Τα blue chips των περασμένων δεκαετιών
Η εξέλιξη των μεγαλύτερων εταιριών στο Χρηματιστήριο, στα τελευταία 130 χρόνια
Τίποτα στον κόσμο δε μένει σταθερό. Τα πάντα αλλάζουν μέσα στο χρόνο. Αυτό είναι ακόμη πιο εμφανές στην οικονομία και κυρίως στο Χρηματιστήριο. Εταιρίες και ολόκληροι επιχειρηματικοί κλάδοι γεννιούνται, αναπτύσσονται, μεσουρανούν, υποχωρούν και τελικά εξαφανίζονται από το προσκήνιο. Σ’ αυτή τη διαρκή εξέλιξη και αλλαγή, τη θέση τους παίρνουν κάποιες άλλες εταιρίες, οι οποίες επίσης θα έχουν το ίδιο μέλλον και την ίδια κατάληξη. Η εξέλιξη μέσα στο χρόνο δε μπορεί να ανακοπεί. Μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία, το ζητούμενο από τις επιχειρήσεις είναι να μπορούν να μετεξελίσσονται και προσαρμόζονται στα -κάθε φορά- νέα δεδομένα, έτσι ώστε να παραμένουν ζωντανές και ενεργές. Ο αγώνας είναι διαρκής και δύσκολος. Και πολύ λίγες τα καταφέρνουν.
Στο Χρηματιστήριο πάντα εκπροσωπούνταν οι πιο ισχυροί κλάδοι της οικονομίας. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον και είναι πολύ διδακτικό να δούμε το πώς διαμορφώνονταν στο Χρηματιστήριο της Αθήνας, ανά δεκαετία, η ομάδα με τις δέκα μεγαλύτερες εταιρίες από άποψης κεφαλαιοποίησης.
Αυτή η γρήγορη αναδρομή, πέραν του ότι θα μας αποδείξει το πώς μεταβάλλονται οι επιχειρήσεις και οι επιχειρηματικές δυνάμεις μέσα στην οικονομία, θα μας δείξει -έστω και με περιληπτικό τρόπο- τις φάσεις από τις οποίες πέρασε η ελληνική οικονομία κατά τα τελευταία 130 χρόνια, αλλά κυρίως θα μας προβληματίσει για το πώς θα πρέπει να βλέπουμε εμείς, οι επενδυτές, τις εταιρίες και την παρουσία τους μέσα στο χρόνο.
Τέλος έτους 1890
Ξεκινάμε τη σύντομη αυτή “χρηματιστηριακή αναδρομή” από το έτος 1890. Όταν δηλαδή το Χρηματιστήριο της Αθήνας είχε κλείσει δέκα χρόνια λειτουργίας. Στο τέλος της χρονιάς εκείνης, στο Χρηματιστήριο διαπραγματεύονταν 12 εταιρίες. Απ’ αυτές, οι 4 ήταν τράπεζες, οι οποίες κάλυπταν το 67,1% της συνολικής κεφαλαιοποίησης της αγοράς. Μόνη της η Εθνική Τράπεζα, αποτελούσε το 43,5% της κεφαλαιοποίησης. Ο δεύτερος χρηματιστηριακός κλάδος ήταν οι σιδηρόδρομοι. Οι τρεις σιδηροδρομικές εταιρίες κάλυπταν το 19,4% της συνολικής κεφαλαιοποίησης. Και μία ακόμη “μεγάλη” εταιρία, ήταν η περίφημη “Εταρεία Μεταλλείων Λαυρίου” που κάλυπτε το 9,2% της κεφαλαιοποίησης, αποτελώντας την τρίτη μεγαλύτερη εταιρία στη χρηματιστηριακή αγορά.
Δηλαδή, η “αφρόκρεμα” των ελληνικών επιχειρήσεων της εποχής εκείνης, ήταν οι τράπεζες, οι σιδηρόδρομοι -η κατασκευή των οποίων δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί-, μερικά μεταλλεία, δύο κατασκευαστικές εταιρίες και το πυριτιδοποιείο. Οι τράπεζες -όπως θα φανεί και στη συνέχεια- θα παρέμεναν οι βασικοί πρωταγωνιστές της οικονομίας και του Χρηματιστηρίου και για τα επόμενα 120 χρόνια.
Τέλος έτους 1900
Στη χρηματιστηριακή αγορά διαπραγματεύονταν 19 εταιρίες, από τις οποίες οι τέσσερις ήταν τράπεζες, οι οποίες αποτελούσαν το 52,8% της συνολικής κεφαλαιοποίησης και οι σιδηρόδρομοι (τρεις εταιρίες) το 18,4%. Στο μεταξύ όμως, έκαναν εμφάνιση οι πρώτες βιομηχανίες. Απ’ αυτές, μόνον η Ελληνική Ηλεκτρική Εταιρία βρίσκονταν ανάμεσα στις δέκα μεγαλύτερες
Τέλος έτους 1910
Στο τέλος του 1910, στο Χρηματιστήριο διαπραγματεύονταν 23 εταιρίες. Οι τράπεζες είχαν φθάσει στις επτά και αντιπροσώπευαν το 58,2% της συνολικής κεφαλαιοποίησης. Όμως, με την άνοδο του μεγέθους (και της χρηματιστηριακής αξίας) της Τράπεζας Αθηνών, η κεφαλαιοποίηση της Εθνικής Τράπεζας υποχώρησε στο 24,9%, ενώ ως τρίτη μεγαλύτερη εταιρία κατατασσόταν η Τράπεζα της Ανατολής. Οι σιδηρόδρομοι (στον κλάδο είχε προστεθεί και η εταιρία Τροχιοδρόμων Αθηνών - Πειραιώς), αντιπροσωπεύουν το 16,8% της κεφαλαιοποίησης. Για πρώτη φορά έκανε την εμφάνισή της η Εταιρία Χημικών και Λιπασμάτων, η οποία πρωταγωνίστησε στο Χρηματιστήριο επί δεκαετίες. Επίσης για πρώτη φορά εμφανίστηκαν οι εταιρίες “Εναιαία - Προνομιούχος Εταιρία Σταφίδος”, που δημιουργήθηκε για να δώσει λύση στο πλεόνασμα της παραγωγής σταφίδας και η “Εταιρία Διαχείρισης Δημοσίων Προσόδων”, που ανέλαβε να συγκεντρώνει τις εισπράξεις από μία σειρά δημοσίων υπηρεσιών και οργανισμών, για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους (κάτι σαν το σημερινό “Υπερταμείο”).
Τέλος έτους 1920
Στο Χρηματιστήριο διαπραγματεύονταν οι μετοχές 45 εταιριών. Οι τράπεζες έφθαναν στις οκτώ και κάλυπταν το 49,2% της συνολικής κεφαλαιοποίησης. Οι σιδηροδρομικές εταιρίες ήταν τρεις, αλλά μόνο μία βρισκόταν ανάμεσα στις δέκα μεγαλύτερες της αγοράς (η “Σιδηρόδρομοι Πειραιώς - Αθηνών - Πελοποννήσου”). Ο κλάδος κάλυπτε το 6,5% της συνολικής κεφαλαιοποίησης. Την περίοδο αυτή έκανε την εμφάνισή του ο κλάδος της Ακτοπλοΐας. Ήταν η εποχή που αναπτύσσονταν η εφοπλιστική κοινότητα, με το ελληνικό και το διεθνές εμπόριο, τα υπερωκεάνια που εξυπηρετούσαν τη μετανάστευση και τα πλοία που πραγματοποιούσαν τη συγκοινωνία με τα νησιά που είχαν πρόσφατα απελευθερωθεί. Ο κλάδος συμμετείχε με 14,6% στη συνολική κεφαλαιοποίηση. Στις “μεγάλες” εταιρίες κατατάχθηκε και η “Οίνων και Οινοπνευμάτων”, ως εκπρόσωπος ενός μεγάλου κλάδου (της οινοποιίας) ο οποίος επρόκειτο να έχει σημαντική επιχειρηματική -και χρηματιστηριακή- παρουσία για μία σειρά ετών.
Τέλος έτους 1930
Στα τέλη του 1930, το Χρηματιστήριο της Αθήνας είχε αλλάξει φυσιογνωμία. Πλέον διαπραγματεύονταν οι μετοχές 95 εταιριών, ενώ μόλις είχε παρέλθει μία δεκαετία μεγάλων διακυμάνσεων, πολλών νέων εισαγωγών και αρκετών διαγραφών, ενός μεγάλου αριθμού αυξήσεων μετοχικού κεφαλαίου και το Χρηματιστήριο είχε αποκτήσει χρηματιστηριακούς δείκτες -οι οποίοι “επιβίωσαν” μέχρι τον πόλεμο.Στην αγορά διαπραγματεύονταν οι μετοχές 16 τραπεζών (ο αριθμός αυτός ξεπεράστηκε μόλις το 1999, όταν στο Χρηματιστήριο διαπραγματεύονταν οι μετοχές 17 τραπεζών) οι οποίες κάλυπταν το 61,2% της συνολικής κεφαλαιοποίησης. Όλοι οι άλλοι κλάδοι, παρά το ότι αποτελούνταν από ικανοποιητικό αριθμό εταιριών, εν τούτοις υποσκιάζονταν μπροστά στην πρωτοκαθεδρία του τραπεζικού κλάδου (Σιδηρόδρομοι: 3 εταιρίες και 8,2% στην κεφαλαιοποίηση, Ατμοπλοϊκές: 7 εταιρίες και 2,2% στην κεφαλαιοποίηση, Οινοποιητικές: 6 εταιρίες με 3,5% στην κεφαλαιοποίηση και λοιπές βιομηχανικές: 25 εταιρίες με 10,2% στη συνολική κεφαλαιοποίηση).
Τέλος έτους 1940
Η κρίση της δεκαετίας του 1930 προκάλεσε πολλές ανακατατάξεις στην ελληνική οικονομία και συνεπακόλουθα στο Χρηματιστήριο της Αθήνας. Στα τέλη του 1940 -και ενώ είχε ήδη ξεκινήσει ο πόλεμος στην Αλβανία- στο Χρηματιστήριο διαπραγματεύονταν οι μετοχές 101 εταιριών. Οι τράπεζες είχαν περιοριστεί σε 12 και κάλυπταν το 37% της κεφαλαιοποίησης. Οι βιομηχανικές επιχειρήσεις είχαν φθάσει στις 66 και κάλυπταν το 45,8% της κεφαλαιοποίησης. Οι “υποκατηγορίες” του κλάδου της βιομηχανίας ήταν: Χημικών (11 εταιρίες), Κλωστοϋφαντουργικών (15), Μετάξης (4), Οικοδομικών Υλικών (4), Ξύλου (2), Μηχανολογικών (4), Οινοποιητικών (5), Αλεύρων (4), Καπνού (3), Ηλεκτρισμού - Ψυγείων (7), Χάρτου (2) και διαφόρων (5).Επίσης, υπήρχαν 5 εμπορικές εταιρίες που κάλυπταν το 2,0% της κεφαλαιοποίησης. Μετά τη δεκαετία του 1920, η ελληνική οικονομία άλλαξε πρόσωπο.Στην ομάδα των δέκα μεγαλύτερων εταιριών, η Εθνική Τράπεζα διατηρούσε την πρώτη θέση, όμως στην ομάδα αυτή βρίσκονται πλέον 5 βιομηχανικές εταιρίες, οι περισσότερες από κάθε άλλη φορά.
Τέλος έτους 1950
Στο τέλος του 1950, στο Χρηματιστήριο διαπραγματεύονταν οι μετοχές 114 εταιριών. Από αυτές, οι 12 ήταν τράπεζες και κάλυπταν το 39,5% της συνολικής κεφαλαιοποίησης. Οι βιομηχανικές εταιρίες είχαν φθάσει στις 81 (από τις οποίες 19 Κλωστοϋφαντουργικές και 5 επεξεργασίας μετάξης) που κάλυπταν το 43,4% της κεφαλαιοποίησης του Χρηματιστηρίου.
Όμως, το Χρηματιστήριο είχε εισέλθει σε μία περίοδο απραξίας και χαμηλών συναλλαγών, κάτι φυσιολογικό αφού κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940 καταστράφηκε η κεφαλαιακή βάση του ελληνικού πληθυσμού.
Τέλος έτους 1960
Στα τέλη του 1960 είχε ολοκληρωθεί η “εκκαθάριση” που επιχείρησε η διοίκηση του Χρηματιστηρίου στις εισηγμένες εταιρίες, με τη διαγραφή των αδρανών (χωρίς συναλλαγές) εταιριών. Στο Χρηματιστήριο διαπραγματεύονταν οι μετοχές 78 εταιριών, από τις οποίες οι 8 ήταν τράπεζες που αντιπροσώπευαν το 33,9% της συνολικής κεφαλαιοποίησης (και πολύ μεγαλύτερο ποσοστό στις συνολικές συναλλαγές). Οι βιομηχανικές εταιρίες περιορίστηκαν στις 57 και κάλυπταν το 41,6% της συνολικής κεφαλαιοποίησης. Μεταξύ αυτών ανάπτυξη γνώρισε ο κλάδος των Αλευροποιητικών εταιριών, με 9 εταιρίες που κάλυπταν το 2,6% της κεφαλαιοποίησης. Παράλληλα, εμφανίστηκε και ο κλάδος των ασφαλιστικών εταιριών, με 2 εταιρίες (Αστήρ και Εθνική Ασφαλιστική) που όμως κάλυπταν το 8,2% της κεφαλαιοποίησης.
Τέλος έτους 1970
Στα τέλη του 1970, το Χρηματιστήριο βρισκόταν στην αρχή της πρώτης μεγάλης μεταπολεμικής ανοδικής φάσης του. Διαπραγματεύονταν οι μετοχές 78 εταιριών, από τις οποίες δέκα ανήκαν στον τραπεζικό κλάδο και συμμετείχαν στο 51,3% της συνολικής κεφαλαιοποίησης. Οι βιομηχανικές εταιρίες είχαν περιοριστεί σε 54 και συμμετείχαν με το 32,3% της κεφαλαιοποίησης. Όμως, η κατάσταση αυτή θα άλλαζε στα επόμενα χρόνια, αφού θα εισέρχονταν στο Χρηματιστήριο ένας μεγάλος αριθμός εταιριών που δημιουργήθηκαν κατά τη φάση της μεταπολεμικής εκβιομηχάνισης.
Τέλος έτους 1980
Στα τέλη του 1980 διαπραγματεύονταν οι μετοχές 116 εταιριών (στο σύνολό τους, οι διαπραγματευόμενες μετοχές έφθαναν στις 158, αφού 42 εταιρίες είχαν εκδώσει μετοχές άλλων κατηγοριών - κυρίως “προνομιούχες”). Οι τραπεζικές εταιρίες αυξήθηκαν σε 14 και εκπροσωπούσαν το 48,6% της συνολικής κεφαλαιοποίησης. Οι βιομηχανικές εταιρίες έφθασαν στις 82 και συμμετείχαν με 41,7% στην κεφαλαιοποίηση. Παράλληλα, έκαναν την εμφάνισή τους και οι τρεις πρώτες Εταιρίες Επενδύσεων Χαρτοφυλακίου (1,6% της συνολικής κεφαλαιοποίησης), ένας κλάδος που θα αναπτυσσόταν ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία του 1990. Όμως, από το 1973 η ελληνική οικονομία εισήλθε σε φάση στασιμοπληθωρισμού, η οποία ανέδειξε τις δομικές αδυναμίες της και οδήγησε τις τράπεζες και της βιομηχανίες σε μία κρίση υπερδανεισμού από την οποία υπήρξαν σημαντικές απώλειες.
Τέλος έτους 1990
Από τις αρχές του 1990, είχε ξεκινήσει η νέα ανοδική φάση, που έμελλε να διαρκέσει ολόκληρη τη δεκαετία. Στο τέλος του έτους, στο Χρηματιστήριο διαπραγματεύονταν οι μετοχές 145 εταιριών, ο μεγαλύτερος αριθμός που είχε, ως τότε, διαπραγματευθεί στην αθηναϊκή χρηματιστηριακή αγορά. Απ’ αυτές, οι 15 ανήκαν στον κλάδο των τραπεζών και η κεφαλαιοποίησή τους έφθανε στο 36,6% του συνόλου. Στον κλάδο της βιομηχανίας ανήκαν 87 εταιρίες που κάλυπταν το 44,2% της συνολικής κεφαλαιοποίησης. Τέλος, για πρώτη φορά έκανε αισθητή την εμφάνισή του ο ευρύτερος κλάδος των υπηρεσιών (συμπεριλαμβάνουμε και το το εμπόριο), με 43 εταιρίες. Το κυριότερο όμως στοιχείο της χρονιάς αυτής ήταν ότι ξεκινούσε ένας έντονα ανοδικός κύκλος ανόδου, ο οποίος -όπως συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις, συνοδεύτηκε από εισαγωγές πλήθους εταιριών, μία εξέλιξη που δήλωνε τη μεγάλη αλλαγή που συνέβαινε στην ελληνική οικονομία, η οποία είχε, από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, εισέλθει σε μία νέα φάση της ιστορίας της. Παράλληλα, διαπιστώνουμε ότι, οι δέκα μεγαλύτερες εταιρίες του χρηματιστηριακού πίνακα, κάλυπταν το 46,1%, το χαμηλότερο ποσοστό στη μέχρι τότε ιστορία του Χρηματιστηρίου, ενώ η μετοχή της Εθνικής Τράπεζας, κυρίαρχη για περισσότερο από έναν αιώνα, κάλυπτε το 8,0% της συνολικής χρηματιστηριακής κεφαλαιοποίησης.
Τέλος έτους 2000
Στο τέλος του έτους 2000, το Χρηματιστήριο της Αθήνας ήταν ένας εντελώς διαφορετικός οργανισμός με τις μετοχές 341 εταιριών να διαπραγματεύονται σ’ αυτό. Η κεφαλαιοποίησή του έφθασε στα 40,1 τρισεκατομμύρια δραχμές (117,6 δισεκ. ευρώ), η λειτουργία του ήταν ηλεκτρονική, το αποθετήριό του άυλο, συνδεόταν με διεθνείς επενδυτές και τις διεθνείς αγορές και επρόκειτο να μεταταχθεί στην κατηγορία των “ώριμων διεθνών αγορών”. Όμως, όπως αποδείχθηκε, το σημείο εκείνο ήταν και η, μέχρι σήμερα, “κορυφή” του, αφού αμέσως μετά ακολούθησε η πτώση και η καταστροφή.Στο τέλος του έτους εκείνου, στην αγορά διαπραγματεύονταν οι μετοχές 15 τραπεζών των οποίων η χρηματιστηριακή αξία κάλυπτε το 31,1% του συνόλου. Οι βιομηχανικές εταιρίες έφθαναν στις 135 με 25,2% συμμετοχή στη συνολική κεφαλαιοποίηση. Και ακολουθούσε μία πλειάδα εταιριών που ανήκαν είτε στον ευρύτερο κλάδο των εταιριών παροχής υπηρεσιών, είτε σε κλάδους που για πρώτη φορά εμφανίστηκαν σε τέτοια μεγέθη στην ελληνική επιχειρηματική κοινότητα (κατασκευαστικές εταιρίες, πληροφορικής, χρηματοοικονομικών υπηρεσιών κλπ). Η εικόνα αυτή φανέρωνε την αλλαγή που είχε συντελεστεί στις δομές και στο πρόσωπο της ελληνικής οικονομίας. Όμως, η εικόνα του Χρηματιστηρίου, πέραν όλων των θετικών που αναφέρθηκαν παραπάνω, έδινε την αίσθηση της υπερβολής, η οποία -όπως συμβαίνει πάντα στις αγορές- όφειλε να διορθωθεί.Στην πρώτη θέση μεταξύ όλων των εταιριών, παρέμενε η Εθνική Τράπεζα, με το μικρότερο ποσοστό (7,8%) που είχε εμφανίσει ποτέ. Ήταν η τελευταία φορά που, στο τέλος μίας δεκαετίας, η Εθνική Τράπεζα κατείχε αυτή την ηγετική θέση.
Τέλους έτους 2010
Στα τέλη του 2010, η χρηματιστηριακή αγορά βρισκόταν ακόμη στην αρχή της μεγαλύτερης κρίσης της ιστορίας της. Οι νέες εισαγωγές είχαν διακοπεί, ήδη από το 2007, ενώ ξεκίνησε η διαδικασία διαγραφών και αποχωρήσεων για πολλές εταιρίες και ο αριθμός των διαπραγματευόμενων εταιριών μειώθηκε στις 273. Από αυτές, οι 15 ήταν τράπεζες, οι οποίες ακόμη διατηρούσαν σημαντικό ποσοστό στη συνολική κεφαλαιοποίοηση (33,2%). Οι βιομηχανικές είχαν υποχωρήσει στις 97 και το ποσοστό συμμετοχής τους στην κεφαλαιοποίηση της αγοράς, στο 34,5%. Το υπόλοιπο ποσοστό καλύπτονταν από τις κατασκευές (21 εταιρίες με 2,9% στην κεφαλαιοποίηση) και τον ευρύτερο τομέα υπηρεσιών. Για πρώτη φορά στην ιστορία του Χρηματιστηρίου, μεγαλύτερη εταιρία στο τέλος μίας δεκαετίας αναδείχθηκε η Coca Cola - EEE, με 13,0% της κεφαλαιοποίησης.
Τέλους έτους 2018
Στο τέλος του 2018, το Χρηματιστήριο της Αθήνας είχε -και πάλι- μία εντελώς διαφορετική εικόνα. Μετά από 9 χρόνια κρίσης, στην αγορά είχαν απομείνει οι μετοχές 178 εταιριών. Επί 11 περίπου χρόνια, οι εισαγωγές νέων εταιριών ήταν μόλις 11. Ο τραπεζικός κλάδος χρεοκόπησε σημειώνοντας απώλειες (από την “κορυφή” του κατά το 2007) που έφθασαν στο 99,8% (με βάση τον κλαδικό δείκτη), τη μεγαλύτερη απώλειες που κατέγραψε ποτέ χρηματιστηριακός κλάδος στην παγκόσμια ιστορία. Στο τέλος του 2018 είχαν απομείνει μόλις 6 τραπεζικές μετοχές, με κεφαλαιοποίηση που έφθανε στο 9,7% του συνόλου, παρά το γεγονός ότι μεταξύ του 2007 και του 2018, εισέρευσαν στον κλάδο -από αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου- περισσότερα από 60 δισεκ. ευρώ. Οι βιομηχανικές εταιρίες μειώθηκαν σε 62 και η συμμετοχή τους στη συνολική κεφαλαιοποίηση στο 46,7%. Ανάμεσα σ’ αυτές, η Coca Cola - EEE, κατείχε ποσοστό 21,5% της συνολικής κεφαλαιοποίησης του Χρηματιστηρίου, ή το 46% του βιομηχανικού κλάδου. Πρόκειται σαφώς για μία ανισορροπία της αγοράς. Η οποία όμως μόλις φαίνεται να βγαίνει από τη βαριά κρίση της.
Τί μπορεί να γίνει στο μέλλον;
Η αγορά θα ανακάμψει βεβαίως και θα ισορροπήσει, όπως άλλωστε έκανε τόσες και τόσες φορές στην ιστορία της. Όμως, για να το πετύχει μία νέα ισορροπία, θα περάσουν χρόνια. Πρώτα θα πρέπει να ανακάμψει η οικονομία, ώστε να φανεί η ανισορροπία μεταξύ των τιμών της χρηματιστηριακής αγοράς και της κατάστασης της οικονομίας. Στη συνέχεια, η άνοδος των τιμών στο Χρηματιστήριο θα προσελκύσει νέες εταιρίες σ’ αυτό. Αν αυτές οι νέες εκδόσεις είναι πετυχημένες, η υψηλή ζήτηση θα αυξήσει τις τιμές των νέων μετοχών που θα εισαχθούν. Αυτό, θα προσελκύσει και άλλες εταιρίες και κάπου εκεί, θα μπουν οι βάσεις και θα ξεκινήσει η νέα διαδικασία ανόδου. Έως τότε, η αγορά παρακολουθεί τις εξελίξεις στην οικονομία, κλείνει τις “ανισορροπίες” και ετοιμάζεται.
Τί απέγιναν οι εταιρίες που κάποτε κυριάρχησαν στην αγορά;
Μεταξύ των δεκαετιών 1890 και 1960, συνολικά 58 εταιρίες βρέθηκαν -για μία ή περισσότερες φορές- στην πρώτη δεκάδα των εταιριών με τη μεγαλύτερη χρηματιστηριακή αξία. Από τις εταιρίες αυτές οι 17 εξακολουθούν να διαπραγματεύονται στο Χρηματιστήριο μέχρι και σήμερα. Από τις υπόλοιπες 41, οι 12 απορροφήθηκαν από εταιρίες που υφίστανται έως και σήμερα (οι 7 ήταν τράπεζες ή ασφαλιστικές εταιρίες και απορροφήθηκαν έμμεσα ή άμεσα από την Εθνική Τράπεζα, δύο -η Εμπορική Τράπεζα και η Ιονική Τράπεζα- απορροφήθηκαν από την Alpha Bank, μία -η Τράπεζα Εργασίας- απορροφήθηκε από τη Eurobank, μία -η Αλουμίνιο της Ελλάδας- από τον Όμιλο Μυτιληναίου και μία -Cosmote- απορροφήθηκε από τον ΟΤΕ). Η ΕΤΜΑ, η ΑΓΕΤ Ηρακλής και η ΠΑΝΑΦΟΝ διεγράφησαν από το Χρηματιστήριο μετά από δημόσια πρόταση, ενώ η Τράπεζα Κύπρου διαγράφηκε μετά από δική της αίτηση. Οι υπόλοιπες 25 πτώχευσαν ή διέκοψαν τη λειτουργία τους με άλλο τρόπο, κατά το διάστημα της παρουσίας τους στο Χρηματιστήριο.
Δείτε την εξέλιξη, την κατάληξη και το έτος διαγραφής κάθε μίας από τις παραπάνω αναφερόμενες εταιρίες (δείτε εδώ).
Γιάννης Σιάτρας
ΧΡΗΜΑ & ΑΓΟΡΑ
Τεύχος 204 - 4/3/2019
Περιεχόμενα τεύχους 204
- Space Hellas: Η εταιρία συνεχίζει να αντιμετωπίζει πρόβλημα δανεισμού και κερδοφορίας
- Επίπεδα Κλεισιμάτων Γενικού Δείκτη 2016 - σήμερα
- Το επενδυτικό σχόλιο του κ. Γιάννη Σιάτρα, θα δημοσιευθεί, αύριο το πρωί, στις 9:00 πμ.
- Data centers: Ποιες εταιρείες πρωταγωνιστούν – Ο χάρτης της ελληνικής αγοράς
- Βιομηχανία: Βουτιά 7,4% στις τιμές παραγωγού στην Ελλάδα τον Δεκέμβριο
- Γιώργος Μυλωνάς (Alumil): Είμαι σε ομηρία από τους servicers- Πνίγουν τις υγιείς επιχειρήσεις
- Space Hellas: Η εταιρία συνεχίζει να αντιμετωπίζει πρόβλημα δανεισμού και κερδοφορίας
- Το επενδυτικό σχόλιο του κ. Γιάννη Σιάτρα, θα δημοσιευθεί, αύριο το πρωί, στις 9:00 πμ.
- Data centers: Ποιες εταιρείες πρωταγωνιστούν – Ο χάρτης της ελληνικής αγοράς
- Βιομηχανία: Βουτιά 7,4% στις τιμές παραγωγού στην Ελλάδα τον Δεκέμβριο
Σχόλια (0)
Σχολιάστε το άρθρο