωγικότητα;

Η πτώση της παραγωγικότητας, όπως μετράται σήμερα στα περισσότερα κράτη και διεθνείς οργανισμούς, εκ πρώτης όψεως φαντάζει ως ένα παράδοξο φαινόμενο, με δεδομένες τις εντυπωσιακές εξελίξεις της τεχνολογίας κατά τις δύο προηγούμενες δεκαετίες. Για το λόγο αυτό, πολλοί υποστηρίζουν ότι τα “παλαιά” μοντέλα μέτρησης της παραγωγικότητας δεν είναι αποτελεσματικά στη σύγχρονη οικονομία. Άλλοι υποστηρίζουν ότι, για λόγους μείωσης του κόστους και αύξησης της κερδοφορίας, οι θετικές επιδράσεις από την ανάπτυξη της τεχνολογίας μεταφέρθηκαν -μαζί με τις εγκαταστάσεις παραγωγής των εταιριών- στις αναπτυσσόμενες χώρες, οι οποίες την περίοδο αυτή απολαμβάνουν υψηλούς ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας. Μία άλλη θεωρία αναφέρει ότι, υπάρχει αύξηση της παραγωγικότητας στις αναπτυγμένες οικονομίες, όμως, αυτή έχει διαχωριστεί στους τομείς της οικονομίας: υπάρχουν τομείς με εκπληκτική αύξηση της παραγωγικότητάς τους και άλλοι -της παλαιάς οικονομίας- όπου η παραγωγικότητα εξακολουθεί να υποχωρεί, παρασύροντας το γενικό μέσο όρο προς χαμηλά επίπεδα. Άλλοι αναφέρουν -με τη χρήση στοιχείων- ότι η πτώση των επενδύσεων (δημοσίων και ιδιωτικών) κατά την τελευταία δεκαετία, οδήγησε σε μικρότερο σχηματισμό κεφαλαίου, εξέλιξη που επηρέασε σημαντικά το δείκτη παραγωγικότητας.
Γενικά, οι οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι η παραγωγικότητα συμβαδίζει με τους κύκλους των οικονομιών: Υποχωρεί σε περιόδους ύφεσης και αυξάνεται σε περιόδους ανάπτυξης.
Μπορούμε να δεχτούμε πως, όλα τα παραπάνω αίτια, που αναφέρθηκαν επιγραμματικά, ισχύουν, σε μικρό ή σε μεγάλο βαθμό. Η ουσία είναι ότι, καθώς οι ανεπτυγμένες χώρες βρίσκονται σε μία φάση υποχώρησης της οικονομικής τους ανάπτυξης, η παραγωγικότητα στις χώρες αυτές, αναπόφευκτα υποχωρεί, ενώ το “κενό” που δημιουργείται από την προσπάθεια των κυβερνήσεων να διατηρήσουν το βιοτικό επίπεδο των κοινωνιών σε ανεκτά υψηλά επίπεδα, καλύπτεται από τις κεντρικές τράπεζες.

Τί θα αλλάξει στα επόμενα χρόνια;

Η πανδημία του Covid-19 είναι το πιο σημαντικό ανατρεπτικό παγκόσμιο γεγονός μετά τον Β 'Παγκόσμιο Πόλεμο και η πρώτη παγκόσμια κρίση δημόσιας υγείας στη σύγχρονη εποχή. Η λειτουργία των οικονομιών έχει ανατραπεί και οι περισσότερες βρίσκονται σε ύφεση. Καθώς οι δυνάμεις της πανδημίας προκαλούν βαθιές αλλαγές σε όλες τις πτυχές των κοινωνιών, η τεχνολογία διαδραματίζει έναν πρωταγωνιστικό ρόλο, επιτρέποντας τη λειτουργία και την επιβίωση μέσα στο πρωτόγνωρο αυτό περιβάλλον. Όσοι -άτομα, εταιρίες, οργανισμοί ή κράτη- μπόρεσαν να υιοθετήσουν και να εντάξουν την τεχνολογία στη λειτουργία τους, έχουν μία πιο πετυχημένη διαχείριση της σημερινής κατάστασης και καλύτερη αντίσταση στην ανατροπή.

Παρά το ότι μεγάλο μέρος της τεχνολογίας υπήρχε και πριν από την υγειονομική κρίση, αυτή σήμερα μετασχηματίζεται και παράγει νέες εφαρμογές που επιτρέπουν τη μετάβαση των -κάθε είδους καταναλωτών τεχνολογίας- προς ένα περιβάλλον που ανταποκρίνεται στα σημερινά δεδομένα της πανδημίας και κυρίως, στα δεδομένα που θα επικρατήσουν μετά απ’ αυτή. Η υγειονομική κρίση, έχει παρακινήσει τα ερευνητικά κέντρα και τις εταιρίες να επιταχύνουν τα σχέδια για την ανάπτυξη τεχνολογίας, έχει αναγκάσει τις κυβερνήσεις να παραιτηθούν από “κανονιστικές απαιτήσεις” και τους καταναλωτές να αποδεχτούν νέα προϊόντα και υπηρεσίες.

Όλοι οι τομείς της δημόσιας ζωής και λειτουργίας, μεταβάλλονται. Σήμερα, οι αλλαγές είναι περισσότερο ορατές σε συγκεκριμένους τομείς, όμως ουδείς αμφισβητεί ότι, σταδιακά, κατά τη φάση προσαρμογής στην μετά την πανδημία περίοδο, θα εξαπλωθούν παντού. Οι τομείς που, σήμερα, υφίστανται ανατρεπτικές και αναπροσδιοριστικές μεταβολές, είναι κυρίως η Υγεία (ριζικές οργανωτικές μεταβολές, ανάπτυξη νέων μεθόδων και τηλεϊατρικής, αύξηση της χρήσης “τεχνητής νοημοσύνης” (ΑΙ), ανάπτυξη της έρευνας μέσα σε κουλτούρα διεθνούς συνεργασίας), η Εκπαίδευση (χρήση νέων τεχνολογιών επικοινωνίας και μεθόδων διδασκαλίας - και εξάπλωση της τεχνολογίας στο σύνολο του μαθητικού πληθυσμού), οι Μεταφορές (ανάπτυξη μη επανδρωμένων μέσων μεταφοράς), οι Επικοινωνίες (ανάπτυξη δικτύων μεταφοράς δεδομένων και ταχύτερη υιοθέτηση και ανάπτυξη νέων τεχνολογικών συστημάτων), ο ευρύτερος κλάδος των Υπηρεσιών (λειτουργία μέσω τηλε-εργασίας, με χρήση τεχνολογικών εφαρμογών), η Δημόσια Διοίκηση (αύξηση αυτοματισμού, χρήση τεχνολογιών και ταχύτερη υιοθέτηση καινοτομιών).

Αλλαγή μοντέλου παρέμβασης στις οικονομίες

Στα πλαίσια στήριξης των ανεπτυγμένων οικονομιών, μετά τη χρηματοοικονομική κρίση του 2008, οι κυβερνήσεις υιοθέτησαν μη συμβατικές πολιτικές παρεμβάσεων στις οικονομίες, με στόχο να διατηρήσουν τη νομισματική κυκλοφορία υψηλή και να προωθήσουν τις επενδύσεις και την ανάπτυξη. Οι παρεμβάσεις αυτές έγιναν με τη συνεργασία των κεντρικών τραπεζών τους, με τη μορφή των πολιτικών “ποσοτικής χαλάρωσης” (Quantitative Easing). Οι πολιτικές αυτές, πέτυχαν να αυξήσουν την κυκλοφορία του χρήματος στις οικονομίες (σε υπερθετικό μάλιστα βαθμό), αλλά απέτυχαν να ενισχύσουν τις επενδύσεις ή -για την περίπτωση της Ευρώπης- να μειώσουν την ανεργία σε περισσότερο “αποδεκτά” επίπεδα.

Η υψηλή νομισματική κυκλοφορία, κατευθύνθηκε προς τις χρηματοοικονομικές αγορές, οι οποίες σήμερα είναι απόλυτα εξαρτώμενες από τις συνεχείς ενέσεις ρευστότητας των κεντρικών τραπεζών. Η διακοπή αυτής της πολιτικής, όπως αποδείχθηκε -στις ελάχιστες φορές που επιχειρήθηκε ακόμη και ο περιορισμός τους- θα ανατρέψει την κατάσταση στο διεθνή χρηματοοικονομικό χώρο, με απρόβλεπτες συνέπειες στη διεθνή οικονομία.

Κατά τα φαινόμενα, η πανδημία, εξελήφθη από πολλές κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες, ως ευκαιρία για αντικατάσταση των γενναιόδωρων και αναποτελεσματικών προγραμμάτων QE, από άλλες μορφές χρηματοδότησης, οι οποίες θα στοχεύουν μεν στη διατήρηση της νομισματικής κυκλοφορίας σε ικανοποιητικά επίπεδα, αλλά που όμως θα στοχεύουν πιο αποτελεσματικά στις επενδύσεις και στην αύξηση της ανάπτυξης και μάλιστα προς τομείς που επιλέγονται με πολιτικά κριτήρια (βιώσιμη ανάπτυξη, υποδομές, υγεία, εκπαίδευση). Αυτό το ρόλο θα κληθεί να παίξει το Ταμείο Ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το Σχέδιο του προέδρου Biden, αλλά και επιπρόσθετα προγράμματα που θα δημιουργηθούν σε άλλες χώρες. Με την επιλογή αυτή, οι κυβερνήσεις ελπίζουν να περιορίσουν τις παρενέργειες που ήδη έχουν αναπτυχθεί στο χρηματοοικονομικό χώρο (αποτίμηση μετοχών, τεράστια αύξηση του ιδιωτικού χρέους, “κρυπτονομίσματα” κ.ά.), χωρίς να ρισκάρουν μία αναταραχή στον χρηματοοικονομικό χώρο, που σε διαφορετική περίπτωση, ούτως ή άλλως θα συμβεί.

Η πολιτική αυτή, θα εξυπηρετήσει παράλληλα και τις κοινωνικές τάσεις και αντιλήψεις που ζητούν επιστροφή της παραγωγής στις χώρες της Ευρώπης ή στις ΗΠΑ, λιγότερη ενεργειακή εξάρτηση από άλλες χώρες και αντίσταση στην περαιτέρω οικονομική μεγέθυνση άλλων χωρών, που σταδιακά οδηγεί σε ένα διαφορετικό διεθνές οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον -μία τάση , που ειδικά για την Ευρωπαϊκή Ένωση, θα οδηγήσει σε μεγαλύτερο βαθμό συνεργασίας και ενοποίησης των κρατών που την απαρτίζουν.

Θα μπορέσουν αυτές οι εξελίξεις να μεταβάλλουν την πτωτική τάση της παραγωγικότητας; Εάν όλα όσα αναμένονται ή σχεδιάζονται να γίνουν στα επόμενα χρόνια, προκαλέσουν αύξηση του εθνικού εισοδήματος, τότε η παραγωγικότητα θα αυξηθεί, ειδικά σε χώρες όπου η ανεργία βρίσκεται ήδη σε χαμηλά επίπεδα (όπως οι ΗΠΑ). Σε κάθε περίπτωση, αν οι αναπτυγμένες οικονομίες κατορθώσουν να αυξήσουν, με εσωτερικούς πόρους, ή να ανακτήσουν από το εξωτερικό, ένα μέρος του εισοδήματος που σήμερα χάνουν μέσα από τα ισοζύγια πληρωμών ή τη μεταφορά παραγωγικής δραστηριότητας σε αναπτυσσόμενες οικονομίες, τότε, ναι, η πτωτική τάση θα μπορέσει να αντιστραφεί και να επιταχυνθεί για έναν αριθμό ετών.

Το περιβάλλον της επόμενης 10ετίας

Όλες οι παραπάνω εξελίξεις, είτε εκκίνησαν, είτε επιταχύνθηκαν από τις ανατροπές και το περιβάλλον που δημιούργησε η πανδημία. Έτσι, στην μετά την πανδημία περίοδο, πέραν από τις πολιτικές εξελίξεις, στην οικονομία, θα αναδυθεί ένα περιβάλλον μεγάλων τεχνολογικών εξελίξεων που θα ευνοήσει μία σειρά τομέων που σταδιακά επικρατεί να χαρακτηρίζονται ως “νέα οικονομία”, ενώ θα ξεδιπλωθεί μία πολιτική μεγάλων επενδύσεων που θα κατευθύνονται σε στοχευμένους τομείς.

Οι εξελίξεις αυτές ήδη, έχουν αρχίσει να προεξοφλούνται από τις χρηματιστηριακές αγορές. Η προεξόφληση ξεκίνησε από την 23η Μαρτίου 2020, όταν, πριν καν εκδηλωθεί η πανδημία στο πλήρες μέγεθός της, μετά από ένα μήνα πρωτοφανούς πτώσης, οι χρηματιστηριακοί δείκτες “γύρισαν” έντονα ανοδικά και αντί της καταστροφής που μέχρι τότε διαφαίνονταν, εκδηλώθηκε ένα χρηματιστηριακό “ράλι” παρόμοιο του οποίου δεν είχε καταγραφεί ποτέ στη διεθνή χρηματιστηριακή ιστορία.

Οι αγορές είδαν, πιο γρήγορα απ’ οποιονδήποτε άλλον ότι, μετά τη λήξη της πανδημίας, θα αλλάξουν πολλά. Κατάλαβαν ότι, μια εταιρία που παράγει ηλεκτρικά αυτοκίνητα (Tesla), μπορεί να αξίζει 800 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ οι εταιρίες της “παλαιάς οικονομίας” και της παλαιάς τεχνολογίας, τείνουν να απαξιωθούν (το άθροισμα της χρηματιστηριακής αξίας των Ford, GM, Crysler, Toyota, Mercedes, BMW και Mitsubishi φτάνει στα 540 δισεκατομμύρια δολάρια). Κατάλαβαν ότι ο τομέας της βιοτεχνολογίας θα εκτοξευθεί. Όπως σταδιακά εκτοξεύονται οι εταιρίες που ασχολούνται με την “τεχνητή νοημοσύνη” ή την ανάπτυξη τεχνολογιών ή εφαρμογών επί των τεχνολογιών G5.

Οι αγορές επίσης κατάλαβαν ότι, οι κυβερνήσεις θα θελήσουν να γίνουν ενεργειακά ανεξάρτητες και γι’ αυτό προωθούν τις “κλιματικές ανησυχίες”, ώστε να μπορούν να ξοδέψουν σε ανανεώσιμες μορφές ενέργειας και σε άλλες περιβαλλοντικές επενδύσεις.

Δεν θα καταρρεύσουν οι αγορές. Ούτε και θα καταστραφούν οι εταιρίες και οι μετοχές της “παλιάς οικονομίας”, ενώ βεβαίως ούτε και ολοκληρώθηκε η προεξόφληση των “επερχόμενων”. Οι αλλαγές στις κοινωνίες, τις οικονομίες και τις αγορές γίνονται αργά. Όμως, απαξ και ξεκινήσουν, δύσκολα αλλάζουν κατεύθυνση.

 

Γιάννης Σιάτρας

Επιστροφή στα περιεχόμενα (εδώ)


Εγγραφή RSS για αυτά τα σχόλια Σχόλια (0)

συνολικά: | προβολή:

Σχολιάστε το άρθρο comment

Παρακαλώ εισάγετε τον κωδικό που βλέπετε στην εικόνα: