Αρχική | Διάφορα | Τεύχη 2018-2023 (Νο 199 έως Νο 253) | Χ&Α - 249 | Οι μακροχρόνιες αποδόσεις των μετοχών εισηγμένων εταιριών

Οι μακροχρόνιες αποδόσεις των μετοχών εισηγμένων εταιριών

Μέγεθος γραμμάτων: Decrease font Enlarge font
Οι μακροχρόνιες αποδόσεις των μετοχών εισηγμένων εταιριών

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Οι μακροχρόνιες αποδόσεις των μετοχών εισηγμένων εταιριών

 

Καθώς, μετά την υπέρβαση των 1.000 μονάδων του Γενικού Δείκτη, εισερχόμαστε σε ένα επόμενο στάδιο της μακροχρόνιας ανοδικής πορείας της χρηματιστηριακής αγοράς, δημοσιεύουμε το πρώτο μέρος μιας μεγάλης μελέτης, η οποία, ως κεντρικό σημείο, έχει, τον υπολογισμό των μακροχρόνιων αποδόσεων των μετοχών και το πώς αυτές εξελίχθηκαν κατά τις προηγούμενες δεκαετίες.

 

Σχηματίζουμε πίνακες, όπου καταγράφουμε την εξέλιξη της τιμής των μετοχών, για το διάστημα από το 1990 ή από το έτος εισαγωγής τους στο Χρηματιστήριο, μέχρι και σήμερα.

Δεν πρόκειται για απλή καταγραφή των τιμών και των μεταβολών τους. Καταγράφουμε τις τιμές, λαμβάνοντας υπόψη κάθε αύξηση ή μείωση του μετοχικού τους κεφαλαίου (την οποία σημειώνουμε με τους όρους που ίσχυαν και τις ημερομηνίες που συνέβη), τη μεταβολή της ονομαστικής τους αξίας και με τον υπολογισμό των κερδών, των μερισμάτων και τις επιστροφές κεφαλαίου, ώστε, πέραν από τη διακύμανση των τιμών των μετοχών και της χρηματιστηριακής αξίας των εταιριών, να μπορούμε να βλέπουμε και τη διαχρονική εξέλιξη της σχέσης Ρ/Ε και της μερισματικής απόδοσης της κάθε μετοχής.

 

Και τί μας ενδιαφέρουν όλα αυτά; Μας ενδιαφέρουν! Επειδή, με τα παραπάνω στοιχεία, μπορούμε να δούμε πάρα πολλά πράγματα -ίσως και πιο σημαντικά από την παρακολούθηση των τρεχουσών τάσεων των μετοχών ή των στοιχείων κερδοφορίας των εταιριών. Μέσα από την εξέτασή μας, βλέπουμε:

  • Τις τιμές και τη μακροχρόνια απόδοση των μετοχών και τη διακύμανσή της κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων δεκαετιών και τα ετησιοποιημένα στοιχεία της.
  • Τα μερίσματα και τις επιστροφές κεφαλαίου που πραγματοποίησαν οι εταιρίες.
  • Τη μερισματική τους απόδοση και τη διακύμανσή της.
  • Τον αριθμό των μετοχών που θα είχε κάποιος επενδυτής σήμερα, εάν στην αρχή κάθε δεκαετίας αγόραζε μία μετοχή, μετά τις διανομές δωρεάν μετοχών.
  • Τον αριθμό των μετοχών και την απόδοση που θα είχε κάποιος, αν στην αρχή κάθε δεκαετίας αγόραζε μία μετοχή και αν, κάθε χρόνο, επανεπένδυε το ποσό του μερίσματος στην ίδια μετοχή.
  • Τη σύγκριση των στοιχείων των αποδόσεων των μετοχών, με την απόδοση του Γενικού Δείκτη, αλλά και την πορεία του πληθωρισμού κατά τη διάρκεια των εξεταζόμενων περιόδων.

Τα στοιχεία αυτά, για κάθε μετοχή, είτε τα βλέπουμε σε συγκριτικούς πίνακες, μαζί με άλλες μετοχές, είτε απομονωμένα, μας δίνουν μια ξεκάθαρη εικόνα για την ποιότητα της κάθε μετοχής και μας δείχνουν τους οικονομικούς κύκλους που υπήρξαν στις εταιρίες κατά τις τελευταίες δεκαετίες και τον τρόπο που επέδρασαν οι κύκλοι αυτοί στις τιμές των μετοχών τους.

Μας δείχνουν την υπερβολή που είχε δημιουργηθεί στο παρελθόν -κυρίως στην περίοδο 1998-2000, αλλά και το πόσο υποτιμημένες παραμένουν πολλές μετοχές, σε σχέση με το παρελθόν, αν αναλογιστούμε τη σημερινή κατάσταση των θεμελιωδών μεγεθών τους. Βέβαια, αυτό, μέσα από μία άλλη οπτική, μας δείχνει και την προοπτική που θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι έχουν πολλές μετοχές, κατά την εξέλιξη του ανοδικού κύκλου που διανύουμε.

Μας δείχνουν ότι, η μακροχρόνια διακράτηση μιας μετοχής, πρέπει να έχει όρια και δε μπορεί να ισχύει για μεγάλο αριθμό μετοχών, αφού, σε “εύθραυστες” οικονομίες (όπως παραμένει να είναι η ελληνική), οι μετοχές -αναπόφευκτα- καταγράφουν σημαντικές διακυμάνσεις.

Τέλος, μας δείχνουν το πόσο μεγάλη σημασία έχει και πόσο μεγάλο “πολλαπλασιαστή” μπορεί να δημιουργήσει, σε μία απόδοση, η πρακτική της επανεπένδυσης του μερίσματος, ιδίως για τις μετοχές  εταιριών που καταβάλλουν μέρισμα σε τακτική βάση.

 

Οι μετοχές που δεν έκαναν ποτέ αύξηση κεφαλαίου

 

Στο πρώτο μέρος της έρευνάς μας, εξετάζουμε μια -μικρή όπως αποδεικνύεται- ομάδα μετοχών, εταιριών οι οποίες, α) κατά τη διάρκεια των τελευταίων 30 ετών -εφόσον εισήχθησαν πριν από το 1992 ή β) κατά τη διάρκεια των τελευταίων 20 ετών -εφόσον εισήχθησαν πριν από το 2002, δεν πραγματοποίησαν ποτέ αύξηση μετοχικού κεφαλαίου με καταβολή κεφαλαίου από τους μετόχους.

 

Πρέπει να σημειωθεί ότι, οι εταιρίες οι οποίες δεν πραγματοποιούν αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου υπέρ των παλαιών μετόχων, θεωρείται ότι είναι κεφαλαιακά “ώριμες” και ισχυρές, ώστε να είναι σε θέση να χρηματοδοτούν την ανάπτυξή τους, μέσα από ίδιους πόρους. Η μη πραγματοποίηση αυξήσεων με την έκδοση δικαιωμάτων, θεωρείται ότι είναι πρακτική μεγάλων, παλαιών και κεφαλαιακά ισχυρών εταιριών. Οι επενδυτές, παραδοσιακά δείχνουν μια ισχυρή προτίμηση προς τις εταιρίες αυτές, αφού συνήθως δεν επιθυμούν να καταβάλλουν νέα κεφάλαια προς παλαιές εταιρίες. Και, σε περίπτωση που μία (παλαιά) εταιρία ζητά κεφάλαια μετά από ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, αυτό θεωρείται ως αδυναμία και πρόδρομος κακών εξελίξεων.

 

Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, αρχίζει και στην Ελλάδα να δημιουργείται μία επιχειρηματική κουλτούρα αποφυγής αναζήτησης κεφαλαίων από την κεφαλαιαγορά. Από τις εισηγμένες εταιρίες, εντοπίσαμε δεκατρείς (13) περιπτώσεις τέτοιων εταιριών. Από τις εταιρίες αυτές, όμως, μόλις οι … διένειμαν μέρισμα καθ’ όλη τη διάρκεια της εξεταζόμενης περιόδου.

 

Οι εταιρίες αυτές, αναφέρονται στον παρακείμενο πίνακα. Λόγω χώρου, τα στοιχεία του πίνακα είναι συνοπτικά. Μπορείτε όμως, να δείτε αναλυτικά στοιχεία της εξέλιξης της απόδοσης, επιλέγοντας τους συνδέσμους που προβάλλουν, μετά τον κεντρικό σύνδεσμο που βρίσκεται επί του ονόματος της κάθε εταιρίας.

 

Το αποτέλεσμα αυτού, του πρώτου μέρους, της έρευνας, μπορεί να σας εκπλήξει. Με βάση τα στοιχεία που επεξεργαστήκαμε, την καλύτερη απόδοση για την περίοδο από το τέλος του 1990 έως και σήμερα, δείχνει να έχει πετύχει η μετοχή της εταιρίας Καπνοβιομηχανία Καρέλιας, με συνολική μέση ετήσια απόδοση, ίση με 9,80%, χωρίς την επανεπένδυση των μερισμάτων και ίση με 13,49% με την επανεπένδυσή τους. Αυτό σημαίνει ότι, αν κάποιος είχε αγοράσει τη μετοχή στις 31/12/1990, μέχρι σήμερα, θα διπλασίαζε το κεφάλαιό του κάθε 7,34 χρόνια (δηλαδή κάθε 7 χρόνια και 4 μήνες), αν δεν επανεπένδυε το μέρισμα και σε κάθε 5,33 χρόνια (5 χρόνια και 4 μήνες) αν το επενεπένδυε. Δείτε άρθρο για την “Καρέλιας”, εδώ.

 

Η έρευνα, θα ολοκληρωθεί για όλες τις μετοχές, στα δύο επόμενα τεύχη (στο τεύχος Μαρτίου για τις εταιρίες που εισήχθησαν μέχρι το 1999 και στο τεύχος Απριλίου για αυτές που εισήχθησαν μεταξύ του 2000 και του 2022).

 

Η έρευνα διεξάγεται ως εξής: Υποθέτουμε ότι αγοράζουμε μια μετοχή είτε την 31/12/1990, είτε κατά την τελευταία μέρα του έτους στο οποίο εισήχθη. Στις περιπτώσεις επανεπένδυσης του μερίσματος, θεωρούμε ότι αυτή γίνεται με βάση το ποσό του μερίσματος (και των ποσών επιστροφής κεφαλαίου) και την τιμή του τέλους κάθε έτους. Χρησιμοποιούνται τα στοιχεία των Ημερησίων Δελτίων Τιμών του Χρηματιστηρίου, κάθε έτους, καθώς και τα στοιχεία της εξέλιξης του κεφαλαίου, όπως περιγράφονται στα καταστατικά τους.

 

Σημειώσεις για τον Πίνακα

1) Στον παραπάνω πίνακα αναφέρονται οι μετοχές οι οποίες, όπως εξηγούμε στο κείμενο, δεν έχουν πραγματοποιήσει αύξηση μετοχικού κεφαλαίου (α.μ.κ.) με την έκδοση δικαιωμάτων προτίμησης (υπέρ των παλαιών μετόχων) και καταβολή μετρητών για το διάστημα από το 1991 έως και σήμερα ή για το διάστημα από την εισαγωγή τους στο Χρηματιστήριο μέχρι και σήμερα.

2) Από τις παραπάνω εταιρίες, οι 3 διαπραγματεύονται στο Χρηματιστήριο, πριν από το 1991 -Τιτάν (από το 1912), Βιοχάλκο (από το 1947) και Καρέλιας (από το 1976)- ενώ η Τιτάν, πριν το 1990 είχε πραγματοποιήσει αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου με καταβολή μετρητών (η τελευταία πραγματοποιήθηκε το 1991).

3) Ο παραπάνω πίνακα, σχηματίστηκε με την υπόθεση εργασίας ότι, την 31η Δεκεμβρίου του 1990, αγοράσαμε μία μετοχή, την οποία διακρατούμε μέχρι σήμερα. Έτσι, υπολογίζουμε τη σωρευτική απόδοση που έχουμε μέχρι σήμερα. Για την απόδοση αυτή, υπολογίζουμε και τα χρήματα που εισπράξαμε ως μερίσματα, μέχρι σήμερα.

Επίσης, ως δεύτερη υπόθεση εργασίας, θεωρούμε ότι, τα ποσά που εισπράξαμε από μερίσματα, τα επενδύαμε σε αγορά μετοχών της ίδιας εταιρίας (επανεπένδυση μερίσματος). Ως τιμή αγοράς των νέων μετοχών, για όλες τις εταιρίες, θεωρούμε την τιμή της μετοχής στην 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους. Έτσι, υπολογίζουμε την απόδοση που έχουμε, μετά την επανεπένδυση των ποσών των μερισμάτων.

Αντίστοιχα, για να βρούμε την απόδοση των μετοχών από το έτος 2000, θεωρούμε ότι αγοράσαμε μία μετοχή την 31/12/2000, από το έτος 2010 θεωρούμε ότι αγοράσαμε την 31/12/2010 και από το έτος 2020, αγοράσαμε την 31/12/2020.

4) Εάν μια μετοχή εισήλθε στο Χρηματιστήριο σε ενδιάμεση χρονιά (όπως για παράδειγμα η μετοχή του ΟΤΕ που εισήλθε το 1996), θεωρούμε ότι αγοράσαμε τη μετοχή την 31/12/1996, δηλαδή, την τελευταία μέρα του έτους εισαγωγής της.

5) Για λόγους σύγκρισης, παραθέτουμε και τις αντίστοιχες “αποδόσεις” για το Γενικό Δείκτη, αλλά και τον πληθωρισμό (δηλαδή, πόσος ήταν ο σωρευτικός πληθωρισμός από την αρχή κάθε δεκαετίας και πόση η μέση ετήσια απόδοσή του).

 

Κείμενα: Γιάννης Σιάτρας. Στοιχεία: Λητώ Σιγιάννη, Χρήστος Μπίκος, Κωνσταντία Ρομοσού

 

Το παρόν άρθρο, είναι τμήμα της ύλης του τεύχους 249 (Φεβρουάριος 2023) του περιοδικού ΧΡΗΜΑ & ΑΓΟΡΑ. Δείτε τα πλήρη περιεχόμενα του τεύχους 249, εδώ.


Εγγραφή RSS για αυτά τα σχόλια Σχόλια (0)

συνολικά: | προβολή:

Σχολιάστε το άρθρο comment

Παρακαλώ εισάγετε τον κωδικό που βλέπετε στην εικόνα: